Τα ταμπάκικα και οι Ταμπάκηδες των Τρικάλων

Δείτε και άλλα θέματα στην ενότητα:
Τα ταμπάκικα και οι Ταμπάκηδες των Τρικάλων

Μέσα από ένα χρονογράφημα του αείμνηστου Απόστολου Ι. Πήχου που δημοσιεύτηκε στο τεύχος του 1980 του "Τρικαλινού Ημερολογίου".

Ο συμπολίτης επιχειρηματίας (πολυγραφότατος σε εφημερίδες και έντυπα της πόλης για πολλά χρόνια) περιγράφει με γλαφυρό τρόπο την πρώτη φορά που νεαρότατος άκουσε τη λέξη "ταμπάκικα" και τον λόγο που αργότερα ασχολήθηκε να μάθει περισσότερα γι αυτά.



Μια άλλη επίσης λέξη που άκουσε του κέντρισε την περιέργεια να μάθει τι σχέση είχε αυτή με ένα επάγγελμα, αυτό του βυρσοδέψη....
Η λέξη "σκυλόσκατα" και η σκοπιμότητα περισυλλογής τους σε "γκαζοτενεκέδες" από κάποιους εργάτες !


ΤΑΜΠΑΚΙΚΑ ΚΑΙ ΤΑΜΠΑΚΗΔΕΣ (Του Απ. Ι. Πήχου)

Η μικρή ιστοριούλα:


Τον καιρό εκείνο, (σ.σ. αναφέρεται στις αρχές του προηγούμενου αιώνα) που πήγαινα μαθητής στο Δημοτικό Σχολείο, η μάνα μου με ξυπνούσε πρωί - πρωί.
Μόλις χάραζε.
Για να διαβάσω στο φώς της ημέρας και να γράψω όσα μαθήματα δεν είχα τελειώσει από βραδύς με το φώς του γκαζοκάντηλου.

Γιατί ηλεκτρικό φώς δεν υπήρχε τότε. Το σπίτι μας Βρισκόταν σε σταυροδρόμι.

Στο δρόμο, που έχει πάρει από τότε την ονομασία Αθηνάς Εργάνης.

Που η πινακίδα καρφώθηκε ψηλά στη γωνία του σπιτιού μας, χάρη στον ιδρυτή και Πρόεδρο του ομώνυμου αλληλοβοηθητικού Σωματείου Ματούση

Και στον άλλο δρόμο που πήρε αργότερα κι έχει και σήμερα την ονομασία Κορωνίδας.
Ήταν ημι-ανώγειο.

Το κάτω ήταν μισό στη γη και τα υπόλοιπο πάνω από το έδαφος.

Στο πάνω ανέβαινες με μερικά σκαλιά. Η οικογένεια καθόταν στο κάτω πάτωμα. Γιατί το επάνω το  είχαμε νοικιασμένο από ανάγκη.

Τραπέζι έπιπλο-γραφείο δεν είχαμε τότε. Και διάβασα κι έγραφα όρθιος στο περβάζι απ' το παράθυρο. 

Διάβαζα κι έγραφα ως που να έρθει η ώρα για το Σχολειό.

Συχνά η μάνα μου μου «στουμπούσε» τα δαχτυλάκια τού παχουλούτσικου χεριού μου όταν δεν ικανοποιούνταν απ την... καλλιγραφία μου.

Καθώς το διαμέρισμά μας, η κατοικία μας, ήταν χαμηλά επέτρεπα στον εαυτό μου και δεν άφηνα την ευκαιρία, να κοιτάξω κι έξω, κάθε φορά πού περνούσε κάποιος.

Πηγαίνοντας μάλιστα κι από παράθυρο σε παράθυρο όταν χρειαζόταν για να αποτελειώσω το κοίταγμα, όταν το άνοιγμα απ' το παράθυρο του ενός δρόμου δεν μού επέτρεπε.

Για μεγάλη λύπη της μάνας μου πού μόλις μ' έπιανε, έλεγε:
- Πάλι χάζι κάνεις. Δε διαβάζεις;

Κάθε πρωί. Εκτός από τον γείτονά μας Κολούσιο Καλμπογκίνη και τον Γιάννη Παπαζήση, που καθόταν δυο τετράγωνα πιο πέρα, πού πήγαιναν στα μαγαζιά τους νωρίς - νωρίς το πρωί, μου έκανε εντύπωση πως στο δρόμο έκαναν την εμφάνισή τους και κάτι άλλοι άντρες.

Που στο ένα χέρι κρατούσαν έναν γκαζοτενεκέ και στο άλλο μια μακριά τσιμπίδα.

Και κοιτάζοντας διαρκώς προς τα κάτω κάτι έπιαναν με την τσιμπίδα και το έριχναν στόν τενεκέ τους.

Περίεργος όπως ήμουνα μια μέρα ρώτησα τη μάνα μου:
- Τι κάνουν αυτοί έξω;
- Μαζεύουν σκυλόσκατα, μου απάντησε!!!
Τα θέλουν για τη δουλειά τους.

Παραξενεύτηκα για τη λέξη που άκουσα. Γιατί η μάνα μου τόχε παράπονο που δεν την άφησε ή μάνα της να γίνει δασκάλα και δεν χρησιμοποιούσε άσχημα λόγια.
Και την κοίταξα σα να την ρωτούσα ξανά. 

Εκείνη τότε επαναλαμβάνοντας τη λέξη μου είπε:

Τα μαζεύουν για τα Ταμπάκικα. Εκεί πού αργάζονταν το τομάρι.

Τα δέρματα. Αλλά διάβασε τώρα γιατί πέρασε η ώρα και θα πας στο Σχολειό αδιάβαστος.

Αυτά τα μαθαίνεις άλλον καιρό. Αργότερα. Και συνέχισα το διάβασμα.

Στα κατοπινά χρόνια, ακολουθώντας και τη συμβουλή της μάνας μου, πήγα είδα τα Ταμπάκικα, ρώτησα, έμαθα πολλά και σάς τα λέω παρακάτω μερικά, όσο γίνεται.


Τα Βυρσοδεψεία ή Ταμπάκικα

Βυρσοδεψεία ή Ταμπάκικα, όπως τα λένε στη γλώσσα του λαού, είναι τα εργαστήρια, εργοστάσια, τώρα, όπου κατεργάζονται τα ακατέργαστα τομάρια — δέρματα των Ζώων.

Το πρώτο συνθετικό από τη λέξη Βυρσοδεψείο, ή λέξη Βύρση,  σημαίνει τομάρι.

Το ακατέργαστο τομάρι πού βγαίνει με το γδάρσιμο από το ζώο.

Ο άνθρωπος που κάνει τη δουλειά στα Ταμπάκικα ονομάζεται Βυρσοδέψης ή Ταμπάκης.

Η τέχνη του Βυρσοδέψη η Ταμπάκη
είναι πολύ παλιά. Γνωστή πριν χιλιάδες χρόνια στην Κίνα, παλιά Αμερική, Ερυθροδέρμους, Αφρική, Αίγυπτο και αλλού.

Τα δέρματα - τομάρια βγαίνουν από τα Ζώα με το γδάρσιμο υγρά και πολλές φορές τρύπια, όπως τα κόβουν οι γδάρτες.

Όπως είναι έτσι τα προσβάλλουν διάφοροι μικροοργανισμοί και σαπίζουν από διάφορες αρρώστιες.

Η ανάγκη λοιπόν να διατηρηθούν τα τομάρια και να χρησιμοποιηθούν μαλακότερα κι' απρόσβλητα από αρρώστιες και χωρίς τρύπες οδήγησε τον άνθρωπο στην τέχνη της Βυρσοδεψίας.

Στο άργασμα.


Πού ξεκίνησε στην αρχή απ' την προσπάθεια να διατηρηθεί το τομάρι καθαρό κι άσο το δυνατό περισσότερο χρόνο και μαλακό για να γίνει με το πέρασμα του χρόνου ή προσπάθεια αυτή τέχνη, βιοτεχνία και πιό πέρα βιομηχανία.

Να παρουσιάσει σήμερα τα όσα ωραία δέρματα που παρουσιάζει...

Η κατεργασία λοιπόν το τομάρι το κάνει περισσότερο ανθεκτικό στους πολλούς κινδύνους πού το απειλούν και αντιμετωπίζει, το κάνει χωρίς τρύπες, πιο μαλακό κι' αδιαπέραστο από την υγρασία.

Κι' έτσι πολύ πιο χρήσιμο. Τα πιο παλιά χρόνια το άργασμα, ή κατεργασία των δερμάτων, γινόταν με πρωτόγονα μέσα κι' εργαλεία.

Με τα χέρια και τα πόδια.
Με εργαλεία ξύλινα και σιδερένια. Και φυσικά υλικά, όπως ασβέστη, σκυλόσκατα, πουρναρόρριζα, βελανίδι, φλούδα από πεύκα, ρόδα, κι' άλλα, πού χρησιμοποιούσαν για να διευκολύνουν τη δέψη, το ψήσιμο.

Η δουλειά ήταν βαριά,
κουραστική, δύσκολη και τραβούσε σε χρόνο.   Και να με λίγα λόγια πώς γινόταν: Έπαιρναν το τομάρι. Πρώτα — πρώτα το μούσκευαν στο νερό για να μαλακώσει.

 Μετά το έβαζαν σ' ένα καβαλέτο σανιδένιο. (μισή σανίδα μισο- όρθια, πλαγιαστή) και  το έξυναν με μια μαχαίρα με δυο λαβές, μανίκα την έλεγαν στη γλώσσα των ταμπάκηδων.

Τις δύο λαβές τις είχαν για να την πιάνουν και με τα δυο χέρια.

Το ξύσιμο γινόταν για να μαλακώσει καλά το τομάρι δέρμα και να φύγουν τα περιττά κρέατα, λίπη, μικροοργανισμοί κλπ. που είχαν μείνει με το γδάρσιμο. Και να κλείσουν μικρά κοψίματα με το άπλωμα του δέρματος.

Μετά ασβέστωναν το τομάρι, όχι από το μέρος τού μαλλιού μα από τη σάρκα πού λέγεται γουδουρά βγάζοντάς το από το καβαλέτο.

Αφού έμενε έτσι ασβεστωμένο μια — δυο βραδιές έβγαζαν τότε το μαλλί (απ' το τομάρι) κι' αφού το στέγνωναν το πουλούσαν το μαλλί αργότερα σε διάφορους έμπορους και βιοτέχνες πού έφτιαχναν βελέντζες κλπ.

Ύστερα το τομάρι το ρίχνανε σε χαβούζα, δεξαμενή,
με νερό κι ασβέστη, όπου έμενε μέσα για δεκαπέντε μέρες για να φουσκώσει. (Εδώ σήμερα με τα χημικά μέσα μένει μόνο μια μέρα) .
Έπαιρνε χρόνο τότε η δουλειά.

Αφού έμενε δεκαπέντε μέρες στο νερό και στο ασβέστη το έβγαζαν και το καθάριζαν πλένοντας το με καθαρό νερό.

Ύστερα το έβαζαν πάλι στο καβαλέτο και το έξυναν για να καθορίσουν τια ουσίες πού είχαν κολλήσει στο δέρμα.
Από κει τα έβαζαν σ' ένα χωμάτινο δοχείο, πήλινο, με νερό, « καρούτα» το έλεγαν, όπου έριχναν το σκυλόσκατο με λίγο ζεστό νερό και το πατούσαν, με τα πόδια, ξυπόλητοι, δυο ώρες. για να μαλακώσει ακόμα περισσότερο.
Γιατί το σκυλόσκατο έχει αυτήν την ιδιότητα : Να μαλακώνει το δέρμα.

Εκεί έμεναν είκοσι τέσσερες ώρες. Μετά στραγγιζόνταν. Δεν έπρεπε να μείνουν εκει περισσότερες ώρες γιατί γινόταν ζημιά.

Γιατί το σκυλόσκατο έχει την ιδιότητα να καταστρέφει τελείως το δέρμα, να το λειώνει, όταν μένει πολλές ώρες.
Αφού ξανά καθαριzόταν στο καβαλέτο κι' απ' τις δυο πλευρές το δέρμα τότε έμπαινε στην κατεργασία.
Τότε έβραζαν νερό όπου ζεματούσαν την πουρναρόρριζα, που ήταν σκόνη γιατί την άλεθαν σε μύλο, με μυλόπετρες.

Και μέσα σ' αυτό το χαμούρι, (νερό και πουρναρόρριζα) αφού στο μεταξύ έριχναν κι' άλλο νερό για να κρυώσει, να πέσει ή Θερμοκρασία, έμπαιναν τα δέρματα με τη σειρά το ένα
πάνω στο άλλο.

Και τ' ανακάτωναν για να ψηθούν.
Το ανακάτωμα αυτό γίνονταν ένα τέταρτο με μισή ώρα την ημέρα για δεκαπέντε μέρες.   Πρώτη φάση ήταν αυτή.

Επακολουθούσε δεύτερη φάση με τα ίδια υλικά, πουρναρρόοιζα, βελανίδι, πεύκο κλπ., με τον ίδιο τρόπο τον τελευταίο για άλλες δέκα με δεκαπέντε μέρες.
Τέλος, έβγαζαν τα δέρματα από κει τα πλένανε, τα λάδωναν και τα κρεμούσαν σε τελάρα να ισιώσουν και να στεγνώσουν.
Μετά το στέγνωμα ήταν έτοιμα για το εμπόριο και να χρησιμοποιηθούν.

Τα τομάρια πού κατεργάζονταν ήταν από Ζώα, πρόβατα, άλογα, γίδια, βόδια.

Κι' όπως πρωτόγονη ήταν ή κατεργασία χρησιμοποιούνταν σαν φόδρες για σαμάρια, για τσαρούχια, για παπούτσια χωριάτικα βακέττες, για χάμουρα για Ζεύξη κάρων, αμαξών κλπ.

Τα ονόμαζαν και μισίνια. Πρώτο εργαστήριο κατεργασίας δερμάτων έγινε στην Ελλάδα το 1830 και το 1870 έγιναν εργοστάσια στην Αθήνα, Πειραιά, Σάμο, Χίο, Κρήτη, Μυτιλήνη κι αλλού.

Τα Ταμπάκικα στα Τρίκαλα

Τα Τρίκαλα ήταν από τις πρώτες πόλεις πού είχαν βυρσοδεψείο.

Έτσι πριν το 1900 και πιο παλιά, υπήρχαν στο Τρίκαλα βυρσοδεψεία των Αθανασίου Ταμπακά, Ζήση Γώγα κι άλλων.

Από τότε και δώθε προστέθηκαν κι άλλα, στην αρχή όπως των  Αριστ. Μασαούτα, Νικόλα Παδιώτη, Αναστασίου Κατσιάνη, Δημητρίου και Στέργιου Ταμπακά.

Αυτά τα ονόματα ήταν μέχρι το 1920. 
Αργότερα προστέθηκαν κι' άλλα, για να αυξηθεί ο αριθμός των Βυρσοδεψείων, όπως των Χρήστου και Κώστα Μπίνα, Ιωάννου Γκάγκα, Νέστορος Αντωνίου, Δημητρίου Ντουλουμπιού, Στέργιου Πασχούλη, Γεώργιου Τσίγκα, Αδελφών Νικολάου Παζαίτη, Αδελφών Δημητρίου Παζαίτη, Κων) νου Γκάγκα, Αδελφών Τσαγγούρη, Γεωργίου Κατούνα, Νικολάου Κώτση,  Γεωργίου Κίτσιου, Χρήστου Νταλούμη και Κων. Χασιώτη.




O βυρσοδέψης Γεώργιος Κίτσιος τη δεκαετία του '80 σε μια φωτογραφία μπροστά στο "μπουράτο" (Αρχείο Κατσόγιαννου)


Όλοι οι παραπάνω είχαν μαγαζιά, Βυρσοδεψεία στο μήκος από τα ποτάμια Ληθαίου και Αγίας Μονής.

Γιατί η δουλειά χρειάζονταν πολύ νερό.

Που δεν ήταν εύκολο να βρεθεί τότε σ' άλλα σημεία. Και να γίνεται η καθαριότητα. Γιατί το νερό των ποταμιών παρέσυρε τις βρωμιές πού έβγαιναν από το ξύσιμο και το πλύσιμο των τομαριών.


Κι' έσβηνε έτσι την άσχημη μυρωδιά τους.


Τα σημεία αυτά πού βρίσκονταν αρχικά και πολύ παλιά όπως λένε, ήταν ένα στη θέση Μαρούγγαινα, απέναντι από το σημείο όπου σήμερα το ξενοδοχείο Διβάνη, και κοντά όπου το ΚΤΕΛ. (1980)


Εικόνα από προπολεμικό βυρσοδεψείο στα Τρίκαλα με ειδικούς εργάτες μπροστά στους πάγκους (τελάρα) για το στέγνωμα και το ίσασμα (φωτ. 1931)

Άλλο στην παλιά γέφυρα Αγίας Μονής, τρίτο στον Άγιο Κων/νο και συνέχεια στα Σφαγεία.
Η μεταβολή στον τρόπο κατεργασίας κι' η χρησιμοποίηση υλικών χημικών άρχισε το 1925.

Έτσι  από την φυσική κατεργασία των δερμάτων μεταπηδήσαμε στη χημική.

Τη νέα μέθοδο με το πέρασμα τού χρόνου ακολούθησαν όλα τα Βυρσοδεψεία στις διάφορες αλλαγές.

Στην εμφάνιση των δερμάτων, στην αλλαγή των ποιοτήτων, στη χρήση υλικών και γενικά στα μέσα κατεργασίας μέχρι το 1963.


Από, τότε κι ύστερα μια απότομη αλλαγή στην ποιότητα των δερμάτων.

Η αζητησία των υπο προιόντων τους, όπως το μαλλί των προβάτων, η τρίχα των γιδιών - τραγόμαλλο, που βγαίνουν απ’ την κατεργασία των δερμάτων, έφεραν το καίριο πλήγμα στην ντόπια Βυρσοδεψεία.

Όσοι βυρσοδέψες μπόρεσαν και προσαρμόστηκαν με  τη νέα τεχνολογική εξέλιξη βρίσκονται και σήμερα.

Αλλά αυτοί είναι πολύ λίγοι. Τρία βυρσοδεψεία, έμειναν.

Πάλι κι απ' αυτά τα δυο βρίσκονται σε αδράνεια. Μόνο ένα εργάζεται. Με καλύτερη προσαρμογή σε σύγχρονα μηχανήματα, σύγχρονη κατεργασία, σύγχρονη ποιότητα δερμάτων.

Κι' αυτό είναι του Αθανασίου Νέστορα Αντωνίου. Τ' άλλα δυο που, υπάρχουν σήμερα είναι του Αθανασίου Ταμπακά και το Μπαταγιάννη. (1980)

Αλλά αυτά βρίσκονται σε αδράνεια. Δεν εργάζονται. Όλα τα άλλα Βυρσοδεψεία από τα τόσα πολλά πού ήταν έκλεισαν.

Γιατί μερικοί Βυρσοδέψες παρα μεγάλωσαν κι έφυγαν απ' τον κόσμο τούτο. Άλλοι χρεοκόπησαν. Κι' άλλοι άλλαξαν επάγγελμα.
Έτσι αφανίστηκε από την εξέλιξη μια ακόμη βιοτεχνία κι' ένα επάγγελμα στην  πόλη μας, πού τόσα πολλά πρόσφερε στην οικονομική ζωή της και την πρόοδο της.

Η δουλειά αυτή τώρα γίνεται από εργοστάσια με σύγχρονες εγκαταστάσεις. Αλλά αυτό είναι μια άλλη υπόθεση...

Τρίκαλα Σεπτέμβριος 1979
ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ Ι. ΠΗΧΟΣ





Η τοποθεσία ΤΑΜΠΑΚΙΚΑ η ΑΛΗΚΑΡΑ της πόλης μας

*Η περιοχή στην πόλη μας που είχε τα περισσότερα βυρσοδεψεία (Ταμπάκικα) ήταν αυτή πίσω από το σιδηροδρομικό σταθμό, ανάμεσα στις όχθες του Ληθαίου και το σημερινό χάνι του Κούκια, έφτανε παραποταμίως μέχρι το μύλο Ματσόπουλου κοντά στο Γαρδικάκι.
Μάλιστα έφερε και την ονομασία ΑΛΗΚΑΡΑ.
Διαβάζουμε στην ιστοσελίδα του δήμου σχετικά:
"Ο μύλος είναι κατασκευασμένος σε τοποθεσία που παλιότερα έφερε το όνομα ΑΛΗΚΑΡΑ και το πήρε από κάποιον Τούρκο μεγαλοκτήμονα που ήταν ιδιοκτήτης της γύρω περιοχής.
Το ίδιο όνομα φέρει και ο συνοικισμός που βρίσκεται μεταξύ του σιδηροδρομικού σταθμού και του Αγιαμονιώτη".



Άλλο ένα σκηνικό από τα παλιά ταμπάκικα στη συνοικία Αλήκαρα με φόντο το Μύλο Ματσόπουλου (φωτ. 1958 - ΠΟΔΤ "Τα Τρίκαλα και οι συνοικισμοί τους")

Βυρσοδεψεία υπήρχαν και κατά μήκος του Ληθαίου στην περιοχή των Κουτσομυλίων στην περιοχή των παλιών σφαγείων αλλά και πολύ παλιά κοντά στο κέντρο της πόλης στον Άγιο Κωνσταντίνο και απέναντι από την "Μαρούγκαινα"


Το τελευταίο από τα παλιά βυρσοδεψεία δίπλα στον Αγιαμονιώτη από το βιβλίο του ΠΟΔΤ "Τα Τρίκαλα και οι συνοικισμοί τους" του Νεκτάριου Κατσόγιαννου (φωτ. 1989)




  Κράτα το Κράτα το Κράτα το

 

 

Επιστροφή