
- Η συλλογὴ πληροφοριών, πρωτίστως, για τις δημοσιογραφικὲς και πεζογραφικὲς ανάγκες του συγγραφέα, μας κάνουν γνωστά σήμερα πολλά στοιχεία από την ζωή στην πόλη μας στα μέσα του προηγούμενου αιώνα.
- Τι τον "τραβούσε" στα Τρίκαλα;
- Η «Μπουχούνστα» είναι ένα ενδιαφέρον αφήγημα τοῦ Καραγάτση τόσο για την πλοκὴ, όσο και για την μορφὴ του.
- Μέσα στη «Μπουχούνστα» περιγράφει "ἐναργῶς" (με ευκρίνεια και διαύγεια) το χαρακτηριστικὸ τρικαλινὸ παζάρι τῆς Δευτέρας, την κακόφημη συνοικία του «Μαύρου Γάτου», με τα παράνομα στέκια, (τα σημερινά μανάβικα), την πολιτικὴ ατμόσφαιρα της εποχής, αναφέρεται στην ανθρωπογεωγραφία της πόλης, εξαιρετικά περιγραφικὸς με το "πολύχρωμο ἀνθρωπομάνι" της, τους κατοίκους της "δίχως ὄνομα πολιτείας" σύμφωνα με το αφήγημα...
- Ἡ Μπουχούνστα, απὸ χωριὸ στὴν ἔναρξη τῆς ἀφήγησης, παρουσιάζεται αργότερα στο διήγημα και ως γυναίκα καὶ, μάλιστα, ὡς ιδιοκτήτρια ενὸς πλούσιου οίκου ανοχής, με σαλόνια πολυτελείας και αίθουσες αναμονῆς, με υπηρέτριες και καμαριέρες, με πιάνο, ποτὸ, ποικίλα άλλα κεράσματα και, φυσικὰ, εξυπηρετικὰ κορίτσια....
(Το κείμενο-αφιέρωμα εκφωνήθηκε από τον Ηλία Κεφάλα το Σάββατο 19-5-2007 στὸ ἀμφιθέατρο τῆς Ἰατρικῆς Σχολῆς Λάρισας τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, στὰ πλαίσια τοῦ 1ου Πανελλήνιου Συνεδρίου γιὰ τὸν Καραγάτση τα "Καραγάτσεια").
Τὸ διήγημα «Μπουχούνστα» καὶ οἱ κρυφὲς ἐξορμήσεις τοῦ Μ. Καραγάτση στὰ Τρίκαλα
Τὸ διήγημα ἤ ἀκριβέστερα ἡ νουβέλα «Μπουχούνστα» πρωτοκυκλοφόρησε στὴν Ἀθήνα τὸ 1945 ἀπὸ τὸν ἐκδοτικὸ οἶκο «Δημητρίου Δαμητράκου Α.Ε.».
Περιελαμβάνετο μεταξὺ ἄλλων διηγημάτων τοῦ Καραγάτση στὸν τόμο μὲ τὸν τίτλο «Πυρετὸς».
Ἀργότερα, τὸ ἴδιο διήγημα συμπεριλήφθηκε στὴ συλλογὴ διηγημάτων μὲ τὸν τίτλο «Τὸ μεγάλο συναξάρι» (1951). Ἀναμφισβήτητα πρόκειται γιὰ ἕνα ἀπὸ τὰ καλύτερα καὶ τὰ πιὸ ἐνδιαφέροντα ἀφηγήματα τοῦ Καραγάτση τόσο γιὰ τὴν πλοκὴ, ὅσο καὶ γιὰ τὴν μορφὴ του.
Ὡς κειμενικὸς ἀφηγητὴς παρουσιάζεται ὁ Βασίλης Φόμιτς Σολομόνωφ, ρῶσος ἐμιγκρὲς, ἀπὸ τοὺς «ἄσπρους» τοῦ ρωσικοῦ ἐμφυλίου, ὁ ὁποῖος, κατὰ τὶς σημειώσεις τοῦ Καραγάτση, ἔδωσε σὲ πολλοὺς τὴν ἐντύπωση ὅτι αὐτὸς ἦταν τὸ ἔναυσμα γιὰ τὴ μυθιστορηματικὴ φυσιογνωμία τοῦ Λιάπκιν.
Ὁ Καραγάτσης διαψεύδει τὴν ἐντύπωση αὐτὴ, ἄν καὶ μερικὰ περιστατικὰ ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ ἑνὸς μοιάζουν καταπληκτικὰ μὲ κάποια περιστατικὰ τῆς ζωῆς τοῦ ἄλλου.
Ὁ Σολομόνωφ συνεργάστηκε μὲ τοὺς Γερμανοὺς καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἀναγκάστηκε νὰ τοὺς ἀκολουθήσει κατὰ τὴν ὑποχώρησή τους, παίρνοντας μαζὶ καὶ τὶς δύο κόρες του.
Στὰ σύνορα, ὅμως, εἴτε ἀπὸ τὸν φόβο τῶν ἀνταρτῶν, εἴτε ἀπὸ τὶς δικές του τύψεις, αὐτοκτόνησε παίρνοντας μαζί στὸν θάνατο καὶ τὰ δυό του κορίτσια.
Αὐτὸς ὁ Σολομόνωφ ἄφησε πίσω του κάτι χαρτιά, τὰ ὁποῖα γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς ἀφήγησης περιῆλθαν στὰ χέρια τοῦ Καραγάτση.
Κοιτάζοντὰς τα κάποιος ρωσομαθὴς φίλος τοῦ συγγραφέα, ἀνακάλυψε ὅτι περιεῖχαν ἐνδιαφέρουσες σημειώσεις, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τὶς ἀναφερόμενες στὴ «Μπουχούνστα».
Ὁ Καραγάτσης χτένισε λογοτεχνικὰ τὸ χειρόγραφο αὐτό, τοῦ ἔδωσε, δῆθεν, τὴν πρέπουσα λογοτεχνικὴ μορφή, γεγονὸς ποὺ τοῦ ἐπέτρεψε στὸ τέλος νὰ βάλει καὶ τὸ δικό του ὄνομα, δίπλα σὲ ἐκεῖνο τοῦ Βασίλη Φόμιτς Σολομόνωφ.
Τὶ εἶναι ὅμως ἡ «Μπουχούνστα»;
Κατ’ ἀρχὴν ἄς ἐντάξουμε χρονολογικὰ τὴν ὅλη ἱστορία. Τὸ βιβλίο γράφτηκε καὶ ἐκδόθηκε τὸ 1945. Ὁ Σολομόνωφ αὐτοκτόνησε τὸ 1944. Ἆρα, τὸ πιθανότερο εἶναι ὅτι γράφτηκε κατὰ τὰ τέλη τοῦ 1944 καὶ ἀρχὲς τοῦ 1945, ὅταν εἶχε, ἤδη, ξεσπάσει ὁ ἐμφύλιος πόλεμος στὴν Ἑλλάδα.
Στὴ νεοελληνικὴ γραμματεία εἶχε ἐμφανιστεῖ τὸ κίνημα τοῦ ὑπερρεαλισμοῦ, καθὼς εἶχαν ἐκδοθεῖ οἱ ποιητικὲς συλλογὲς «Στοῦ γλυτωμοῦ τὸ χάζι» τοῦ Θ. Ντόρρου (1930), «Ὑψικάμινος» τοῦ Ἀνδρέα Ἐμπειρίκου (1935), «Μὴν ὁμιλεῖτε εἰς τὸν ὁδηγὸν» τοῦ Νίκου Ἐγγονόπουλου (1937) καὶ ἡ «Ἀμοργὸς» τοῦ Νίκου Γκάτσου (1943), γιὰ τὶς ὁποῖες εἶχε γίνει πολὺς λόγος στὰ περιοδικὰ καὶ τὶς ἐφημερίδες τῆς ἐποχῆς.
Ὁ Καραγάτσης, γνώστης τῶν τεκταινομένων στὸν χῶρο του, πεπαιδευμένος στὸ ἔπακρο, δαιμονικὸ στοιχεῖο καὶ φύσει παρορμητικὸς, δὲν ἄφησε ἀνεκμετάλλευτο τὸ πνεῦμα τοῦ ὑπερρεαλισμοῦ. Φύση ἐπαναστατικὴ καὶ ἀτίθαση ὁ ἴδιος, δὲν ἀρνήθηκε τὶς δυνατότητες νὰ παίξει μὲ τὴ λογικὴ καὶ τὸ παράλογο, νὰ παντρέψει τὶς κάθε εἴδους ἐκτροπὲς τῆς ἀφήγησης μὲ τὴν ὑπερβολικὴ φαντασία καὶ τὴν ὑπερλογικὴ, ποὺ τοῦ πρόσφερε ὁ ὑπερρεαλισμὸς.
Δὲν θέλω νὰ πῶ ὅτι ἡ «Μπουχούνστα» εἶναι ἕνα ὑπερρεαλιστικὸ ἀφήγημα.
Διαπνέεται ὅμως ξεκάθαρα ἀπὸ τὸ ἀνατρεπτικὸ πνεῦμα τοῦ κινήματος αὐτοῦ καὶ κινεῖται στὰ πλαίσια τῆς ὑπέρ-ἱστορίας, τοῦ ὑπέρχώρου καὶ τοῦ ὑπέρ-χρόνου, καθιστώντας ὑπεύθυνο ἕνα ἀόρατο ἑνοποιητικὸ πεδίο, ποὺ λειτουργεῖ στὴ φύση καὶ στὴν ἀνθρώπινη φαντασία συσπειρωτικὰ, καθιστώντας πλησιόχωρα καὶ μὲ ἐνιαία ἀντίληψη ἱστορικὰ γεγονότα ἐντελῶς διαφορετικά ἀπὸ τὴν ἄποψη τοῦ χώρου, τοῦ χρόνου καὶ τῆς πραγματικῆς των ἐξέλιξης.
Παρακάτω πιστεύω ὅτι θὰ κατανοηθοῦν αὐτοὶ οἱ παράξενοι ὅροι ποὺ χρησιμοποιῶ.
Προχωρώντας στὴν ἀνάγνωση τῆς «Μπουχούνστας» ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι ὁ ἀφηγητὴς περιγράφει μιὰ μετάβαση ἀπὸ τὴ Λάρισα στὰ Τρίκαλα.
Ἡ ἀφετηρία καὶ ὁ προορισμὸς βέβαια δὲν ἀναφέρονται πουθενὰ ρητῶς, τὰ συμφραζόμενα ὅμως τὸ καταδηλώνουν, παρ’ ὅλες τὶς φαντασιακὲς ἐκτροπὲς ποὺ συσκοτίζουν τὴν ὑπόθεση.
Ὁ Καραγάτσης περιγράφει μιὰ διαδρομὴ ποὺ εἶχε κάνει πολλὲς φορὲς, ἄλλοτε φανερὰ καὶ ἄλλοτε κρυφὰ ἤ, γιὰ νὰ τὸ ποῦμε διαφορετικὰ, ἄλλοτε δημοσίως καὶ ἀλλοτε ἰδιωτικῶς, ἄλλοτε ἐπισήμως καὶ ἄλλοτε ἀνεπισήμως.
Τὶ τὸν τραβοῦσε στὰ Τρίκαλα;
Μὰ ἡ συλλογὴ πληροφοριῶν, πρωτίστως, γιὰ τὶς δημοσιογραφικὲς καὶ πεζογραφικὲς του ἀνάγκες, ἡ βίωση ἐμπειριῶν καὶ ἡ ἐν γένει ἱκανοποίηση τοῦ ἐκρηκτικοῦ, ἀπὸ ὅλες τὶς ἀπόψεις, ἀνδρικοῦ ταμπεραμέντο του.
Ὁ Καραγάτσης συχνὰ ἀσφυκτιοῦσε, ὅπως περιγράφεται ἀπὸ πολλοὺς μελετητές του, στὴν μικροαστικὴ κοινωνία τῆς Λάρισας, ὅπου ὅλοι γνώριζαν κι αὐτὸν καὶ τὴν οἰκογένειά του.
Ἡ ἐξόρμηση, λοιπὸν, στὰ Τρίκαλα τοῦ ἔδινε τὴν ψευδαίσθηση τῆς ἀνωνυμίας καὶ τῆς ἐλευθερίας νὰ χαρεῖ τὶς μικροπαρανομίες του.
Οἱ Ροδόπουλοι, ὅμως, ἦταν γνωστοί καὶ στὰ Τρίκαλα, τουλάχιστον σὲ κάποιους ἐγγράμματους καὶ ταξιδεμένους. Εἶχα τὴν τύχη νὰ γνωρίσω δυὸ-τρεῖς Τρικαλινούς, οἱ ὁποῖοι θυμοῦνται τὸν θρυλικὸ Μίτια νὰ συχνάζει σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ σταθερά του στέκια, ποὺ ἦταν τὸ βιβλιοπωλεῖο «Τσιαμούλη», στὴν κεντρικὴ πλατεία τῆς πόλης, ὅπου σήμερα βρίσκεται ἡ Ἐθνικὴ Τράπεζα.
Ἐκεῖ σύχναζε πολλές φορὲς, ὅπως διατείνονται, καὶ ὁ Λιάπκιν. Ὁ Μίτια ἔβρισκε πάντα τὴν εὐκαιρία καὶ συζητοῦσε φιλικὰ μὲ τοὺς ντόπιους.
Χαρακτηριστικὸ στιγμιότυπο ἀπὸ τὸ βιβλιοπωλεῖο «Τσιαμούλη» εἶναι ἡ εἰκόνα του νὰ ἀγοράζει συχνὰ δεσμίδες κόλλες ἀναφορᾶς καὶ μαλακὰ μολύβια κατὰ δωδεκάδες.
Ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὴ γερὴ αὐτὴ μνήμη θέλω μόνο νὰ ἀναφέρω τὸν Μιχάλη Πιτσάκο, μανιώδη συλλέκτη στὰ Τρίκαλα παντὸς πολιτισμικοῦ ὑλικοῦ, γιὰ τὸ ἔγκυρο τῆς γνώμης του.
Ἐπίσης τὸν Μιχαὴλ Χατζηγάκη («Ἠθογραφικὰ καὶ Πολιτικὰ», Ἑλληνικὴ Εὐρωεκδοτικὴ, Ἀθήνα 1989) ποὺ καταγράφει τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Καραγάτση στὸ γραφεῖο του στὰ Τρίκαλα (1945) μὲ τὴν ἰδιότητα τοῦ συντάκτη τῶν «Καθημερινῶν Νέων», ἐφημερίδας τοῦ Λουκῆ Ἀκρίτα.
Σ’ αὐτὴν τὴν ἐπίσκεψη μάλιστα ὁ συγγραφέας τοῦ Γιούγκερμαν ἀνακάλυψε στὶς προθῆκες τοῦ βιβλιοπωλείου «Πανουργιᾶ» τὸ, τυπωμένο στὸ χωριὸ Στουρναρέικα, βιβλίο τοῦ ἀρχηγοῦ τοῦ Κ.Κ.Ε. Νίκου Ζαχαριάδη μὲ τίτλο «Ὁ ἀληθινὸς Παλαμᾶς».
Ὁ Καραγάτσης ἀγόρασε ὅλα τὰ ἀντίτυπα τοῦ βιβλίου, προκειμένου νὰ τὰ μοσχοπουλήσει, ὅπως εἶπε, στὸν Κατσίμπαλη, μεγάλο συλλέκτη τῶν ἑλληνικῶν ἐκδόσεων.
Ἡ μνήμη τῶν ὁλίγων αὐτῶν Τρικαλινῶν θέλουν τὸν Καραγάτση νὰ ἐπισκέπτεται τὸ κακόφημο γιὰ πολλά χρόνια μπὰρ «Ὁ μαῦρος γάτος», πάνω ἀπὸ τὸ ὁποῖο ὑπῆρχε χαρτοπαικτικὴ λέσχη καὶ ὁ οἶκος ἀνοχῆς τῆς κ. Νίνας.
Περιγράφουν δὲ μὲ χαρακτηριστικὸ τρόπο τὴν ὕπαρξη τῆς ξύλινης σκάλας, ποὺ ὁδηγοῦσε ἀπὸ τὸ ἰσόγειο στὸν πρῶτο ὄροφο καὶ ποὺ στὸ κεφαλόσκαλό της ἔλαβαν χώρα ἀμέτρητοι καυγάδες πατέρων καὶ γιῶν, ποὺ εἶχαν τὴν ἀτυχία νὰ συναπαντηθοῦν ἐκεῖ, στὴν πιὸ ἀκατάλληλη μεριά.
Θέλω νὰ πιστεύω ὅτι τὶς εἰκόνες αὐτὲς τὶς γνώριζε λεπτομερῶς ὁ Καραγάτσης, ἀφοῦ τὶς τοποθετεῖ σωστὰ, ἀλλὰ καὶ τὶς περιγράφει ἐναργῶς μέσα στὴ «Μπουχούνστα».
Εἶναι πληροφορίες ποὺ γνωρίζει ὁπωσδήποτε ἀπὸ πρῶτο χέρι.
Ἀλλά, ἄς πάρουμε τὴν «Μπουχούνστα» ἀπὸ τὴν ἀρχή.
Ὁ τίτλος καὶ οἱ πρῶτες φράσεις τοῦ ἀφηγήματος μᾶς προϊδεάζουν γιὰ τὸν τόπο, ἀργότερα καὶ γιὰ τὸν χρὸνο, τῆς μυθοπλασίας.
Πρόκειται γιὰ τὸ χωριὸ Μπουχούνστα (ἤ Μπουχούνιστα), σημερινὸ Μεγαλοχώρι, ἕδρα τοῦ Δήμου Ἑστιαιώτιδος, ποὺ βρίσκεται στὸ «ἔμπα» τῆς πολιτείας.
Σχεδὸν ἀμέσως, ὅμως, ἀρχίζουν νὰ μπερδεύονται καὶ τὰ πράγματα.
Γιατὶ,ἐνῶ γνωρίζουμε ὅτι ἡ Μπουχούνστα εἶναι ἕνα κεφαλοχώρι λίγο ἔξω ἀπὸ τὰ Τρίκαλα καὶ στὸν δρόμο, ὅπως ἐρχόμαστε ἀπὸ τὴ Λάρισα, τόσο ὁ ἀφηγητὴς μὲ τὸν σύντροφό του τὸν Πέτια φαίνονται Ρῶσοι, ἀλλὰ καὶ ὁ πληθυσμὸς τῆς Μπουχούνστας μιλάει μόνο ρώσικα, μετράει τὴν ἀπόσταση σὲ βέρστια καὶ κάνει ἀγοραπωλησίες σὲ καπίκια.
Ἐδὼ συναντᾶμε τὶς πρῶτες ἀνατροπὲς τῆς ἀφήγησης, καθώς σὲ ἕναν ὑπερχῶρο σμίγουν ἄνθρωποι καὶ πολιτεῖες ἀπὸ διαφορετικοὺς μικροχώρους σὲ μιὰ κοινὴ ἀνθρώπινη μοίρα.
Ἤ, λοιπὸν, ἡ Μπουχούνστα βρέθηκε ὡς διὰ μαγείας στὴ μέση τῆς χώρας τῶν Τατάρων, ὅπως ἡ Τῆλος τοῦ «Χαμένου νησιοῦ» ἔγινε τὸ Ταϊλὶ τοῦ Εἰρηνικοῦ, ἤ οἱ ἀναρίθμητες φυλὲς τῶν Μουζίκων καὶ τῶν Τσερκέζων ἀπὸ τὶς ἀχανεῖς στέπες τοῦ Βορρᾶ, μεταφέρθηκαν καὶ ἀνακατεύθηκαν μὲ τοὺς κατοίκους τῆς Θεσσαλίας.
Στὸ χωριὸ Μπουχούνστα ὁ Καραγάτσης βρίσκει τὴν εὐκαιρία νὰ ἀπελευθερώσει ἀμέσως τὶς λιμπιντικὲς του παρορμήσεις καὶ νὰ μᾶς χαρίσει ἐρωτικὲς περιγραφὲς, ποὺ, ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἀναδεικνύουν τὴν παμφάγα ἰδιοσυγκρασία τοῦ ἄνδρα ποὺ δὲν λογαριάζει κινδύνους μέχρι νὰ κορέσει τὴν ἀγρυπνία τοῦ φύλου του καὶ ἀφ’ ἑτέρου νὰ δώσει τὶς πρῶτες ἀφορμὲς γιὰ ἐκείνους τοὺς κριτικοὺς, οἱ ὁποῖοι θὰ τὸν ὀνομάσουν ἀργότερα πανσεξουαλιστή.
Συνεχίζοντας τὴν πορεία ἀπὸ τὴ Μπουχούνστα πρὸς τὴν πολιτεία περιγράφεται ἕνα ἐπεισόδιο ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ συνέβαιναν στὴν περίοδο τοῦ ἐμφυλίου.
Ὁ ἀφηγητὴς Βασίλης Φόμιτς Σολομόνωφ καὶ ὁ σύντροφός του Πέτιας πέφτουν σὲ ἐνέδρα δύο ἀπροσδιορίστων ἀνταρτῶν, τοὺς ὁποίους βέβαια ἐξουδετερώνουν.
Στὴν κουβέντα ποὺ γίνεται μαζὶ τους ξεκαθαρίζεται ἀκόμα καλύτερα τὸ δρομολόγιο: Δομένικο, Κουτσόχερο, Μπουχούνστα, δηλαδή γραμμὴ γιὰ τὰ Τρίκαλα.
Μόνο ποὺ τὰ Τρίκαλα μένουν κρυμμένα στὸ σκοτάδι.
Ὅμως τὸ ταξίδι μὲ τὴν τρόικα τελειώνει, ὁ ἀφηγητὴς μπαίνει στὴν πόλη καὶ, εὐκαιρίας δοθείσης, περιγράφει τὸ χαρακτηριστικὸ τρικαλινὸ παζάρι τῆς Δευτέρας.
Μόνο ποὺ οἱ ἀνατροπὲς καὶ οἱ ἀναγωγὲς στὸν ὑπερχρόνο καὶ ὑπὲρ-χῶρο συνεχίζονται:
Νταραβέρι μεγάλο γινόταν, ἀλισβερίσι τρομερὸ, ἕνεκα ποὺ ἦταν Δεφτέρα σήμερα, (μέρα ποὺ λαβαίνει χώρα τὸ παζάρι), κι ὅλοι οἱ ξωμάχοι τοῦ κάμπου καὶ τῶν βουνῶν ἔρχονται στὴν πολιτεία νὰ πουλήσουν τὸ περισεβούμενο, ν’ ἀγοράσουν τὸ χρειαζούμενο.
Ὡς ἐκ τούτου καὶ τὰ πολλὰ καματερὰ καὶ κάθε εἶδος τροχοφόρα ποὺ γέμιζαν τοὺς δρόμους, ἐπειδὴς ὁ κάθε μουζίκος κάπου πρέπει νὰ φορτώσει τὸ γένημά του γιὰ νὰ τὸ κουβαλήσει στὸ παζάρι.
Ὁ καραγκούνης ἔχει τὸ βοϊδαραμπά, ὁ τορκουμάνος τὴ γκαμήλα, ὁ βλάχος τὸ μουλάρι του, ὁ τσερκέζος τὸ ἄτι μὲ τὰ περήφανα ἀχαμνά.
Μέσα στὸ πολύχρωμο ἀνθρωπομάνι ὁ ἀφηγητὴς μᾶς ἐξομολογεῖται πὼς βρίσκεται στὴν πόλη αὐτὴ ἀναζητώντας τὸν μυστηριώδη Ραπουτίκα, μὲ ἐντολὴ κάποιας ἐπίσης μυστηριώδους Κεντρικῆς Ἐπιτροπῆς. Παρεμβάλλονται συναντήσεις μὲ μάγους, μασκαράδες, πράκτορες καὶ χαφιέδες ὥσπου τὸ δίδυμο τῶν ἡρώων νὰ κατευθυνθεῖ ἐπιτέλους στὸ Καραβάν-Σεράι, ἕνα χάνι στὰ ριζὰ τοῦ κάστρου.
Οἱ ὑπαινιγμοὶ γιὰ τὴν πολιτικὴ ἀτμόσφαιρα, τὸ μαῦρο χιοῦμορ, ἡ αὐταρέσκια τοῦ δυνατοῦ καὶ ταυτόχρονα ἡ λοιδωρία του εἶναι σαφεῖς.
Ἐπίσης ξεκάθαρο εἶναι καὶ τὸ κάστρο τῆς πόλης, καὶ τὰ πολλά χάνια ποὺ ὑπῆρχαν στὰ ριζά του καὶ ἡ κακόφημη συνοικία τοῦ «Μαύρου Γάτου» μὲ τὰ παράνομα στέκια.
Ἀφτὴ τὴν πολιτεία λοιπὸν, τὴν ἔσκιζ’ ἕνα μικρὸ ποτάμι, πολὺ νόστιμο πραγματικά.
Ἤταν κ’ ἕνα γιοφύρι ἀπὸ τὸν καιρὸ τῶν Τατάρων, μὰ εἶχε γκρεμιστεῖ, ἄγνωστο ἀπὸ ποιὰν αἰτία, κι ἀπόμενε μονάχα ἡ μεσιανὴ του καμάρα ἀπὸ τὶς τρεῖς…
Ἀσύγκριτα παραστατικὸς ζωγραφίζει τὸν δευτεριάτικο καμβὰ τῆς πόλης καὶ περιγράφει τὰ στοιχεῖα τῆς ἀνθρωπογεωγραφίας της:
«Ἐδῶ ὁ κόσμος ζεῖ, εἶχε πεῖ ὁ Πέτιας κι εἶχε δίκιο. Τὰ πεζοδρόμια ἦταν πιασμένα ἀπὸ τοὺς ξωμάχους – μουζίκους, βλάχους, τατάρους, καραγκούνηδες, τσερκέζους, σαρακατσάνους – ποὺ εἶχαν ἁπλώσει τὸ γένημά τους καὶ τὸ πούλαγαν.
Ἄλλοι πάλι, εἶχαν βάλει σὲ πούληση ὄμορφα σκουτιά, ποὺ φαίνουν οἱ γυναῖκες τους τὶς μακριὲς νύχτες τοῦ χειμώνα στὸν ἀργαλιὸ κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ λαδολύχναρου.
Βελέντζες φλοκάτες ἀπὸ μαλακὸ μαλὶ ἀρνίσιο, κάπες φασμένες μὲ ἁδριὰ τραγίσια τρίχα, δίμυτα σκληρὰ καὶ ἄσπρα σὰν τὸ χιόνι, πεστιμάλια χρῶμα κεραμιδί, μὲ πράσινα σκέδια, κιλίμια φόντο ἅλικο μὲ ὅλα τὰ λουλούδια τῆς ἄνοιξης κεντημέν’ ἀπάνω τους, στρωσίδια καὶ μαξιλάρια γιὰ μιντέρια, μπόλιες σκοῦρες γιὰ τὶς χηρεβάμενες, φακιόλια παρδαλὰ γιὰ τὶς νιόπαντρες, σιγκούνια χρῶμα αἷμα βοδιοῦ, φουστάνες ὅλο σούρα, ὅπου τὸ μενεξελὶ καὶ ροζ κέντημα μπλέκονταν πολὺ ὄμορφα μὲ τὴ μαύρη τσόχα…»
Ἀλλὰ, μετὰ τὶς ἐπαγγελματικὲς καὶ καλλιτεχνικὲς δραστηριότητες τοῦ τόπου ὁ Καραγάτσης εἶναι τὸ ἴδιο περιγραφικὸς καὶ ἐπεξηγηματικὸς καὶ μὲ τοὺς κατοίκους:
«Βλάχες νὰ τὶς ἀγγίξεις στὸ μάγουλο θάσταζ’ αἷμα, καραγκοῦνες ξεροψημένες στὸ κάμα τοῦ κάμπου καὶ τὰ ζουμιὰ τῆς μήτρας τους, τζιγγίτισες σὰ μαραμένα κυπαρίσσια, ἄλλες πάλι μυστήριες ἀπ’ τὴν Ἀνατολὴ, μὲ χείλια καὶ μάτια σὰ μαχαιριὲς σὲ πεθαμένο κρέας, καὶ γύφτισες ὀρθόστηθες μὲ στήθια τροχάλια καὶ κοιλιὲς ἀχαμνὲς, μπροστὰ πεταμένες, κι ἐδίνονταν στὸ νταβλάντισμα τοῦ κάθε ἀντρίκιου ἀποτέτιου».
Ὥστόσο ἔπρεπε νὰ βρεθεῖ ὁ Ραπουτίκας καὶ οἱ δύο κεντρικοὶ ἥρωες συνέχισαν τὴν ἀναζήτηση μέσα στὸ ἐπικίνδυνο πλῆθος.
Χωρίς νὰ ἀκολουθήσουμε ἐπακριβῶς τὴν ἀφήγηση, ἀλλὰ πατώντας ἐδῶ κι ἐκεῖ, ἀκοῦμε κάποια στιγμὴ μία τσιγγάνα νὰ συμβουλεύει: μόνο ἡ Μπουχούνστα μπορεῖ νὰ σᾶς πεῖ ποῦ εἶναι ὁ Ραπουτίκας.
Νὰ, λοιπὸν, ποὺ ἡ Μπουχούνστα εἶναι δισυπόστατη. Δὲν εἶναι μόνον χωριὸ, ἀλλὰ καὶ γυναῖκα. Πῶς μπορεῖ νὰ συμβαίνει κάτι τέτοιο;
Ὁ Καραγάτσης ἐξηγεῖ τὸ γεγονὸς αὐτὸ καὶ παράλληλα ἑρμηνεύει καὶ τὸν τρόπο γραφῆς του: Ὅλα εἶναι βολετὰ. Ζοῦμε σὲ μιὰν ἐποχὴ ποὺ τὸ θάμα, τὸ παράξενο, τὸ δαιμονικὸ κυλάει στὸ δρόμο, τυλίγει τὴ ζωὴ, γίνεται ἡ λογικὴ τοῦ παράλογου, τὸ νόημα τοῦ ἀνεξήγητου.
Ἡ Μπουχούνστα, λοιπόν, ἀπὸ χωριὸ ποὺ τὴ γνωρίσαμε στὴν ἔναρξη τῆς ἀφήγησης, παρουσιάζεται τώρα καὶ ὡς γυναίκα καὶ, μάλιστα, ὡς ἰδιοκτήτρια ἑνὸς πλούσιου οἴκου ἀνοχῆς, μὲ σαλόνια πολυτελείας καὶ αἴθουσες ἀναμονῆς, μὲ ὑπηρέτριες καὶ καμαριέρες, μὲ πιάνο, ποτὸ, ποικίλα ἄλλα κεράσματα καί, φυσικὰ, ἐξυπηρετικὰ κορίτσια.
Ἡ ἀτμόσφαιρα περιποίησης εἶναι ἐπιτηδευμένως ὑψηλοῦ ἐπιπέδου, ἡ γλώσσα γαλλικὴ καὶ, ὅπου δὲν γίνεται ἀλλιῶς, ἀνακατεύεται καὶ κανένας διάλογος στὰ ἑλληνικά γιὰ τὴν πληρέστερη κατανόηση, ἀλλὰ ὅλα προβάλλονται μὲ χαρακτηριστικὴ ἀβροφροσύνη καὶ κομψότητα.
Ὅπως, ἀκριβῶς δηλαδὴ γίνεται καὶ στὰ ρωσικὰ μυθιστορήματα, ὅταν περιγράφουν τὴν καθημερινή ζωὴ τῶν ρώσων εὐγενῶν.
Τὸν συνειρμὸ αὐτὸν ὁ Καραγάτσης τὸν ἐπιτείνει τεχνηέντως, γιατὶ δεν θέλει νὰ κρύψει τὴν ἀγάπη του γιὰ τὴν τέχνη τοῦ Ντοστογιέφσκι καὶ τοῦ Τολστόη.
Τέτοιες συνειρμικὲς μεταβάσεις γίνονται πολλές μέσα στὰ κείμενα τοῦ δημιουργοῦ τῆς «Μεγάλης Χίμαιρας» καὶ συνιστοῦν πάντα ἐπιθυμητὲς ἐνέργειες τοῦ συγγραφέα.
Μὲ τὴν εὐκαιρία αὐτὴ θὰ πρέπει νὰ ἐπισημάνουμε καὶ τὶς διακειμενικὲς συνομιλίες ποὺ λειτουργοῦν ἀποσαφηνισμένα καὶ ὄχι κεκαλυμμένα στὸ διήγημα καὶ μὲ τὶς ὁποῖες καταδηλώνει τὶς ἀγάπες του ὁ Καραγάτσης κατὰ τρόπο πανηγυρικό.
Παράδειγμα στὸ τραγούδι ποὺ λέει μιὰ παρέα μεθυσμένων:
Στὸ χέρι της κρατοῦσε νεκροκεφαλὴ,
Στὸ στῆθος της στιλέτο εἶχε κρυμένο.
Ἔφεβγες κ’ εἶπε : «Θὰ σὲ περιμένω!»
Κι οὔτε χαμόγελο στὰ χείλη, οὔτε φιλί…
Οπότε ὁ συγγραφέας, ὡς ἀφηγητὴς, ἐπεμβαίνει βοηθώντας στὴν ἀποσαφήνιση: «Πολὺ ὄμορφα, εἶπα, καὶ τὰ λόγια κι ὁ σκοπὸς κ’ ἡ ἐκτέλεση. Ἐπειδὴ ὅμως εἶμαι παθιασμένος ἐραστὴς τῆς Τέχνης – ἄχ ἡ Τέχνη! – θὰ ἤθελα νὰ μὲ πληροφορούσατε περὶ τοῦ ποιητοῦ,
τοῦ συνθέτου…Ἄν καὶ φρονῶ πὼς ὁ ποιητὴς ἔχει ἐμφανέστατη –ναὶ, ἐ μ φ α ν έ σ τ α τ η – ἐπίδραση, Καβαδίεφ…
Γνωρίζετε τὸν Κόλια Χαρίλοβιτς; [...] Ἐγὼ τὸν λατρεύω… Ἀλλά, νά, μπαίνουμε πιὰ στὸν οἶκο τῆς, πάλαι ποτὲ κυρίας Νίνας,
συγγνώμη… τῆς Μπουχούνστας, κατὰ τὸν Βασίλη Φόμιτς.
Ἡ πένα ἐξωραΐζει τὸν χῶρο ἐπιτυχῶς.
Ἡ Ματρόνα Γιακόβλεβνα καλωσορίζει: Ἐπιθυμῶ νὰ νιώθουν οἱ φίλοι μου ἐδῶ, ὅπως θὰ ἐπιθυμοῦσαν νὰ ἔνιωθαν, ici, vous êtes chez votre femme, chez votre maitresse, à votre hôtel, à votre bureau, à vos terres…
Ἐν τέλει, ἀφοῦ ποτίστηκε ἡ «ὀργισμένη κοιλάδα τῶν ἀρσενικῶν νεφρῶν», ἀφοῦ ὁ ἥρως τῆς νουβέλας κοιμήθηκε καὶ ὀνειρεύτηκε τὰ ρωσικὰ ἀνάκτορα καὶ ἄκουσε τὴν ὀρχήστρα ὑπὸ τὴ διεύθυνση τοῦ Τσαϊκόφσκυ, ξύπνησε καὶ - αἴφνης - βρέθηκε ἐνώπιον τῆς αἰθέριας μορφῆς τῆς Μπουχούνστας, ποὺ μὲ τὰ δάχτυλά της πάνω στὸ πιάνο σκορποῦσε στὸν οἶκο της μιὰ μουσικὴ παλίρροια. Ἦταν ὅραμα ἤ
πραγματικότητα;
Διότι ἐκεῖ ποὺ ἡ Μπουχούνστα ἐμφανίστηκε μὲ σάρκα καὶ ὀστά, ἐκεῖ ἀστραπιαῖα πάλι ἐξαφανίστηκε.
Μά, δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ μείνει ἔτσι.
Δὲν ἦταν δυνατὸ μιὰ γυναίκα νὰ ἐμφανιστεῖ στὸ καραγατσικὸ προσκήνιο καὶ νὰ μὴν κατακτηθεῖ. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἀναζήτηση τοῦ Ραπουτίκα συνδυάζεται ἀμέσως καὶ μὲ τὴν ἀναζήτηση τῆς Μπουχούνστας.
Ἐν τέλει, ὕστερα ἀπὸ μιὰ σειρὰ γεγονότων ποὺ δὲν χρειάζεται νὰ τὰ παρακολουθήσουμε λεπτομερῶς, ἡ βγαλμένη μέσα ἀπὸ τὰ
παραμύθια Μπουχούνστα παραδίδεται ἐρωτικὰ στὸν Φόμιτς, γιὰ νὰ βρεῖ καὶ τὸν θάνατο ἀπὸ τὸ μαχαίρι του, ἀφοῦ αὐτὴ, ὅπως ἀποδείχτηκε, εἶχε φυλακίσει καὶ δολοφονήσει τὸν ἐναγωνίως ἀναζητούμενο Ραπουτίκα.
Τὸ διήγημα κλείνει μὲ μία ἀπὸ τὶς γνωστὲς συμπλοκὲς τοῦ ἐμφυλίου, ποὺ γίνονταν μέσα στὶς συνοικίες τῶν πόλεων μὲ ἀλόγιστα θύματα καὶ ἀπὸ τὶς δύο πλευρές. Ὁ ἀφηγητὴς φεύγει, ἀφήνοντας πίσω νεκρὸ τὸν σύντροφὸ του. Στὸ δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς γιὰ τὴ Λάρισα ὁ Καραγάτσης περιγράφει πάλι ἕνα γνωστὸτατο σημεῖο τοῦ δρόμου, τὴ βαλτώδη περιοχὴ τῆς Βούλας, ἐπιβεβαιώνοντας τὸ συγκεκριμένο δρομολόγιο.
Τὸ τοπωνύμιο, βέβαια, ἑνώνεται πάλι σ’ ἕνα ὑπερ-χωρικὸ τοπίο, καθὼς γίνεται ταυτόχρονα καραγκούνικο νοτερὸ λιβάδι καὶ στέπα ποδοπατημένη ἀπ’ τοὺς τατάρους.
Ἡ στέπα ξανοίγεται μπροστά μου ἰσόπεδη κι ἀκύμαντη, σκεπασμένη ἀπὸ τοὺς ἄφωτους ἀχνοὺς τῆς νυχτερινῆς ὑγρασίας. Εἶναι ἡ Βούλα, – ὁ μεγάλος βάλτος – ποὺ ἀναδίνει μἐ τὀ σκότος τὶς πηχτὲς ἀνασαιμιὲς τῆς γονιμικῆς σαπρίας της.
Τὸ πέρασμα ἀπὸ τὸ χωριὸ, αὐτὴ τὴ φορὰ, Μπουχούνστα δεν ἦταν εὐφρόσυνο.
Οἱ ἐμφύλιες συρράξεις τὸ εἶχαν κάνει στάχτη μὲ νεκροὺς πολλοὺς ἀπὸ τοὺς κατοίκους του. Φαίνεται πὼς ἦρθε ὁ Ἀντίχριστος στὴ γῆς, παρέα μὲ τὸν Ἄδικο Χάρο, ἀποφαίνεται ὁ συγγραφέας.
Τὸ τέλος τοῦ διηγήματος εἶναι κάπως ἀπροσδόκητο. Συντελεῖται μὲ ἕνα καθ’ ὁδὸν γλέντι, συντροφιὰ μὲ ἕνα παράξενο ζευγάρι.
Ὁ Καραγάτσης φαίνεται ὅτι τὸ διασκεδάζει. Σὲ ὑποσημείωσή του διευκρινίζει ὅτι δὲν πρόσθεσε τίποτα στὴν ἀνισόρροπη αὐτὴ ἱστορία, πέρα ἀπὸ τὸ λογοτεχνικὸ χτένισμα. Ἀλίμονο, λέει, ἄν ἄρχιζα νὰ γράφω τέτοια πράγματα, τώρα, ποὺ ἀπόχτησα τὴ φήμη σοβαροῦ πεζογράφου. Δὲν θὰ γίνω κ’ ἐγώ κάποτε ἀκαδημαϊκὸς; Τὶ διάβολο!
Ὁ συγγραφέας μὲ τὸ κοφτερὸ του πνεῦμα κοροϊδεύει, κριτικάρει, λοιδωρεῖ καὶ ξεσκεπάζει μὲ τὸν τρόπο του καταστάσεις καὶ πράγματα τῆς καταστροφικῆς ἐποχῆς. Δὲν φοβᾶται τίποτα καὶ αὐτὸ τὸ δείχνει εὐθαρσῶς. Κοιτάζει ἀφ’ ὑψηλοῦ ἀρκετοὺς ἀπὸ τοὺς πνευματικοὺς συναδέλφους του.
Εἶναι σίγουρος γιὰ τὸν ἑαυτό του, ὑπερβέβαιος γιὰ τὴν ἀξία του, συνειδητοποιημένος γιὰ τὴ δύναμη τῆς πένας του.
Γι’ αὐτὸ καὶ τολμάει καὶ γράφει ἔστω καὶ τέτοιες ἱστορίες ποὺ φαίνονται δῆθεν ἀνισόρροπες -ἐνῶ ρουφιοῦνται ἀναγνωστικὰ- γιατὶ μέσα ἀπὸ τέτοιες ἱστορίες μπορεῖ κανείς νὰ καυτηριάζει ἐλεύθερα αὐτὰ ποὺ δὲν τοῦ ἀρέσουν.
Κυρίως, ὅμως, εἶναι ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος ποὺ μετουσιώνει σὲ ἄμεση λογοτεχνική κατάσταση κάθε ἀνθρώπινη δοκιμασία, κάθε ἀνθρώπινη ὀνειροφαντασία.
Κυρίως εἶναι ὁ Καραγάτσης ποὺ δὲν χάνει ποτὲ τὴν αἰσιοδοξία του, αὐτὴ τὴ μέγιστη ὑπαρκτικὴ ἀναγκαιότητα .
ΗΛΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΣ
Μέλιγος 14-5-2007
Ἐκφωνήθηκε το Σάββατο 19-5-2007 στὸ ἀμφιθέατρο τῆς Ἰατρικῆς Σχολῆς Λάρισας τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, στὰ πλαίσια τοῦ 1ου Πανελλήνιου Συνεδρίου γιὰ τὸν Καραγάτση (Καραγάτσεια).
ILIAS KEFALAS
RESUME
La nouvelle «Bouhounsta» et les sorties secretes de M. Karagatsis a Trikala Il s’ agit d’ une nouvelle de M. Karagatsis qui decrit une transition de Larissa a Trikala. Le texte indique et manifeste admirablement les hommes, l’ époque et le caractere de la societe provinciale. Dans ce récit, Karagatsis, en racontant son itinéraire de Larissa à Trikala, y fait-il admirablement surgir le monde de la province à l' époque.
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια:
Ο Μ. Καραγάτσης (23 Ιουνίου 1908 − 14 Σεπτεμβρίου 1960) ήταν Έλληνας πεζογράφος, ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς της «Γενιάς του '30».
Το πραγματικό του όνομα ήταν Δημήτριος Ροδόπουλος