Η μάνα της κατοχής (Διήγημα)

Δείτε και άλλα θέματα στην ενότητα:
Η μάνα της κατοχής (Διήγημα)
Διήγημα
Tης ΛΟΥΛΑΣ Δ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ
Πρώτος φοβερός της κατοχής χειμώνας. Στην άκρη του συνοικισμού, μια καμαρούλα όλη κι όλη. φτωχική πολύ, χωρίς φωτιά μέσα στον παγωνιά.



Και στην καρδιά χιονιάς βαρύς, δίχως μια στάλα ζεστασιά. Ξερό η γκαζιέρα από καιρό, χωρίς φως.
Αχτίδα πουθενά και στην ψυχή σκοτάδι κι ερημιά και πείνα κι απόγνωση. Ένα τραπέζι ξύλινο με τη ψωμιέρα άδεια από καιρό.
Κάποιο σκαμνί για κάθισμα και στο διπλό ντιβάνι κοιμάται τώρα η μάνα με τα δυο παιδιά, το ένα ακόμα βρέφος.

 Το εικονοστάσι στο γωνιά, τα στέφανα του γάμου μέσα και το καντήλι από καιρό σβηστό, απόμεινε μονάχα το νερό. Μια Παναγιά θλιμμένη με βλέμμα αγνό, πονετικό, γεμάτο κατανόηση.
Στον αντικρυνό τον τοixο, το νιόπαντρο ζευγάρι γελαστό, σε μια φωτογραφία, Θυμίζει όνειρα και ελπίδες, χαρές που ήταν μια φορά.



Παρηγοριά κι ελπίδα, η προσμονή του άντρα της, ο γυρισμός από το στρατό, μια και δεν είναι μέσα σ' αυτούς που χάθηκαν για πάντα. Κρύο και πείνα και σκοτάδι.

Και σαν πεινάς, κρυώνεις πιο πολύ κι ύπνος δεν έρχεται τα βλέφαρα να κλείσει, για να περνάν πιο γρήγορα της νύχτας οι ώρες οι ατέλειωτες. Κι όλο προσμένει κάθε ώρα, κάθε στιγμή, τον ερχομό του άντρα της.

Κουράγιο να της δώσει για τούτα τα παιδιά. Να μην ακούει το κλάμα τους, που τα σπαράξει η πείνα. Να μην ακούει μέσα της και το βουβό δικό της κλάμα. Τόνο στην αγκαλιά και τ' άλλο απ' το χεράκι.


Πού βρίσκει τόση δύναμη. Σαν κουραστεί κι αυτό απάνω της το παίρνει και περπατάει ώρες πολλές και στις ατέλειωτες Θε να σταθεί ουρές, αρκεί χορτάτα να χαρούν τον ύπνο τους το βράδυ.


Ο πρώτος φοβερός της κατοχής χειμώνας. Περνούν οι μέρες κι οι θλιβερές οι νύχτες, που στη σκελετωμένη όψη της αφήνουνε σημάδια. Μονάχα δυο μάτια απόμειναν μεγάλα, ζωηρά, να περιμένουν πάντα να ξημερώσει μιαν αυγή ν' αρχίσουν οι διανομές.

Ο Ερυθρός Σταυρός να σώσει τα παιδιά.

Κάποιος χτυπάει την πόρτα τους. Ακούει τη φωνή του. Είν' ο πατέρας κι άντρας της, ο νικημένος νικητής, αγνώριστος, δεν έχει σημασία, είναι νιος και δυνατός.


Πώς λαχταράει για να μπει να δει τη φαμελιά του, τη λατρευτή τον σύντροφο, που στις σκληρές τις ώρες τον φοβερού πολέμου στη σκέψη τον ζητούσε η μορφή της, το τρυφερό το χάδι της και το γλυκό της βλέμμα.


Πόσα όνειρα έκανε για τούτη τη στιγμή να ξαναρθεί κοντά της, στο πλευρό της να σταθεί, μαζί ν' ανηφορίσουνε το δύσκολο το δρόμο. Η μάνα, στο άκουσμα της λατρευτής του της φωνής, τα μάτια τος ανοίγει, τα χείλη της μια προσευχή ψελλίζουν:
 
«Παναγιά μου, σ' ευχαριστώ, τα παιδιά μου σώθηκαν„ , κι η ματιά της απόμεινε την Παναγιά για να βλέπει. Ξανα χτυπάει πιο δυνατά, μ απόκριση δεν παίρνει. Στο σπρώξιμο της πόρτας το μάνταλο υποχωρεί.

Το θέαμα που αντίκρυσε δεν το ξεχνάει ποτέ του. Η πολυαγαπημένη τον και μάνα των παιδιών του, ακίνητη με το μωρό στην αγκαλιά, ακόμα να θηλάζει, και τ' άλλο κοιμισμένο δίπλα της, κρατώντας το κουρασμένο χέρι της, πούναι ζεστό ακόμα.

ΛΟΥΛΑ Δ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ

 Δημοσιεύτηκε στο Περιοδικό "ΜΕΤΕΩΡΑ" τόμος 46/47 (1992-93)

 

 

Επιστροφή