Ήθη και έθιμα των Καραγκούνηδων. Πως ζούσαν οι Καραγκούνηδες τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά

Δείτε και άλλα θέματα στην ενότητα:
Ήθη και έθιμα των Καραγκούνηδων. Πως ζούσαν οι Καραγκούνηδες τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά


Α' ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ:

Τεράστια επίδραση ασκούσε στην Καραγκούνικη ψυχή η γιορτή των Χριστουγέννων, η Μητρόπολη των χριστιανικών γιορτών. Την παραμονή στο πόδι όλος ο κόσμος, και πρώτα απ’ όλους οι νοικοκυρές.

Η ρούγα έπρεπε νάναι φουκαλισμένη. Ο νουντάς στρωμένος και καθαρός. Το δε μαγειριό στις δόξες του. Έπρεπε να φτιάξουν οι νοικοκυρές με ιδιαίτερη φροντίδα και λαχτάρα τις κλούρες για τα μικρά παιδιά, που θα τραγουδούσαν στο χωριό την παραμονή, τις αυγοκλούρες, και να ετοιμά­σουν τη γεμιστή Χριστουγεννιάτικη κότα.


Την παοανεαιστή κότα, όπως την έλεγαν, που στο εσωτερικό της έβαζαν λίγο ρύζι, σύκα, σταφίδες, εντόσθια από κοτόπουλο και κομμάτια από πρόσφορα, για νάναι ευλογημένο το τρα­πέζι του Χριστού. Πριν ξημερώσει, κατά ώρα τρεις, με τα καινούργια τους ρούχα και καθαροί από τη νηστεία των 40 ημερών έπαιρναν το δρόμο για την εκκλησία με ξεχωριστή ευλάβεια, για να παρακολουθήσουν τη Θ. Λειτουργία και να πάρουν τη μεταλαβιά.

Σαν τελείωνε η Λειτουργία οι γυναίκες μέραζαν στους ενορίτες, άλλες μέσα στο ναό ψωμί, που είχαν στις κονίστρες, και τηγανισμένα κοτόπουλα, που είχαν σε χωμάτινα πιάτα, και άλλες έξω στην αυλή, για να πασχίσουν οι ψυχές των πεθαμένων λέγοντας την ευχή: Χρόνια πολλά και όχι Θεός σχωρέσ’.


Όταν όλοι οι χωριανοί έβγαιναν από την εκκλησία στον αύλειο χώρο χαρούμενοι και γελαστοί έλε­γαν μεταξύ τους: Χρόνια πολλά. Δεν ασπάζονταν οι μικρότερες, ούτε οι νύφες, τα χέρια των μεγαλυτέρων, όταν μεταλάβαιναν τα άχραντα μυστήρια. Μερικοί δε ντουφεκούσαν με τους γκράδες. Και τούτο για ν’ απομακρυν­θούν τα κακά πνεύματα, που επενεργούν πάντοτε επικίνδυνα στις προσπά­θειες των ανθρώπων, όπως πίστευαν. Ο θόρυβος έχει αποτρεπτικές ιδιότη­τες. Στη συνέχεια γύριζαν στο σπίτι τους.

Η μάνα, που δεν πήγαινε στην εκκλησία σαν έβλεπε από την πόρτα του σπιτιού της τα παιδιά της να γυρί­ζουν τα προϋπαντούσε με την ευχή: Ω! πώς μοσχοβολάνε τα καλά μου τα παιδιά, που ολόχαρα γυρίζουν από την εκκλησία και τα φιλούσε, δείχνοντας έτσι την αγάπη της.



Γυναίκες παίρνουν νερό από τη βρΰση, 1960

Πρέπει να σημειωθεί, πως κοντά τις 2 νυχτερινή κάποιος χωριανός πήγαινε και βαρούσε την καμπάνα, για να έχει οικογενειακή ευτυχία αυτός και τα ζώα του και ν’ αναγγείλει έτσι το χαρούμενο και ελπιδοφόρο γεγονός της γεννήσεως του Χριστού, δείχνοντας βαθειά ευσέβεια και πίστη.

Το μεσημέρι όλη η οικογένεια καθισμένη στη ψάθα γύρω από την τάβλα έτρωγε τη παραγεμιστή κότα και σούπα, αφού πρώτα έκαναν το σταυρό τους. Μετά το φαγητό τους ο νοικοκύρης πίνοντας το σπιτίσιο κρασί τραγουδούσε το Χριστουγεννιάτικο τραγούδι:

Σήμερα στο σπιτάκι μου έχου χαρά μεγάλη τον άγγελό μου φίλευα και το Χριστό κερνούσα Και την κυρά την Παναγιά την σταυροπροσκυνούσα να μου χαρίσει τα κλειδιά, κλειδιά του παραδείσου.


Στη συνέχεια όλη τη μέρα δεν σήκωναν την τάβλα με λίγο φαΐ και ψωμί πάνω της, αλλά, αφού τα σκέπαζαν μ’ ένα μισάλί, τ’ άφηναν σε μια γωνία μέχρι το βράδυ, για να ζουν έτσι όλη τη μέρα με το Χριστό, που γεννήθηκε και ήταν στο τραπέζι.

Το ίδιο έκαναν και με τα γιορτινά τους ρούχα. Δεν άλλαξαν. Και τούτο για να έχουν αφθονία αγαθών για ολόκληρο το χρόνο.

Το γεγονός των Χριστουγέννων δεν το έψελναν μόνο μέσα στην εκκλησία τους οι Καραγκούνηδες, αλλά και τα μικρά παιδιά, ηλικίας 8-13 χρόνων, την παραμονή γυρνώντας σ’ όλα τα σπίτια του χωριού, πριν ακόμα χαράξει καλά λέγοντας σχετικό τραγούδι, που θα το γνωρίσουμε σ’ άλλο κεφάλαιο. Το βράδυ οι άνδρες επισκέπτονταν τους Χριστάδες να τους πουν χρόνια πολλά. Εκεί πίνοντας κρασί τραγουδούσαν τραγούδια της τάβλας.

Β' ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ:


Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς νέες ετοιμασίες οι νοικοκυρές. Αργά τα μεσάνυχτα πήγαιναν στη βρύση και την άλειφαν με λίπα και ρίχνοντας νομίσματα, λίγο καλαμπόκι και σιτάρι έλεγαν: "Όπως τρέχ’ το νιρό βρυσούλα μ’ (ή ποτάμι μ’), έτσ’ να τρέχ’ και του βιό α’". Ήταν το κέρασμα της βρύσης, μια εξιλαστική προσφορά προς το πνεύμα, που θεωρείται, ότι ενοικεί στα νερά.

Οι νοικοκυρές σηκώνονταν τα χαράματα, για να ζυμώσουν και να ψήσουν την βασιλοκλούρα, που ήταν μια υυτουνάτσία από σιταρένιο αλεύρι και πάνω είχε κεντήματα με το ψαλίδι, λουλούδια και σταυρούς. Μέσα σ’ αυτήν έβαζαν το φλουρί, ένα κλωναράκι κορομηλιάς, ένα σπυρί σιτάρι και λίγες τρίχες από την αγελάδα, σύμβολα ασφαλώς, που κρύβουν ζωτική δύναμη, που είναι αναγκαία, για να εξασφαλισθεί η αφθονία και η ευημερία.




Σαν ξημέρωνε έπαιρνε όλη η φαμίλια το δρόμο για την εκκλησία με τα γιορτινά τους ρούχα.
Μεγάλος άγιος στις συνειδήσεις των Καραγκούνηδων ο Βασίλειος.
Η Πρωτοχρονιά έμπαινε με τις πιό πλούσιες ελπίδες. Στο τέλος της Θείας Λειτουργίας, γυναίκες, άλλες μέσα στην εκκλησία και άλλες έξω μέρα- ζαν στους ενορίτες τεμάχια βασιλοκλούράς και πεντακάθαρο τυρί σαν την ψυχή του Άι-Βασίλη, που θάταν όλη τη χρονιά βοηθός τους και θάφερνε ευτυχία στα σπίτια τους.

Μέσα και έξω από την εκκλησία έλεγε ο ένας στον άλλο χρόνια πολλά και οι μικρότεροι φιλούσαν τα χέρια των μεγαλυτέρων και του παπά, οι δε γυναίκες το χέρι της παπαδιάς, δείγμα σεβασμού. Έξω από την εκκλησία και στο δρόμο για τα σπίτια τους οι άνδρες ντουφεκούσαν με τους γκράδες και τις πιστόλες τους, για να έχουν χαρούμενο τον καινούρ­γιο χρόνο μακριά από τα επικίνδυνα κακά πνεύματα.



Οι γριές αυτή τη μέρα άνοιγαν τα ανατολικά παράθυρα των σπιτιών τους, για να μπει ο καινούργιος χρόνος. Για να είναι δε γερά τα ζώα και τα πρόβατα ο νοικοκύρης έπαιρνε τη βασιλοκλούρα, που έφτιανε γι’ αυτά και πήγαινε στο μαντρί, όπου με τον τζομπάνο έσπαζε την κλούρα στην πλάτη του κριαριού ή προβατίνας και έδωνε μικρά τεμάχια για το καλό στα πρόβα­τα και τα έτρωγαν. Το ίδιο έκανε και στο σταύλο των ζώων, όπου έσπαζε στη ράχη της αγελάδας την κλούοα και έδωνε ένα κομμάτι και τότρωγε.

Το μεσημέρι καθισμένοι όλοι στην ψάθα γύρω από το σοφρά περίμεναν με μεγάλη αγωνία και λαχτάρα την βασιλοκλούρα. Σαν την έβαζε η νοι­κοκυρά πάνω στην τάβλα ο σποιτονοικοκύρης την έκοβε σε ίσια κομμάτια. Ένα για το Χριστό και τα υπόλοιπα για τα μέλη της οικογένειας.


Ο καθένας κρασί απ’ τ’ αμπέλια τους καθισμένοι στην ψάθα τραγουδούσαν χαρούμενα τραγούδια της τάβλας. Από τα παραπάνω φαίνεται ανάγλυφα η ψυχοσύνθε­ση των Καραγκούνηδων μ’ όλες τις αρετές τους, τα βιώματά τους και τα συναισθηματά τους.



 

 

Επιστροφή