Ο κ.καθηγητής... Ένα Τρικαλινό "ιστόρημα" με τρεις ημερομηνίες...!

Δείτε και άλλα θέματα στην ενότητα:
Ο κ.καθηγητής...

Ο κ.καθηγητής..."στα Τρίκαλα στα δυο" στενά πριν 60 χρόνια...!
Ένα Τρικαλινό "ιστόρημα" με τρεις ημερομηνίες... 1956, 1981 και σήμερα....
Αναμνήσεις από τα Τρίκαλα ενός καθηγητή απο τη Θεσσαλονίκη του Γιώργου Ιωάννου που έζησε και δίδαξε στην πόλη μας τέλη της δεκαετίας του'50.







Μετά από 24 χρόνια,
το 1981 και με τίτλο "Στα Τρίκαλα στα δυο στενά" δημοσιεύτηκε στον 1ο τόμο του περιοδικού "ΤΡΙΚΑΛΙΝΑ" που εκδίδει από τότε ο "ΦΙ.Λ.Ο.Σ" Τρικάλων ένα άρθρο-χρονογράφημα με "στιγμές" που έζησε στην πόλη μας, νεααρός προφανώς τότε, έντονα πολιτικοποιημένος, πως είδε τους Τρικαλινούς, ένα ωραίο αφήγημα που μεταφέρει στην εποχή του '50 τους περισσότερους από μας που δεν την... "ζήσαμε"  (δεν είχαμε γεννηθεί...!)

Σε άλλους, μεγαλύτερους συμπολίτες μερικοί από τους οποίους μπορεί να τον είχαν και καθηγητή θα ξυπνήσει μνήμες. 

Δεν γνωρίζουμε αν ο κ. καθηγητής ζει ακόμη, (θα είναι κοντά στα 80 με 90), με πολύ θα θέλαμε να τον ακούσουμε σήμερα  να μας πει περισσότερα από αυτά που έγραψε τότε...





ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ

Τα Τρίκαλα με μια πρώτη ματιά

Αν με ρωτήσεις τι πρωτοθυμάμαι από τα Τρίκαλα του 1956, τότε που ήρθα ως καθηγητής, Θα σου πω ότι θυμάμαι κνίσα πολλή, ακόμα και δια γυμνού οφθαλμού ορατή στους δρόμους,  βελέντζες ωραιότατες, ιδίως εκείνες οι κρεμεζιές, απλωμένες στα λιακωτά και στα ξέφωτα, εστιατόρια με δεκάδες φαγητά και μερίδες τεράστιες, ένα παζάρι δευτεριάτικο από τα πιο γραφικά, το γραφικότερο μάλλον της χώρας, παπάδες και χωροφύλακες άφθονους, θαυμάσια καφενεία, ένα διανυκτερεύον  μάλιστα, τη βόλτα της Κυριακής στη δυσανάλογα φαρδιά οδό  Ασκληπιού κι ακόμα εκείνο το ποτάμι με τις τρείς γέφυρες, από τις οποίες ή μεσαία έχει μια χάρη πού δεν περιπίπτει μέσα σον σε λήθη, όσο νερό κι αν κυλήσει κάτω από τον Ληθαίο της.

Φθινόπωρο, Σεπτέμβρης μήνας, και υπήρχε ακόμη βλάστηση ζωηρή κι αυτό έδινε μια σκούρα όψη στην πόλη, πού καθώς συχνά τυλιγόταν με μια ελαφριά καταχνιά μ' έκαμνε να Θαρρώ πώς βλέπω σπίτια και δρόμους της Ιδιαίτερης πατρίδας μου, της Σαλονίκης.

Ήμουν ένας άβγαλτος  τότε εγώ, ένας άμαθος από ξένους τόπους και  ανθρώπους , ξένος όχι μονάχα προς τη Θεσσαλία και τα Τρίκαλα, αλλά και προς κάθε άλλη πόλη και περιοχή της χώρας, εκτός από τη Θεσσαλονίκη και την πρωτεύουσα.

Και, φυσικά, αγνοούσα ύλες εκείνες τις ιδιαίτερες καταστάσεις πού προκύπτουν από τη Θέση μιας πόλης μέσα σε μια πλούσια γεωργική περιοχή, πού μέχρι χθες ήταν τσιφλίκι των ολίγων, από τη σύνθεση ενός πληθυσμού, πού κι αν ακόμα δεν κρατάει πάππου προς πάππου από την πόλη, πάντως προέρχεται από τη γύρω περιοχή, από μια κοινωνία πού σαφώς διαιρείται ακόμα σε τάξεις, έστω κι αν αυτές τυπικά θεωρούνται ανύπαρκτες, τέλος από μια περιοχή πού από τον πόλεμο κι εδώθε είχε αναστατωθεί άγρια, είχε καταματωθεί και γνωρίσει όσο λίγες το φριχτό πρόσωπο τον καταχτητή αλλά καί τού εμφύλιου σπαραγμού, όπως και της μετέπειτα αβάσταχτης τρομοκρατίας.

Αυτά όλα τα μισοήξερα, τα διάβαζα στις εφημερίδες, μα άλλο είναι να βλέπεις και να ψηλαφείς τις ουλές και τις παλικαριές και άλλο να τις φαντάζεσαι απο μακριά και να τις υποθέτεις. Θέλω να πω ότι διέθετα αυξημένες κάπως προϋποθέσεις για να εγχαραχτεί γρήγορα εντός μου τη ασυνήθιστη  για μένα εικόνα τού τόπου και μάλλον λιγοστές για να κατανοήσω την ψυχολογία και τη συμπεριφορά των κατοίκων.

Θαρρώ πώς τη παραμονή μου για δυο συνεχή χρόνια στα Τρίκαλα και η σύνδεσή μου με διάφορα πρόσωπα της κοινωνίας τους, όχι ευτυχώς προύχοντες ούτε μονάχα εκπαιδευτικούς, με βοήθησε ώστε να καταλάβω αρκετά και να συμπαθήσω ζωηρά τη θεσσαλική αυτή πολιτεία και τούς ανθρώπους της.

Τώρα, όταν μιλώ ή γράφω για την επαρχιακή ζωή μας σε κείνη την εμπειρία στηρίζομαι ιδιαίτερα, καθώς τη θεωρώ έγκυρο δείγμα παρμένο από τον κορμό της 'Ελλάδας...


«Εμάς, κύριε καθηγητά, μη μας «παρακολλάτε», γιατί είμαστε παιδιά του Σακαφλιά».


Καθηγητής στο «Πυθαγόρειο Λύκειο» των Τρικάλων

Ήμουν  ένας φτωχός κυνηγημένος φιλόλογος, όταν το 1956 κούρνιασα για δυό χρόνια στο ιδιωτικό σχολείο τού μαθηματικού Πέτρου Γεωργούλα, πού είχε την προσωνυμία «Πυθαγόρειο Λύκειο».

Τον Πέτρο καθόλου δεν τον ήξερα προηγουμένως, αλλά είχα συμφωνήσει εκ τού μακρόθεν μαζί τον κάτω από την πίεση της αναδουλειάς και της ανάγκης.

Γιατί αλλιώς δεν είχα καμιά δουλειά στα παράμερα για μας Τρίκαλα, εγώ ένας υπερφίαλος νεαρός πού είχα χρηματίσει κιόλας - μαύρο χρημάτισμα! - βοηθός καθηγητή στο Πανεπιστήμιο.

Με τον Πέτρο τα πήγαμε πολύ καλά στο σχολείο. Εκτίμησε τη δουλειά μου, αναγνώρισα κι εγώ την τιμιότητά τον και τη μπέσα του.
'Ήταν -τι ήταν;- είναι έξυπνος άνθρωπος, καλός στην επιστήμη τον, σκληρός στη δουλειά του και αρκετά οξύθυμος, μπορώ να πω.
Είχε αφανή συνεταίρο τον παπα-Βενδίστα, γι' αυτό και πολλά, πάρα πολλά, παπαδοπαίδια φοιτούσαν στο σχολείο μας. Όταν είχαμε έγγραφές μαυρολογούσε το γραφείο και ο διάδρομος.

 Εντούτοις τα περισσότερα παιδιά ήταν εξαιρετικά ζωηρά γι' αυτό και τα επεισόδια μέσα στις τάξεις δεν ήταν σπάνια.

Κοιτάζοντας τα διοριστήρια έγγραφά μου βλέπω ότι ήμουνα για 29 ώρες την εβδομάδα, πράγμα πού σημαίνει 5 πεντάωρα και 1 τετράωρο διδασκαλίας.

Το πρόγραμμα αυτό δεν είναι καθόλου  ελαφρύ, όταν είναι σκληρά τα παιδιά. Κουραζόμουν πάρα πολύ αλλά έκαμνα τα μαθήματά μου συνήθως χωρίς παρατράγουδα.
Άλλο ιδιωτικό σχολείο της εποχής και σε κάποιο ανταγωνισμό με το δικό μας ήταν το Λύκειο του Τσιλιμίγκα -εξαιρετικό ιδιωτικό--όπου εργάζονταν ως καθηγητές και δύο συμφοιτητές μου, ο Αρχοντής  Μόσιαλος και ο Κώστας Τοπούζης.

 
Μια μέρα στη μεγάλη τάξη, καθώς για κάτι τούς μάλωνα, μου λέει ένας μαθητής,  Όντριας  ονόματι: «Εμάς, κύριε καθηγητά, μη μας «παρακολλάτε», γιατί είμαστε παιδιά του Σακαφλιά».

Περιττό να πω ότι δεν έδωσα καμία συνέχεια, ευχαριστήθηκα μάλλον για τη ζωντάνια της ρήσεως. Ήταν μια αλήθεια, αλλά. όχι ολόκληρη.


Ο Σαράφης, ο Βελουχιώτης, ο Τσιτσάνης και ο... Σακαφλιάς


Τέσσερα πρόσωπα κυριαρχούσαν τότε, ζούσαν μπορώ να  πω, στα  Τρίκαλα, αλλά συνάμα δονούσαν και το πανελλήνιο. `
Ο Σαράφης, ο Βελουχιώτης, ο Τσιτσάνης και ο Σακαφλιάς. 
Από αυτούς ο ένας μόνο ζει τώρα, ο Βασίλης Τσιτσάνης (Σ.Σ. Τα διηγείται το 1981) Τότε ζούσαν οι δύο, Σαράφης και Τσιτσάνης.


Ο θάνατος του Σαράφη και  πάνω κάτω οι ασφαλίτες στην οδό Ασκληπιού...

Όταν σκοτώθηκε ο Σαράφης ήμουν στα Τρίκαλα και μπορώ να  βεβαιώσω ότι επιφανειακά τουλάχιστο ούτε φύλλο δεν  σάλεψε.

 Έκαναν όλοι πώς δεν  πολυ-πρόσεξαν την είδηση και φυσικά ούτε σκέψη για να  πούνε πως αυτός ό σκοτωμός δεν  πολύ έμοιαζε για δυστύχημα.

Το μεσημέρι στο εστιατόριο του Μηλίτση ούτε από μακριά δεν έγινε λόγος για κάτι τέτοιο, μολονότι θα πρέπει να  κυριαρχούσε στο μυαλό πολλών η μαύρη υποψία.

Αυτή την πεσμένη διάθεση για πολιτική συζήτηση την είχα προσέξει πολλές φορές ως τότε σε  πολλούς νέους επαρχιώτες πού είχα φίλους στο στρατό  η στο Πανεπιστήμιο.
Και συχνά  την είχα παρεξηγήσει.

Τώρα εδώ την έβρισκα σε κάθε βήμα μου και την έβλεπα πλαισιωμένη από τον περίγυρό της ώστε δεν υπήρχε περίπτωση να  την παρεξηγήσω παρά να την εξηγήσω μονάχα. 

Η ασφάλεια ήταν πανταχού παρούσα και χωρίς χαρτί της δεν  μπορούσες να  κάνεις ούτε ρούπι.

Τη μέρα της κηδείας του Σαράφη βημάτιζαν πάνω κάτω οι μυστικοί στην οδό Ασκληπιού, όπου και το κτίριο της υπηρεσίας τούς. 

Ο κόσμος όμως ήταν σταθερός στις πεποιθήσεις του κι όταν αργότερα έσπασα την κοινωνική κρούστα και κατάφερα να  συζητήσω ανοιχτά, όχι με δημοσίους υπαλλήλους βέβαια, πού είχαν αποχτήσει πια οι περισσότεροι τους ψυχολογία ποντικών, διαπίστωσα με βαθιά χαρά πόσο ζωντανή ήταν ή μνήμη και πόσο αμετακίνητες οι απόψεις.


Στην ομιλία της ΕΔΑ, κι εμείς... στο σινεμά


Στα Τρίκαλα πρωτοείδα και πώς γινόντουσαν οι εκλογές στην ελληνική επαρχία.
Και δεν  ήταν ακόμα ή χρονιά της μεγάλης βίας και νοθείας, αλλά τρία χρόνια πρωτύτερα.
Θα μιλούσαν οι εκπρόσωποι της ΕΔΑ σε  έναν κινηματογράφο, γιατί πλατεία, δεν  ξέρω με ποιούς δικολαβισμούς, δεν  τους έδιναν.

Από το μεσημέρι η πόλη είχε γεμίσει από χωροφύλακες κατεβασμένους προφανώς από τα γύρω χωριά.
Το απόγευμα πριν από την έναρξη των ομιλιών μπορούσε κανείς να  ιδεί στην οδό Ασκληπιού το εξής θέαμα:

Τρείς αλλεπάλληλες σειρές χωροφυλάκων σε  απόσταση ανάμεσά τους απλωμένες σε  όλο το πλάτος της οδού και με μέτωπο προς το σταθμό.
Πιθανώς να  υπήρχαν γραμμές τέτοιες και σε  άλλα περάσματα.

Οι χωροφύλακες αυτοί δεν ήταν και τόσο πυκνά  συντεταγμένοι ώστε να μη χωράς να περάσεις ούτε και έλεγαν τίποτε στους  διερχόμενους, απλώς έπρεπε να  περάσεις ανάμεσά τους, να τούς παραμερίσεις, να τούς ακουμπήσεις λιγάκι, και να περάσεις.

Και αυτό το πέρασμα και το ακούμπημα σε  μια εποχή πιστοποιητικών, αποκηρύξεων, δηλώσεων, ακόμα και εξοριών δεν  ήταν εύκολο στον καθένα.
Τολμούσαν μόνο εκείνοι πού είχαν καμένη τη γούνα τους και δεν  τούς ένοιαζε.


Εμείς, μια και ήταν αδύνατο να  πάμε στη συγκέντρωση, πήγαμε από άλλους δρόμους και άλλη γέφυρα σ' ένα σινεμά, το λαϊκότερο  που υπήρχε, όπου όμως παιζόταν ταινία του Αϊζενστάιν «Πρίγκηψ Νιέφσκι», πού τότε είχε πρωτοβγεί στη γύρα. 

Βέβαια, από το φιλμ λίγα καταλάβαμε, μάλλον λίγα είδαμε, γιατί ή ταινία ήταν πολύ παλιά και τα μηχανήματα ελεεινά, αλλά κι αυτό το λίγο για τότε εκεί ήταν μεγάλο πράμα. Αλλιώς απολαμβάνονται οι μεγάλες ταινίες στις επαρχίες.

Είναι Θαυμάσιο το αίσθημα όταν φύγεις από το σινεμά. 
Ιδίως όταν βρέχει πυκνά  και ασταμάτητα κι εσύ προχωρείς κάτω από την ομπρέλα στην οδό  Ασκληπιού, πού είναι τόσο φαρδιά ώστε αισθάνεσαι πολύ πιο κοντός απ' ότι πραγματικά είσαι, μα αυτό  καλώς εχόντων των πραγμάτων, ενώ τώρα που είδες το μεγάλο φιλμ με το δυνατό φινάλε είσαι ένας από τούς ήρωες τον φιλμ, είσαι  ο πρίγκηψ Νιέφσκι, είσαι ο Ζαπάτα, ο  Ιουλιανός Σορέλ και προχωρείς προς τον γραφικό σταθμό της ξεχασμένης επαρχιακής πολιτείας.

Στο σπιτάκι με τη χαραμάδα...
 
Όχι για να  φύγεις βέβαια, πού να  πάς άλλωστε και να  φύγεις -πριν από τα Τρίκαλα είναι ή Καρδίτσα, μετά τα Τρίκαλα η Καλαμπάκα και τα Μετέωρα- αλλά για να  στριμωχτείς στο γραφικό σπιτάκι σου στην οδό Ελευθερίας 31, κοντά στο σιδ. σταθμό  όπου ο τοίχος του δωματίου σου στολίζεται από ένα ράγισμα από πάνω μέχρι κάτω, απ'  όπου διακρίνεις όταν πέφτεις στο κρεβάτι σου μια χαραμάδα ουρανό,  πράγμα όμως που διόλου δεν  σε  ανησυχεί, γιατί δεν  έτυχες εδώ όταν όλα αυτά  έγιναν, τα βρήκες έτοιμα, και εξάλλου δεν  έχεις τα μυαλά στο κεφάλι σου, μα πάντοτε σε  κάτι άλλο, κάτι πού θέλεις να  πεις ή να  γράψεις κι έτσι γλιτώνεις αρκετά από την αλήθεια πού σου ανήκει και που αλίμονο αν την είχες νιώσει ολότελα.

Και κλείνεσαι εκεί και διαβάζεις ως πολύ αργά τη νύχτα και περνάει το τραίνο, ή ανταπόκριση,  Παλαιοφάρσαλα - Καλαμπάκα. 


Ρωτώντας για τον Άρη...

Και σε  λίγες μέρες, καθώς ολοένα ρωτάς για να  μάθεις, τι τράβηξε κι αυτός ο τόπος από το Σαράντα και μετέπειτα, σου αφηγείται ή νοικοκυρά σου μια ιστορία για τον καπετάνιο Άρη πού σε  αφήνει έκθαμβο:
«Να, από δω, από το δρόμο μας μπήκε στα  Τρίκαλα ο Άρης με τα παλικάρια του. 
Μπροστά  ο Άρης σ' ένα άσπρο άλογο και πίσω  ο Πέτρος μας μαζί με άλλα παληκαρόπουλα καβάλα στ' άλογά τους».

Και παύοντας η μάνα αρχινάει η κόρη, η Αγγελική,  πεθαμένη τώρα εδώ και χρόνια:
"Έντεκα φορές ήρθαν οι συμμορίες να  πάρουν τον Πέτρο μας."

Εγώ τούς καθυστερούσα στην πόρτα ώσπου να  πηδήσει το μαντρότοιχο να  φύγει στα  διπλανά». Και τα λέει όλα αυτά χαμογελώντας. Και η μάνα πιάνει τη συνέχεια:

"Κρέμασαν το κεφάλια στην πλατεία."
Μα αυτό που είδαμε δεν  ήταν το κεφάλι του Άρη, ο Άρης ήτανε όμορφος.

"Ψέματα λένε πώς τον σκότωσαν, ο Άρης είναι στα  βουνά".
Και τότε εσύ ο καλαμαράς νιώθεις το βαθύ ανατρίχιασμα. Η γυναίκα αυτή δεν  έχει δει το φιλμ «Βίβα Ζαπάτα», είναι ζήτημα μάλιστα αν έχει πάει ποτέ της σινεμά.

Και όμως αποδίδει στον Άρη το ίδιο θρυλικό τέλος με εκείνο του Ζαπάτα.


Πάντως, οι Τρικαλινοί όταν περνούν κάτω από το στύλο, όπου ήταν κρεμασμένα τα κεφάλια του Άρη και του στερνού συντρόφου τον, ποτέ δεν  σου δείχνουν με το δάχτυλο το στύλο, μα σε  καθοδηγούν με χαμηλή φωνή να  κοιτάξεις εκεί πού πρέπει με τρόπο, όπως ακριβώς κι εμείς δεν  τολμούσαμε να  δείξουμε τον τόπο όπου δολοφόνησαν  τον Λαμπράκη,  μα μόνο  λέγαμε στον άλλο να  προσέξει που πατάει και ακόμα  λέγαμε:
«Εδώ θα  γίνει κάποτε ένα λαμπρό κενοτάφιο».

«Τι περιμένεις, αφού όλα τα κουκουέδια τρέξανε να  ψηφίσουν»...

Και τις ήμερες εκείνες γίνονται εκλογές και φεύγεις για την ιδιαίτερη πατρίδα σου να  ψηφίσεις.
Και γυρνώντας στήνεσαι κι εσύ στο ραδιόφωνο να  μάθεις, αν  η παράταξη, παρά τις αντιξοότητες, μπήκε στη δεύτερη κατανομή.
Και όταν μετά δύο-τρείς μέρες επιτέλους το ανακοινώνουν, υψώνεται μέσα στο ήσυχο ομιχλιασμένο απόγευμα της έρημης δήθεν γειτονιάς, υψώνεται κάτι σαν πνιγμένη ζητωκραυγή, ένας αλαλαγμός μέσα από τις κάμαρες όπου αφουγκράζονται.

Και την άλλη λένε στου Μηλίτση κάτι ελεεινοί τύποι, συνάδελφοι σου δήθεν, που όμως σε  επιτηρούν:
«Τι περιμένεις, αφού όλα τα κουκουέδια τρέξανε να  ψηφίσουν».

Κι εσύ σκύβεις το κεφάλι στο πιάτο σον, καιρός να  συμμαζέψεις το βλέμμα σου, πού έγινε αρκετά εύγλωττο όλον αυτό τον καιρό.

Και φυσικά δεν  αλλάζει για κανένα σας τίποτε κι εσύ δίνεσαι στο προσφιλές σον θέμα της ανατομικής και ψυχολογικής μελέτης των ομοίων σον.

Και ξέρεις, βέβαια, ότι σε  κουτσομπολεύουν όλοι αυτοί οι αφόρητοι, πού δεν  μπορούν να  αλλάξουν ούτε την καρέκλα τους στην πλατεία και που λυσσάνε γιατί εσύ μπορείς να  τους αγνοείς και να  είσαι μόνος.

Τρίκαλα και ρεμπέτικο


Και αρχίζεις να  ψάχνεις για να  λύσεις το μυστήριο πώς και γιατί τα Τρίκαλα έχουνε γίνει μια από τις λίγες κοιτίδες του ρεμπέτικου - δεν  είναι μονάχα ο Βασίλης Τσιτσάνης από τα Τρίκαλα - είναι και ο Απόστολος Καλδάρας, σπουδαίος εκφραστής κι αυτός των παθών του νεο ελληνισμού σε  ήχο ρεμπέτικο.

Και πηγαίνεις από δω και πηγαίνεις από κει και περπατάς όσο μπορείς στα  σκοτάδια και πηγαίνεις με την παρέα σου, τη Βούλα, τη Βενετία και τον Μιχάλη, σε  κέντρα και απόκεντρα αλλά δεν  καταφέρνεις να  εισχωρήσεις.

Πρέπει να  είναι πολύ υπόγεια εδώ ή αληθινή ζωή.
Και πράγματι μερικές φορές πού ξεμένεις αργά τη νύχτα παρατηρείς να  περνούν ξυστά  στα  πεζοδρόμια ορισμένοι τύποι αλλιώτικοι, πού δεν  τους είχες δει να  γυρίζουν τη μέρα και πού τώρα τραβούν για την ερημωμένη πλατεία, όπου μέσα σε  μια θάλασσα από καρέκλες τούς καρτερούν καθισμένοι στα  σκοτάδια οι νεαροί φίλοι τους.

Και ύστερα ανεβαίνοντας σε  ποδήλατα πιασμένοι από τις πλάτες του φίλου, τραβούν για έξω παίρνοντας τον γραφικό δρόμο προς την Αγία Μονή.

Δε νομίζεις, βέβαια, ότι αυτή η υπόγεια και τόσο περιθωριακή ζωή έχει να  κάνει με το ρεμπέτικο.

Εκείνο όμως πού μπορείς να  νομίζεις είναι ότι υπάρχει εδώ ένας  ιδιαίτερος ανθρώπινος τύπος, όχι βαριά ταλαιπωρημένος, ούτε ιδιαίτερα νηστικός, παλιός δουλοπάροικος βέβαια, αλλά χορτάτος δουλοπάροικος, μια και η γης έδινε άφθονα προϊόντα και καλο έτρεφε τα ζωντανά, από τα οποία κάτι απόμεινε και για τούς δουλευτάδες.

Δεν  είναι εδώ ο ξενηστικωμένος αιγιοπελαγίτης, ούτε ο απληροφόρητος και απαθής  Μακεδόνας χωρικός,  αλλά ο χορτάτος Θεσσαλός και τόσο χορτάτος όσο φτάνει για να  δει λιγάκι και γύρω του, να  διεκδικήσει κάποιο μερίδιο από τα κοινά  αισθήματα, να  συνειδητοποιήσει το κύλισμα της ζωής τόσο απόμακρα από κάθε όνειρο.

Ο άνθρωπος πού έχει μεράκια, μελαγχολίες και διονυσιακά πότε  πότε  ξεσπάσματα.

Δεν  ξέρω πως ήτανε ο Σακαφλιάς, (Σ.Σ. Εσφαλμένα εδώ, ο Γ. Ι. νομίζει πως ο Σακαφλιάς ήταν Τρικαλινός) αλλά ο τρικαλινός ανδρικός τύπος, έρχεται συνήθως βαρύς, αρρενωπός, όχι λυγερός, βαρύς, κορμί γεροδεμένο τετράγωνο, προς το παλαιστικό περισσότερο παρά προς το κομψό και το μεσάτο, πρόσωπο πολύ κανονικό και ανθηρό, με μάλλον μικρά μάτια πού εξερευνούν πονηρά και φιλήδονα.

Αρκετά συχνά  η εμφάνιση και η συμπεριφορά του νεαρού τρικαλινού είναι τόσο βαριά ανδρική, ώστε θαρρείς και βλέπεις τα παλικάρια που περιγράφονται μέσα στα τραγούδια του Τσιτσάνη και του Καλδάρα.

Οι Τρικαλινοί "μαγκίτες" και οι Τρικαλινές "αρχόντισσες"...

Δεν  είναι η ανατολίτικη ράθυμη ομορφιά, με τη χαοτική συμπεριφορά της, που τόσο έχει κυριαρχήσει στη συνοικιακή Θεσσαλονίκη και Αθήνα, αλλά είναι η θεληματική σκληρή φυσιογνωμία και κορμοστασιά,  που δεν  έχει όμως το νου της τόσο προς το εμπόριο και την αρπακτικότητα ούτε προς την επιβολή και το δυναμισμό,  αλλά μάλλον προς τον ερωτισμό, τις γλύκες και τούς καημούς τον έρωτα και της κραιπάλης.

Αλλά και οι γυναίκες των ρεμπέτικων, στους  δυο τουλάχιστο αυτούς μαέστρους, τρικαλινές φιγούρες είναι: Δυναμικές και αφοσιωμένες μέχρι θανάτου στους  έρωτες των, συζυγικούς ή μητρικούς.

Είναι οι περίφημες «αρχόντισσες», οι «μάγισσες», οι «τρελές», οι «ξεμυαλισμένες», αλλά και οι «οι δόλιες μάνες», των παλικαριών.
Τα μέρη πού έχουν πολλή βροχή, κάνουν πιο εσωτερικούς τούς ανθρώπους.

Και οι άνθρωποι πού έχουν πολλή απαντοχή νιώθονται, νιώθουν και θυμούνται πάντοτε με συγκίνηση.

Κι ας έχουν περάσει από τότε  είκοσι δύο, είκοσι τρία η και είκοσι τέσσερα χρόνια…


ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ
Θεσσαλονίκη 1981


Save Save Save Save Save

Πηγή: ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΤΡΙΚΑΛΙΝΑ - Τόμος 1ος

 

 

Επιστροφή