Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Θεσσαλικά Χρονικά" (τεύχος 1965) την έφερε στο φως ο Νικόλαος Δελιαλής Διευθυντής τότε της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Κοζάνης .
Aφορά εξαρχικήν επιστολήν του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως (έτος 1849) και συγκεκριμένα του Αρχιεπισκόπου και Οικουμενικού Πατριάρχου Ανθίμου προς τους Μητροπολίτες Σερβίων και Κοζάνης Ευγένιο (1849-1889) και Πέτρας Διονύσιο να αποστείλουν επιτροπή η οποία θα εξετάσει τα οικονομικά της μονής Δουσίκου από το 1847 μέχρι το 1849, αν τα εισοδήματα περιέρχoνται στο Μοναστήρι η "διακατέχωνται ιδιοφελώς"
Αφορμή αποτέλεσε επιστολή - καταγγελία εναντίον του Ηγουμένου Νικοδήμου από πατέρες της μονής αλλά και περιοίκους Χριστιανούς στο Φανάρι.
Η επιτροπή καλείται να συνάψει έκθεση για να εξακριβωθεί κατά πόσον έχουν βάσει οι καταγγελίες κατά του Ηγουμένου Νικοδήμου και να ενημερώσει (Ακολούθως δέ ποιήσητε τάς περί πάντων έκθέσεις Σας πρός τήν Έκκλησίαν έξηκριβωμένως καί έν άληθεία διά γράμματός Σας)
Του ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΛΕΛΙΑΛΗ
Είκοσι χιλιόμετρα δυτικώς των Τρικάλων, είς ϋψος 600 μ. έπί τοϋ όρους Κόζιακα, εύρίσκεται κτισμένον τό όνομαστόν μοναστήριον τής Μεταμορφώσεως τοϋ Σωτήρος ή των Μεγάλων Πυλών, τό γνωστότερον ύπό τό όνομα: Μονή Δουσίκου.
Είναι κτίσμα τοϋ 'Αγίου Βησσαρίωνος, καθ’ όλην δέ τήν διάρκειαν τής Τουρκοκρατίας διεδραμάτισε σημαντικόν εκκλησιαστικόν ρόλον είς τήν δυτικήν Θεσσαλίαν.
Τό κατωτέρω περί τοϋ Μοναστηριού δημοσιευόμενον έγγραφον, αφόρα έξαρχικήν αποστολήν είς τήν Μονήν Δουσίκου, άπόκειται δέ είς τήν Βιβλιοθήκην Κοζάνης καί είς τόν φάκελλον τής Άρχιερατείας τοϋ Μητροπολίτου Σερβίων καί Κοζάνης Ευγενίου (1849-1889).
Ποιός ήταν ο Νικόλαος Δελιαλής (1895-1979)
Έκ Κοζάνης, γεννηθείς τό 1895.
Τό 1913 προσελήφθη ώς ύπάλληλος τής Μητροπόλεως Κοζάνης.
Κατετάγη είς Τρίκαλα στρατιώτης είς τό 2)ον Καί μετά ταϋτα είς τό 5»ν Σύνταγμα τής A'nς Μεραρχίας.
Έλαβεν ένεργόν μέρος είς τάς έπιχειρήσεις τοϋ Μακεδονικοϋ Μετώπου.
Έν συνεχεία ήκολούθησε τήν καταλαβούσαν τήν Σμύρνην Α’ην Μεραρχίαν, τραυματισθείς είς Άϊδίνιον.
Ήχμαλωτίσθη τήν 30ην Αύγούστου 1922 είς Μουδανιά καί παρέμεινεν έν τή αιχμαλωσία μετά πολλών Θεσσαλών συστρατιωτών του είς τά στρατόπεδα Προύσης καί Νικομήδειας (Κίρκ-Μπουνάρ).
Άσχολεΐται εύδοκιμώτατα μέ τάς παλαιογραφικάς έρεύνας, έδημοσίευσε δέ πλεΐστα μελετήματα, άρθρα καί αυτοτελή βιβλία.
Σήμερον (Σ.Σ.1965) ύπηρετεί ώς Διευθυντής τής Δημοτικής Βιβλιοθήκης Κοζάνης.
ΑΝΘΙΜΟΣ ΕΛΕΩ ΘΕΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ
ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ
ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
Θεοφιλέστατοι επίσκοποι, ό, τε Σερβίων καί Κοζάνης κύριος Εύγένιος καί ό Πέτρας κύριος Διονύσιος, εν άγίω πνεύματι άγαπητοί αδελφοί καί συλλειτουργοί τής ημών μετριότητος χάρις εϊη ύμϊν καί ειρήνη παρά Θεοΰ.
Επειδή άνηνέχθησαν προς τήν ’Εκκλησίαν προσκλαύσεις παρά τινων πατέρων τοϋ 'Ιεροΰ Μοναστηριού τοϋ Δουσικοϋ έναντίον τοϋ Ηγουμένου αυτών Νικοδήμου, μεθ’ ών καί σύμφωνος άναφορά τών περίοικων χριστιανών κατά τοϋ ίδιου, ώς καταχρωμένου αύτοκεφάλως τά «Μοναστηριακά» εισοδήματα, καί φερομένου επαχθώς καί τυραννικώς πρός τούς πατέρας συναδελφούς του, ή ’Εκκλησία θέλουσα νά πληροφορηθή τήν άλήθειαν τών διατρεχόντων, καθότι έξ ών έχει άλλων πληροφοριών, οί καθαπτόμενοι τοϋ Ηγουμένου δύω τρεις πατέρες προδιοικήσαντες τό 'Ιερόν Μοναστήριον κατά τό ,αωμζ' (1847) έτος, καί λαβόντες έκτοτε εισοδήματα αύτοϋ, τινές δέ κρατούντες επί ιδία ώφελεία τζιφλίκια καί κτήματα μοναστηριακά καί άπαιτούμενοι παρά τοϋ Ηγουμένου τόν λογαριασμόν αυτών, είς τοιαύτας κατέφυγον κατ’ αύτοϋ κατηγορίας, ώστε διά τής έξώσεώς του νά άποφύγωσιν αύτοί τάς ιδίας ένοχάς, διά τοϋτο αναγκαίας οΰσης τής έν ευθυδικία καί άκριβεία έξετάσεως τόσον τής διαγωγής καί τών πράξεων τοϋ Ηγουμένου, όσον καί άλλων τών πρό αύτοϋ διοικησάντων τό 'Ιερόν Μοναστήριον, καί μέχρι τοϋ νΰν κρατούντων κτήματα, οϊτινες είσίν ό Διονύσιος, ό Κυπριανός καί ό Νίκανδρος έγνωμεν Συνοδική έγκρίσει καί άποφάσει έπιθήναι τή άρχιερωσύνη Σας τήν έξαρχικήν έπιστασίαν τής άπαθοϋς έρεύνης καί έξακριβώσεως τούτων απάντων καί έν άληθεία πληροφορίας πρός τήν ’Εκκλησίαν.
Όθεν γράφοντες διά τής παρούσης Πατριαρχικής καί Συνοδικής επιστολής, έντελλόμεθα καί προτρεπόμεθα τή θεοφιλία Σας, όπως μεταβάντες είς τό διαληφθέν ιερόν Μοναστήριον, καί μετακαλεσάμενοι πάντας τούς πατέρας, ζητήσητε πρώτον καί παραλάβητε τόν λογαριασμόν τοϋ ήδη ήγουμενεύοντος Νικοδήμου άφ’ ής ήμέρας έγένετο Ηγούμενος, καί καταγράψητε έν καθαρώ καταστίχω τόσον
τά άπερ συνήγαγεν εισοδήματα, καί έλαβε δάνεια, όσον καί όσα έδαπάνησεν έν τώ διαστήματι τούτα)· συγχρόνως δέ ζητήσητε καί λάβητε καί τόν λογαριασμόν τών είρημένων καθ’ όν καιρόν οδτοι άπό τοϋ ,αωμζ' (1847) μέχρι ,αωμθ' (1849) έτους έπεστάτουν είς τάς δοσοληψίας τοϋ Μοναστηριού, στερούμενου Ηγουμένου, έξετάζοντες περί τε τών εισοδημάτων, ών έλαβον, καί τών χρεών άτινα κατέλιπον, καί ύπογράψαντες καί αύτά έν μέρει, διευθύνητε άμφότερα τά κατάστιχα πρός τήν έκκλησίαν.
’Εν τούτοις δέ έξετάσητε καί τά περί τών διακατεχομένων μοναστηριακών τζιφλικίων καί κτημάτων, έάν έχωνται άληθείας, καί έάν τά παρ’ αυτών εισοδήματα περιέρχωνται είς τό ιερόν Μοναστήριον ή διακατέχωνται ίδιωφελώς.
Ού μήν δ’ άλλα καί περί ών καταχρήσεων, ή πρότερον καταπραχθεισών έπί βλάβη καί ζημία τοϋ ίεροϋ Μοναστηριού, ή ήδη τολμωμένων παρά τοϋ Ηγουμένου, ή άλλων πατέρων, άτε δή άμοιβαίως έγκαλουμένων καί κατηγορουμένων, έξετάσητε έν πάση ευσυνειδησία, λαμβάνοντες άληθεϊς πληροφορίας καί περί τής διαγωγής έκάστου αύτών, τούς οποίους θέλετε ύπαγορεύσει ώς εκπροσώπου τής ’Εκκλησίας ϊνα παραμένωσιν εις τό ιερόν αύτών Μοναστήριον, καί όχι νά περιφέρωνται τήδε κάκεΐσε παρέχοντες άφορμάς κατηγορίας τοϋ μοναδικού χαρακτήρος των, καί ένί λόγω θέλετε άνερευνήσει δι’ έπιμελοΰς καί άπαθοϋς έξετάσεως, καί έξακριβώσητε πάντα τά κατά τό ιερόν αύτό Μοναστήριον, καί τόν 'Ηγούμενον, καί τούς πατέρας διατρέχοντα τόσον έν τοϊς χρηματικοΐς, όσον καί είς τόν τρόπον τοϋ πολιτεύματος αύτών, καί τήν διοίκησιν τοϋ ίεροϋ Μοναστηριού, πληροφορούμενοι καί όσους τών πατέρων έχουσιν εύχαρίστησιν άπό τόν Ηγούμενον αυτών.
’Ακολούθως δέ ποιήσητε τάς περί πάντων έκθέσεις Σας πρός τήν Έκκλησίαν έξηκριβωμένως καί έν άληθεία διά γράμματός Σας.
Περικλείομεν ένταΰθα καί τάς έναντίον τοϋ 'Ηγουμένου σταλείσας ήμΐν άναφοράς πρός μείζονα πληροφορίαν Σας- ή δέ τοϋ Θεοϋ χάρις καί τό άπειρον έλεος εΐη μεθ’ ύμών.
αωνα'(1851) ’Οκτωβρίου 15.
Πρός δέ τούτοις θέλετε ζητήσει καί θεωρήσει καί τόν λογαριασμόν τοΰ Βησσαρίωνος άνερευνώντες καλώς περί ών έλαβε καί ούτος Μοναστηριακών εισοδημάτων, απάντων δέ τούτων τούς λογαριασμούς, τών όποιων τά κατάστιχα θέλετε άποστείλει προς τήν Εκκλησίαν, θέλετε καταστρώσει καί έν τώ κώδικι τοΰ 'Ιεροΰ Μοναστηριού, καί συγχρόνως καταγράψητε καί πάντα τά άκίνητα κτήματα καί τά κινητά πράγματα τής αύτής Μονής, άποστέλλοντες καί πρός τήν Εκκλησίαν ίσον τής αυτών καταγραφής.
Παρά ταΰτα θέλετε διατάξει τόν 'Ηγούμενον τοΰ Δουσικοϋ ώς εκ μέρους τής Εκκλησίας, ϊνα μή μεταχειρίζηται έφορείας λαϊκών έπί προφάσει επιστασίας τών Μοναστηριακών υποθέσεων, καθυποβάλλων εις δαπάνας τό 'Ιερόν Μοναστήριον.
Όθεν θέλετε υποχρεώσει αύτόν έντόνως εις τήν παϋσιν τής τοιαύτης έφορείας, καθότι ώς καί πρότερον διαταχθείς εάν καί ήδη παρακούση προσκρούει άναπολογήτως:
Κωνσταντινουπόλεως έν Χριστώ αδελφός τή αυτή.
Για την επιμέλεια
Νίκος Μουτσίκας
Το μοναστήρι του Αγίου Βησσαρίωνος (Δουσίκου)
Βρίσκεται σε απόσταση 25χλμ. από τα Τρίκαλα, κοντά στην κωμόπολη της Πύλης και πάνω από το χωριό Άγιος Βησσαρίων (πρώην Δούσικο).
Η μονή αποκαλείται και μονή του Σωτήρος των Μεγάλων Πυλών λόγω της σύνδεσής της με την κοντινή και διαλυμένη σήμερα, βυζαντινή μονή του 13ου αιώνα, της Πόρτα -Παναγιάς.
Ιδρύθηκε μεταξύ των ετών 1527-1535, στον χώρο ερειπίων μονής του 13ου - 14ου αιώνα αφιερωμένης στο Χριστό. Το πρώτο καθολικό της μονής έχτισε ο ιδρυτής της μονής ο άγιος Βησσαρίων Α΄, μητροπολίτης Λαρίσης και ιστορική προσωπικότητα μεγάλης εμβέλειας και κοινωνικής δράσης., με τη βοήθεια του αδελφού του Ιγνατίου (επισκόπου Καπούας και Φαναρίου).
Στη θέση του παλαιού αυτού καθολικού κτίστηκε "εκ βάθρων" το 1557 το σημερινό καθολικό, από τον ανηψιό του αγίου Βησσαρίωνος και μητροπολίτη Λαρίσης Νεόφυτο Β΄ και τους επισκόπους Δημητριάδος Ιωσήφ, Λιτζάς Λουκά και Φαναρίου Μαρτύριο. Στον Νεόφυτο που είναι ο δεύτερος κτήτορας της μονής οφείλεται και η επέκταση των κελλιών. Η μονή ήταν από τα πλούσια και δραστήρια μοναστήρια της περιοχής με κτήματα στη Ρουμανία. Η παράδοση αναφέρει πως στην περίοδο της ακμής του διέθετε 365 κελλιά. τράπεζα (1682) αλλά και πλουσιότατη βιβλιοθήκη.
Το 1771 και το 1820 η μονή λεηλατήθηκε από τους Τουρκαλβανούς ενώ το 1823 μετά τη σύλληψη και φυλάκιση του ηγουμένου της μονής, ακολούθησε σφαγή και λεηλασία της από τους στρατιώτες του Σούλτζε Κόρυτζα. Το μοναστήρι έπαθε νέες καταστροφές από πυρκαγιά και τους βομβαρδισμούς του 1943. Σήμερα λειτουργεί με λίγους μοναχούς και είναι άβατο στις γυναίκες.
Παλαιότερα η είσοδος στον οχυρωματικό περίβολο της μονής γινόταν με τη βοήθεια μιας κινητής ξύλινης κλίμακας, η οποία ανασύρονταν μετά τη δύση του ηλίου. Σήμερα, ο επισκέπτης εισέρχεται στον περίβολο της μονής μέσω της κεντρικής εισόδου, η οποία βρίσκεται στο μέσο περίπου της νότιας πλευράς του. Κεντρικό κτίριο της αυλής αποτελεί το καθολικό της μονής, αφιερωμένο στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος. Πρόκειται για έναν αθωνίτικου τύπου, σύνθετο τετρακιόνιο, ναό, στον οποίο έχει προστεθεί νάρθηκας και εξωνάρθηκας. Πάνω από τους χώρους αυτούς βρίσκονται τα παρεκκλήσια των Εισοδίων της Θεοτόκου, του Τιμίου Προδρόμου και των Αγίων Πάντων.
Η αγιογράφηση του καθολικού, έργο του ζωγράφου Τζώρτζη ή Ζώρζη, αποπερατώθηκε τον Νοέμβριο του 1557. Από τα τρία παρεκκλήσια της μονής, το παρεκκλήσιο των Εισοδίων της Θεοτόκου φέρει διάκοσμο του 1675, το παρεκκλήσιο του Τιμίου Προδρόμου του 1693 και το παρεκκλήσιο των Αγίων Πάντων του 1746. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο του καθολικού είναι μεταγενέστερο της αρχικής φάσης του καθολικού και χρονολογείται στα 1813. Το καθολικό περιβάλλεται από τριώροφα κτίρια με ξύλινους εξώστες που στεγάζουν τις υπόλοιπες δραστηριότητες της μονής. Αριστερά της εισόδου στη μονή βρίσκεται η Τράπεζα. Πολλά από τα αρχικά κτίρια της μονής, όπως το τμήμα της δυτική πτέρυγας κελλιών, καταστράφηκαν και σήμερα έχουν αναστηλωθεί.
O μικρός ναός και ο ξενώνας που βρίσκονται προσαρτημένα στην δυτική πλευρά του αρχικού περιβόλου της μονής χτίστηκαν την δεκαετία του 1960 προκειμένου να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες γυναικών προσκυνητών, στις οποίες απαγορεύεται η είσοδος στο αρχικό μοναστηριακό συγκρότημα. Οι ανάγκες αυτές καλύπτονται σήμερα στον ξενώνα και το ναΰδριο που χτίστηκε, τα τελευταία χρόνια, σε μικρή απόσταση νοτίως της μονής.
Λάζαρος Δεριζιώτης, αρχαιολόγος