Η περίπτωση των τσιφλικιών στη Θεσσαλία, 1881-1923

Δείτε και άλλα θέματα στην ενότητα:
Η περίπτωση των τσιφλικιών στη Θεσσαλία, 1881-1923

ΒΑΣΙΛΗ ΠΑΤΡΩΝΗ
Αναπληρωτή Καθηγητή

Κεφάλαιο 4: Το Αγροτικό Ζήτημα ΙΙ - Η Μεγάλη Γαιοκτησία
*


Περίληψη


Στο κεφάλαιο αυτό αναλύονται οι επιπτώσεις της προσάρτησης της Θεσσαλίας (1881) στις γαιοκτητικές σχέσεις της περιοχής, καθώς και στη συνολική εξέλιξη του αγροτικού ζητήματος στην Ελλάδα.
Η δημιουργία των τσιφλικιών είχε δραματικές συνέπειες για τους Θεσσαλούς καλλιεργητές, οι οποίοι έπαψαν πλέον να απολαμβάνουν τα προνόμια που τους παρείχε το Οθωμανικό δίκαιο και μετατράπηκαν σταδιακά σε απλούς αγρομισθωτές.
Η σύγκρουση τσιφλικούχων-κολίγων συγκλόνισε την κοινωνική και πολιτική ζωή της χώρας στην περίοδο 1881-1910 και σηματοδότησε μια νέα πολιτική του ελληνικού κράτους (και ιδιαιτέρως των κυβερνήσεων του Χ. Τρικούπη) απέναντι στη μεγάλη ιδιοκτησία, το οποίο υπό την πίεση των νέων γαιοκτημόνων και μεγάλων κεφαλαιούχων του εξωτερικού έκανε τα πάντα προκειμένου να προστατεύσει την μεγάλη έγγειο ιδιοκτησία των τσιφλικιών.

Στο συμπερασματικό μέρος, επισημαίνονται οι αρνητικές συνέπειες του θεσσαλικού ζητήματος για την εθνική οικονομία συνολικά, οι οποίες σε συνδυασμό με την σταφιδική κρίση του τέλους του 19ου αιώνα οδήγησαν σε αποτελμάτωση τη γεωργική παραγωγή και το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα, μεταθέτοντας την οριστική επίλυσή του για την περίοδο του Μεσοπολέμου.

Λέξεις-Κλειδιά

- Αγροτικό Ζήτημα, Κοινωνικό ζήτημα, Θεσσαλικό Ζήτημα
- Μεγάλη αγροτική ιδιοκτησία
- Τσιφλίκια
- Προσάρτηση Θεσσαλίας
- Σχέσεις γαιοκτησίας
- Επίμορτη καλλιέργεια, δικαίωμα εξουσίασης
- Αγροτικό κίνημα, κοινωνικές συγκρούσεις, εξέγερση του Κιλελέρ
- Διανομή της γης, αναγκαστική απαλλοτρίωση
- Ακτήμονες, κολίγοι
- Αγροτικοί συνεταιρισμοί

4.1 Εισαγωγικά

Η κρίση του Ανατολικού Ζητήματος στα 1875-78 επιτάχυνε με γρήγορο ρυθμό τις εξελίξεις στα Βαλκάνια.
Η αγροτική εξέγερση στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη το καλοκαίρι του 1875 κατά των μουσουλμάνων γαιοκτημόνων και η βουλγαρική εξέγερση τον Απρίλιο του 1876 οδήγησαν στη σύρραξη Ρωσίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και στη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου τον Μάρτιο του 1878, η οποία προέβλεπε μεταξύ των άλλων την ανεξαρτησία της Σερβίας και της Ρουμανίας και τη δημιουργία ανεξάρτητου βουλγαρικού κράτους.

Το ενδεχόμενο μιας μεγάλης Βουλγαρίας υπό ρωσική επιρροή αλλά και η προοπτική μιας μονομερούς συνολικής ρύθμισης του Ανατολικού Ζητήματος προς όφελος της Ρωσίας θορύβησαν την Αυστροουγγαρία και τη Μεγάλη Βρετανία, οι οποίες απαίτησαν και πέτυχαν μια περισσότερο «ισορροπημένη» ρύθμιση του Ανατολικού Ζητήματος στο Συνέδριο του Βερολίνου (Ιούνιος 1878).

Η Ελλάδα, προ των ανακατατάξεων που επέκειντο στα Βαλκάνια, είχε προσπαθήσει να γίνει μέτοχος των εξελίξεων εγκαταλείποντας την πολιτική καλής γειτονίας με την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Αν και η εισβολή του ελληνικού στρατού στη Θεσσαλία στις αρχές του 1878 κατέληξε σε φιάσκο, οι διπλωματικές εξελίξεις μετά το Συνέδριο του Βερολίνου γίνονταν ολοένα και πιo συμβατές με τις απαιτήσεις του ελληνικού βασιλείου:
Οι πιέσεις προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία στη Διάσκεψη των Πρεσβευτών των Μεγάλων Δυνάμεων τον Φεβρουάριο του 1881 στην Κωνσταντινούπολη υπήρξαν αφόρητες για εδαφικές παραχωρήσεις προς την Ελλάδα.

Για τη δημιουργία εντυπώσεων συνδιαλλαγής και με τη σιγουριά ότι η ελληνική πλευρά ενεργώντας μαξιμαλιστικά θα απέρριπτε τις παραχωρήσεις της, η Υψηλή Πύλη έπαιξε το τελευταίο της χαρτί: Πρότεινε στη διάσκεψη την παραχώρηση ολόκληρης σχεδόν της Θεσσαλίας (εκτός ενός μικρού τμήματος στην περιοχή της Ελασσόνας) και της περιοχής της Άρτας στην  Ήπειρο: «Ταυτοχρόνως πάσαι αι ευρωπαϊκαί κυβερνήσεις συνεβούλευον τον Κουμουνδούρον ν’ αποδεχθή την
γραμμήν ταύτην ήν ήθελεν αποσύρει η Τουρκία εν περιπτώσει αρνήσεως αυτού.


Ο Κουμουνδούρος ζυγίσας τας περιστάσεις, κατανοήσας ότι παρά μεν των δυνάμεων ουδέν πλειότερον ηδύνατο να αναμένη, απεδέχετο την γραμμήν την 31 Μαρτίου. Η Πύλη ήτις παρέσχε πλείονα επ’ ελπίδι της απορρίψεως αυτών υπό της Ελλάδος, αιτούσης ολόκληρον την γραμμήν την χαραχθείσαν υπό της Βερολινείου Συνδιασκέψεως, εκούσα άκουσα ηναγκάσθη να εκπληρώσει την υποχρέωσιν ταύτην». (Βλ. Κυριακίδης Επ., «Η Προσάρτησις της Θεσσαλίας», περιοδικό ΗΩΣ, Αφιέρωμα στη Θεσσαλία, Αθήνα 1966, σελ. 85).

Η ταχύτητα των εξελίξεων και ο «τελεσιγραφικός» χαρακτήρας των αποφάσεων που έπρεπε να ληφθούν, είχαν σημαντικές συνέπειες στην κατάρτιση της ελληνοτουρκικής σύμβασης προσάρτησης που υπογράφτηκε τον Ιούνιο του 1881, ιδιαίτερα σε ότι αφορά στον τρόπο διευθέτησης των περιουσιών των Οθωμανών υπηκόων στην Θεσσαλία.
Η επιμονή της οθωμανικής πλευράς να διασφαλίσει τους Οθωμανούςδικαιούχους επέβαλε τελικά τον σεβασμό όσων δικαιωμάτων απέρρεαν από νόμιμους οθωμανικούς τίτλους και οδήγησε στην πλήρη αναγνώριση του γαιοκτητικού καθεστώτος της Θεσσαλίας, όπως αυτό είχε ήδη διαμορφωθεί από την εποχή του Αλή Πασά και των γιών του.

Το γεγονός αυτό, όπως θα αναλύσουμε παρακάτω, θα διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη των σχέσεων γαιοκτησίας αλλά και των κοινωνικών συγκρούσεων του θεσσαλικού χώρου μετά την προσάρτησή του στην Ελλάδα.
Στις 31 Αυγούστου 1881 ο ελληνικός στρατός εφαρμόζοντας τη Συνθήκη Προσάρτησης απελευθέρωσε τη Λάρισα.
Δυο εβδομάδες αργότερα η εφημερίδα της πόλης Αστήρ της Θεσσαλίας στο κύριο άρθρο της με τίτλο “Το αγροτικό ζήτημα” σημείωνε τα εξής:

“Και ενταύθα ήρξαντο να αναφαίνονται εκ μέρους των χωρικών αναρχικαί τάσεις- παραπειθόμενοι οι απλοϊκοί ούτοι άνθρωποι υπό δημαγωγών τινων επιδιωκόντων πολιτικούς σκοπούς και χρηματικά συμφέροντα, αρνούνται να τηρήσωσι τα κεκανονισμένα και να πληρώσωσι ως καλλιεργηταί εις τους γαιοκτήμονας το ανήκον εις αυτούς ίμορον. […]

Οφείλει λοιπόν η ελληνική κυβέρνηση ίνα διατάξη τους βασιλικούς επιτρόπους και τας στρατιωτικάς αρχάς ίνα υποστηρίξωσι δι’ όλων αυτών των μέσων τα δίκαια των ιδιοκτητών και υποχρεώσωσι τους χωρικούς ίνα και εφέτος αποδώσωσι το συμπεφωνημένον ίμορον.” (Βλ. Εφημερίς Αστήρ της Θεσσαλίας, Λάρισα, 15/9/1881).

Πρόκειται για την απαρχή του περίφημου “Θεσσαλικού Ζητήματος”, που για περισσότερο από τέσσερις δεκαετίες θα αποτελέσει κεντρικό σημείο αναφοράς στην πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας, αλλά και επίκεντρο μιας οξύτατης κοινωνικής σύγκρουσης μεταξύ τσιφλικούχων και κολίγων, με αποκορύφωμα την εξέγερση στο Κιλελέρ τον Μάρτιο του 1910 και την «μακρά πορεία» προς την επίλυσή του το 1923.

4.2 Η προσάρτηση της Θεσσαλίας και η περιπλοκή του ζητήματος της γαιοκτησίας στην Ελλάδα

Η προσάρτηση της Θεσσαλίας (1881) δεν αποτέλεσε μόνο την πρώτη επέκταση των συνόρων του νέου ελληνικού κράτους σε βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ως αποτέλεσμα της νέας συγκυρίας που εγκαινίασε στη Βαλκανική το Συνέδριο του Βερολίνου (1878).

Οδήγησε επίσης στην αύξηση της έκτασης του ελληνικού κράτους κατά 26,7% και του πληθυσμού του κατά 18%, αύξηση που θεωρείται σημαντική, αν ληφθεί υπόψη η στενότητα του ελληνικού χώρου. Ταυτόχρονα, περιέπλεξε ακόμη περισσότερο το καθεστώς γαιοκτησίας της χώρας, που μόλις μια δεκαετία νωρίτερα (1871) με τη διανομή των «εθνικών γαιών» από την κυβέρνηση Κουμουνδούρου, φαινόταν να καταλήγει στην κυριαρχία της μικρής οικογενειακής αγροτικής ιδιοκτησίας και εκμετάλλευσης στα εδάφη της Παλαιάς Ελλάδας: «Περνώντας από την Πελοπόννησο στη Θεσσαλία, δεν αλλάζουμε απλώς γεωγραφικό χώρο, αλλά ίσως και ιστορική περίοδο: περνάμε από έναν κόσμο σ’ έναν άλλο.

Το πρόβλημα εδώ δεν είναι η υπερπαραγωγή στην οποία μοιραία οδήγησε η μαζική στροφή των μικρών παραγωγών προς τις ευνοημένες από τη συγκυρία εμπορευματικές καλλιέργειες.

Εδώ το πρόβλημα είναι η ακινησία της μεγάλης γαιοκτησίας και της σιτοπαραγωγής, η αδράνεια των ημιφεουδαρχικών σχέσεων παραγωγής». (Αγριαντώνη Χρ., Οι απαρχές της εκβιομηχάνισης στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα, Ιστορικό Αρχείο - Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα 1986, σελ. 281).

Την εποχή την ενσωμάτωσής της στην Ελλάδα, η Θεσσαλία ήταν μια επαρχία αραιοκατοικημένη. Η απογραφή του 1881 κατανέμει 270.890 κατοίκους σε 12.630 τετραγωνικά χιλιόμετρα (άρα 21 κατοίκους ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο, ενώ στην Παλιά Ελλάδα αντιστοιχούσαν 32). Σε ότι αφορά στο θρήσκευμα, σύμφωνα με την ίδια απογραφή, το 90% του πληθυσμού ήταν Ορθόδοξοι Χριστιανοί, το 9,1% Μουσουλμάνοι και το 0,9% Εβραίοι. Η έκταση που καταλάμβαναν τα 395 τσιφλίκια της Θεσσαλίας στα τέλη του 19ου αιώνα  ανέρχονταν σε 6 εκατομμύρια στρέμματα περίπου. Σε κάθε χωριό συνήθως αντιστοιχούσε ένα τσιφλίκι, τα μεγαλύτερα χωριά μοιράζονταν σε δύο τσιφλίκια, ενώ ανάλογα με την περιοχή υπήρχαν και λίγα «ελεύθερα» κεφαλοχώρια, όπου κυριαρχούσαν οι μικροϊδιοκτήτες καλλιεργητές.

Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1881 που προσαρτήθηκε η Θεσσαλία στην Ελλάδα, σε σύνολο 658 χωριών, τα 460 ήταν τσιφλίκια και μόνο τα 198 «ελεύθερα» κεφαλοχώρια. Η μεγάλη πλειοψηφία των τσιφλικιών βρισκόταν στις επαρχίες Καρδίτσας, Λάρισας και Τρικάλων.

Τα τσιφλίκια διακρίνονταν σε μισακάρικα και τριτάρικα, ανάλογα με τη συμμετοχή του τσιφλικούχου στις καλλιεργητικές δαπάνες. Η κολληγική σχέση παρουσίαζε έντονες διαφοροποιήσεις ακόμη και ανάμεσα στα τσιφλίκια της ίδιας περιοχής:
“Εν Θεσσαλία περί τας 400 ιδιοκτησίαι γης (τσιφλίκια) κατέχουσαι περί τα 6.000.000 στρεμμάτων, ών πλέον του ημίσεος αποτελείται εκ των καλλίστων πεδινών γαιών, εν αίς εγκαταβιούσι 18.000 γεωργοί, εξ ών απαρτίζονται 11.000 γεωργικών οικογενειών περίπου ή περί τας 44.000 ατόμων.



Η δε επιφάνεια της θεσσαλικής γης η μεν πεδινή ασφαλώς χωρογραφικώς υπολογίζεται ουχί άνω των 4.000.000 στρεμμάτων, η όλη δε Θεσσαλία μετά των ορέων, των δασών και των λιμνών της υπολογίζεται ουχί πλέον των 13.000.000 στρεμμάτων. Συνεπώς άπαν σχεδόν το πεδινόν μέρος, το ήμισυ δε του όλου, ου μόνον του καλλιεργησίμου, αλλά και του ανεπιδέκτου οιασδήποτε καλλιεργείας ανήκει εις ευαρίθμους κυρίους». (Βλ. Πρόντζας Β., Οικονομία και γαιοκτησία στη Θεσσαλία (1881-1912), εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 1982, σελ. 425).

Το κύριο χαρακτηριστικό της γαιοκτησίας στη Θεσσαλία αποτελούσε η ύπαρξη των μεγάλων αγροκτημάτων, των τσιφλικιών, τα οποία εκτείνονταν σε πολλές χιλιάδες στρέμματα και κάλυπταν περισσότερο από τα 2/3 των καλλιεργούμενων εκτάσεων. Την αρχική τιμαριωτική κατάτμηση της Θεσσαλίας στην εποχή της ακμής της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, είχαν σταδιακά υποκαταστήσει τα τσιφλίκια, για την προέλευση και των χαρακτήρα των οποίων υπάρχουν αποκλίνουσες απόψεις μεταξύ των ερευνητών, καθώς ορισμένοι τα θεωρούν ως μια εκφυλισμένη μορφή γαιοκτησίας ύστερα από τη βαθμιαία παρακμή του οθωμανικού τιμαριωτικού συστήματος, ενώ άλλοι υποστηρίζουν ότι πρόκειται για ένα θεσμό που δημιουργήθηκε κατά ανώμαλο τρόπο εξαιτίας της ανάγκης προσαρμογής της οθωμανικής δικαιοταξίας προς τα δυτικά καπιταλιστικά πρότυπα.

Το τσιφλίκι, σύμφωνα με τον Καραβίδα, στα χρόνια της ακμής του πρόσφερε στους χωρικούς την επιβίωσή τους και ασφάλεια μεγαλύτερη από εκείνην που είχαν οι αγρότες μικροϊδιοκτήτες: Ήταν ένας ιδιότυπος κοινοτικός σχηματισμός ο οποίος αποτελούσε και από οικονομική πλευρά μια πλήρη, σύνθετη και καλώς διοικούμενη (από τον τσιφλικούχο, με την ενεργό συμμετοχή των κολλήγων), παραγωγική αυτάρκη μονάδα. Στα πλαίσια του τσιφλικιού λειτουργούσε αποδοτικά ένα δανειοδοτικό και ασφαλιστικό σύστημα που μείωνε τους κινδύνους του καλλιεργητή σε εποχές σιτοδείας και εξασφάλιζε τη διατροφή της οικογένειάς του και των ζώων του μέχρι την επόμενη συγκομιδή. Η μεταβολή του γαιοκτητικού συστήματος διατάραξε τις αρμονικές σχέσεις συνεργασίας των δυο μερών, «διότι τόσο ο ιδιοκτήτης όσο και οι κολλήγοι επεδίωξαν ιδιοτελώς να επιτύχουν περισσότερα κέρδη έκαστος δι’ ίδιον λογαριασμόν εις βάρος του όλου οργανισμού, όστις εκλονίσθη εις αυτάς τας εταιρικάς δυναμικάς βάσεις του».
(Βλ. Καραβίδας Κ., Τα Αγροτικά, επανέκδοση εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1982, σελ. 111-112).


Τα τσιφλίκια καλλιεργούνταν με το σύστημα της επίμορτης αγροληψίας, ενός θεσμού που βασιζόταν κατά κύριο λόγο στο εθιμικό δίκαιο. Στα πλαίσια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας η ψιλή κυριότητα των δημόσιων γαιών ανήκε στο κράτος, το οποίο παραχωρούσε το δικαίωμα εξουσίασης ή οριζόντιας ιδιοκτησίας (tesarrouf) σε Οθωμανούς γαιοκτήμονες. Αυτοί με τη σειρά τους ανέθεταν τη καλλιέργεια της γης σε επίμορτους καλλιεργητές έναντι ενός ποσοστού της παραγωγής, της μορτής. Ουσιαστικά επρόκειτο για μια μορφή «διαρκούς εταιρίας» μεταξύ γαιοκτήμονα και καλλιεργητή, στην οποία όμως ο καλλιεργητής
διατηρούσε σύμφωνα με το εθιμικό δίκαιο ενισχυμένα δικαιώματα, γεγονός που περιόριζε την κυριότητα του γαιοκτήμονα. Για παράδειγμα, ο καλλιεργητής ήταν συνδεδεμένος δια βίου με τη γη του και είχε μεταβιβαζόμενο κληρονομικό δικαίωμα καλλιέργειάς της, ενώ με την πάροδο του χρόνου διασφάλισε δικαιώματα  χρήσης στην οικία του, σε δάση, βοσκοτόπια, πηγές και ρέοντα ύδατα και σε άλλους κοινόχρηστους χώρους του τσιφλικιού.

Αυτά τα χαρακτηριστικά της οθωμανικής γαιοκτησίας στη Θεσσαλία θα επηρεάσουν καθοριστικά - μετά την προσάρτηση στο ελληνικό βασίλειο - τόσο την τύχη των γαιών όσο και τη φύση του ιδιοκτησιακού τους καθεστώτος.

Ήδη, αμέσως μετά το Συνέδριο του Βερολίνου, η αναμενόμενη απόσχιση της περιοχής από την Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε οδηγήσει σε μαζικές αποχωρήσεις των Οθωμανών κατοίκων της, ενώ μετά το 1881 άρχισαν και οι Κονιάροι μικροϊδιοκτήτες να εκποιούν τα κτήματά τους και να μεταναστεύουν. Μάλιστα, οι αρχικά χαμηλές τιμές εκποίησης των μικροϊδιοκτησιών προκάλεσαν προσδοκίες για εύκολο πλουτισμό και οδήγησαν τους Έλληνες μικροκεφαλαιούχους της Θεσσαλίας αλλά και της Παλαιάς Ελλάδας σε έναν ιδιότυπο πλειστηριασμό, αποτέλεσμα του οποίου ήταν η συνεχής αύξηση των τιμών των κτημάτων: «Άμα υπεγράφη η μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας περί παραχωρήσεως της Θεσσαλίας συνθήκη, ήρξατο η εκποίησις των μικροϊδιοκτησιών και η αθρόα των οθωμανών μικροϊδιοκτητών, Κονιάρων, μετανάστευσις […]
». Ήτο δε τηλικαύτη η ζήτησις, ώστε αντί να υποτιμηθώσιν, ως ηλπίζετο, αι γαίαι υπερετιμήθησαν απιστεύτως.[…] κατά τα έτη 1880, 1881, 1882, 1883 και 1884 παρετηρείτο καθ’ άπασαν την Θεσσαλίαν απερίγραπτος ζωηρότης εις τας αγοραπωλησίας μικρών ιδιοκτησιών». (Βλ. Τριανταφυλλίδης Σ., Οι κολλίγοι της Θεσσαλίας, εκδ. Στοχαστής, Αθήνα 1964, σελ. 15 και 19).

Όμως εκείνο που χαρακτηρίζει το διάστημα λίγο πριν και λίγο μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας είναι η συγκρότηση νέων μεγάλων ιδιοκτησιών που διαμορφώνουν ένα νέο καθεστώς γαιοκτησίας, σημαντικά διαφοροποιημένο από το παλαιότερο οθωμανικό. Βάσει των άρθρων 4 και 6 της Ελληνοτουρκικής Σύμβασης του 1881 και προκειμένου να εξασφαλιστούν πλήρως οι Οθωμανοί δικαιούχοι, αναγνωρίστηκαν από το Ελληνικό Δημόσιο όλα τα έγγεια ιδιοκτησιακά και εμπράγματα δικαιώματα των Οθωμανών υπηκόων, ανεξαρτήτως θρησκεύματος.

Η Σύμβαση δηλαδή επέβαλε το σεβασμό των υπαρχόντων δικαιωμάτων όσων κατείχαν νόμιμους οθωμανικούς τίτλους σε κάθε είδους γαίες ή ακίνητα, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα τους τίτλους αυτούς ως αποδεικτικά στοιχεία ιδιοκτησίας.

 Με δεδομένη μάλιστα την ισχύ της απόλυτης ατομικής ιδιοκτησίας στην ελληνική νομοθεσία (σε αντίθεση με τους περιορισμούς που επέβαλε ο Οθωμανικός νόμος),
οι τίτλοι αυτοί θεωρήθηκαν ως αναμφισβήτητα αποδεικτικά στοιχεία ιδιοκτησίας, εξομοιώθηκαν δε απολύτως με τους τίτλους πλήρους ιδιοκτησίας: «Επρόκειτο για ‘’πλασματική’’ αναγνώριση των κεκτημένων εμπράγματων δικαιωμάτων σαν δικαιωμάτων ‘’ιδιοκτησίας’’, σύμφωνα με το άρθρο 4 της σύμβασης. Ουσιαστικά, δηλαδή, αναγνωρίστηκε μια ‘’τεχνητή’’ νομική αντιστοιχία των κεκτημένων αυτών ιδιωτικών δικαιωμάτων με το καθεστώς της πλήρους αστικής ιδιοκτησίας, που ίσχυε στην Ελλάδα. Επήλθε με τον τρόπο αυτό η νομική ‘’αφομοίωση’’ δυο μη ισοδύναμων τίτλων, με αποτέλεσμα τη μεταβολή στο όλο ιδιοκτησιακό καθεστώς, την αθρόα εκποίηση των οθωμανικών ‘‘ιδιοκτησιών’’ και στην ουσία την απώλεια σημαντικών δημόσιων εκτάσεων υπέρ Οθωμανών ιδιοκτητών».Βλ. Σφήκα Θεοδοσίου Αγγ., «Ο Χ. Τρικούπης και οι εθνικές γαίες», στο Ιστορικά τεύχ. 125 (ένθετο της εφ. «Ελευθεροτυπία»), Το Αγροτικό Ζήτημα, 7 Μαρτίου 2002, σελ. 30.


Στην πραγματικότητα το ελληνικό κράτος εξομοίωσε τίτλους που δεν ήταν ισοδύναμοι και έτσι αντί να κληρονομήσει ως διάδοχη κατάσταση τη δημόσια οθωμανική γη, τη χάρισε στους τούρκους γαιοκτήμονες, στους οποίους είχε παραχωρηθεί από τον Σουλτάνο μόνο προς κάρπωση και εξουσίαση και όχι κατά την πλήρη κυριότητα. Η νομική αυτή ρύθμιση δεν εμπόδισε τη μαζική αποχώρηση των Τούρκων νομέων, οι οποίοι, εφοδιασμένοι με τους νεοπαγείς τίτλους πλήρους κυριότητας, παρουσιάστηκαν στη χρηματιστική αγορά της Κωνσταντινούπολης αναζητώντας αγοραστές.

Σε διάστημα τριών μόνο ετών, μια πελώρια μεταβίβαση τίτλων και μια συγκέντρωση της γαιοκτησίας πραγματοποιήθηκαν σε όφελος των μεγάλων Ελλήνων κεφαλαιούχων και χρηματιστών της διασποράς.

Μάλιστα, όπως επισημαίνεται σχετικά, οι Τούρκοι γαιοκτήμονες ξεπουλούσαν βιαστικά τα κτήματά τους φοβούμενοι μήπως, παρά τις ρητές διατάξεις της Σύμβασης προσάρτησης, το ελληνικό κράτος τελικά υπαναχωρήσει και προχωρήσει σε εθνικοποίηση της γης:

Περίπου σαράντα Έλληνες κεφαλαιούχοι της διασποράς, «οι οποίοι ζούσαν μεταξύ Κωνσταντινούπολης, Οδησσού, Αλεξάνδρειας, Βουκουρεστίου αφενός και Παρισιού, Λονδίνου, Τεργέστης αφετέρου», διαδέχτηκαν τους Οθωμανούς τσιφλικούχους: «Ζάππας, Αβέρωφ, Ζαρίφης, Στεφάνοβικ-Σκυλίτσης, Ζωγράφος, Συγγρός, Χαροκόπος, Καραπάνος και από κοντά διάφοροι ντόπιοι τσιφλικούχοι, Τερτίπης στην Καρδίτσα,, Καρτάλης, Κασαβέτης, Τοπάλης, Τσοποτός στον Βόλο, Χατζηγάκης, Μπασδέκης, Γιαννούσης στα Τρίκαλα κ.ά. αγόρασαν εκατομμύρια στρέμματα μέσα στα οποία υπήρχαν περισσότερα από 350 χωριά και στα οποία ζούσε κάτι παραπάνω από τον μισό πληθυσμό της Θεσσαλίας». (Βλ. Βεργόπουλος Κ., Το αγροτικό Ζήτημα στην Ελλάδα, Η κοινωνική ενσωμάτωση της γεωργίας, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1975, σελ. 121 και Ψύρρας Θ., Κιλελέρ. Στον ήλιο μοίρα. Από το ξεκίνημα του αγώνα ως την εξέγερση και την τελική λύση (1881-1923), εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2010, σελ. 35).

Κατά συνέπεια, η Θεσσαλική προσάρτηση του 1881 οδήγησε σε αλλαγές στο ζήτημα της γαιοκτησίας μέσω της μεταβίβασης των ιδιοκτησιών των Τούρκων γαιοκτημόνων σε μεγάλους Έλληνες χρηματιστές και εμπόρους της διασποράς, οι οποίοι με τον τρόπο αυτό απέκτησαν τεράστιες εκτάσεις καλλιεργήσιμης γης.
Δεν επρόκειτο όμως για απλή αλλαγή ιδιοκτησίας της γης. Οι συνέπειες για τους καλλιεργητές υπήρξαν δραματικές, αφού έπαψαν πλέον να απολαμβάνουν τα προνόμια που τους παρείχε το Οθωμανικό δίκαιο. Το καθαρά εμπράγματο δικαίωμα που διατηρούσαν πάνω στην καλλιεργούμενη γη, με όλες τις συνέπειες που απέρρεαν από αυτό, καταργήθηκε και σταδιακά μετατράπηκαν σε απλούς αγρομισθωτές. «Η νομική δηλ. σχέση της ιδιότητας του καλλιεργητή της γης, από εμπράγματη που ήταν, έγινε ενοχική.
Ο ιδιοκτήτης της ήταν απόλυτα κύριος και κάτοχός της.

 Και όλα αυτά στηρίχτηκαν στις ρωμαιοβυζαντινές διατάξεις περί της έγγειας ιδιοκτησίας, τελείως διαφορετικές από τις Οθωμανικές». (Βλ. Μουγογιάννη Γ., Πτυχές του αγροτικού ζητήματος στη Θεσσαλία. Ανάτυπο από τον Ζ’ τόμο του Αρχείου Θεσσαλικών Μελετών, Βόλος 1985, σελ. 102).
Οι ιδιοκτήτες, αντίστοιχα, γίνονταν απόλυτα κύριοι της γης που κατείχαν και (σε αντίθεση με το Οθωμανικό tesarrouf που απαγόρευε την χωρίς σοβαρό λόγο έξωση των κολίγων), μπορούσαν πλέον με την εκπνοή των μισθωτηρίων συμβολαίων να εκδιώκουν τους καλλιεργητές από το τσιφλίκι. Προς αυτή την  κατεύθυνση συνέτεινε η ασάφεια του άρθρου 6 της Σύμβασης το οποίο, ενώ όριζε ότι δεν θα γινόταν καμία τροποποίηση στις σχέσεις ανάμεσα στους ιδιοκτήτες και τους καλλιεργητές «ειμή δια νόμου γενικού, εφαρμοστέου καθ’ όλον το βασίλειον», δεν όριζε επακριβώς τα δικαιώματα των καλλιεργητών τα οποία μέχρι τότε ορίζονταν από το εθιμικό δίκαιο. Ο ορισμός αυτών ακριβώς των δικαιωμάτων αποτέλεσε το επίκεντρο της σφοδρής κοινωνικής σύγκρουσης που ξέσπασε ανάμεσα στους κολλήγους και τους νέους τσιφλικούχους της Θεσσαλίας.

Οι τελευταίοι υποχρέωναν τους κολίγους να υπογράφουν ετήσιες συμβάσεις μίσθωσης σαν να ήταν μισθωτές της γης και όχι επίμορτοι καλλιεργητές, αναγνωρίζοντας έμμεσα την πλήρη ιδιοκτησία των γαιοκτημόνων.

Ακόμη περισσότερο οι νέοι ιδιοκτήτες στα τσιφλικοχώρια της Θεσσαλίας θεώρησαν ότι εκτός από τη γη, στην έννοια της απόλυτης κυριότητας συμπεριλαμβανόταν και οτιδήποτε άλλο υπήρχε στο κάθε τσιφλίκι: σπίτια, αποθήκες, ζώα και εργαλεία. Όσοι δηλαδή δεν ήταν διατεθειμένοι να υπογράψουν συμβάσεις μίσθωσης με τους ιδιοκτήτες, ήταν υποχρεωμένοι να εγκαταλείψουν τις κατοικίες που η οικογένειά τους διατηρούσε από γενιά σε γενιά μέσα στα όρια του τσιφλικιού. Το αποτέλεσμα ήταν η ραγδαία υποβάθμιση της κατάστασης των αγροτών, λόγω του περιορισμού των δικαιωμάτων που μέχρι τότε απολάμβαναν σε κτήματα, σπίτια και σε
κοινόχρηστους χώρους του τσιφλικιού.

Όπως σημείωνε σχετικά Ο Αιών του Ι. Φιλήμονος :“[…] Και όμως τις θα πιστεύη ότι οι νέοι κύριοι των χωρίων, οι από της Πύλης αγοράσαντες ταύτα εισίν απαιτητικώτεροι των Τούρκων προς τους μέχρι τούδεεν τοις χωρίοις οικούντας ή γεωργούντας Έλληνας γεωργούς; Παρά τοις Τούρκοις ανεγνωρίζετο τοις χωρικοίς η κυριότης της οικίας και της περιοχής αυτής […] οι νέοι κύριοι ου μόνον την νομήν απαρνούνται αυτοίς, αλλ’ εκβιάζουσι τους δυστυχείς να τους πληρώσωσι και ενοίκιον δια τας οικίας, εις ας κατοικούσιν και ας οι χωρικοί θεωρούσι προ αμνημονεύτων χρόνων ως ιδίας. Αλλ’ αι ενστάσεις των χωρικών εις μάτην. Επιδείκνυται αυτοίς το της αγοραπωλησίας έγγραφον, εν ω και αι οικίαι επωλήθησαν τω νέω κυρίω.” (Εφ. Ο Αιών, 24/9/1881).

Συνεπώς, για τους Θεσσαλούς αγρότες το νέο γαιοκτητικό καθεστώς σηματοδότησε περιορισμό των δικαιωμάτων τους ως καλλιεργητών και μια περαιτέρω επιδείνωση της θέσης τους σε σχέση με αυτή που είχαν επί οθωμανικού καθεστώτος. Ένα δείγμα των σφοδρών αντιδράσεων και επικρίσεων του πολιτικού και δημοσιογραφικού κόσμου απέναντι στη νέα κοινωνική πραγματικότητα που διαμορφώθηκε στον θεσσαλικό κάμπο παρατίθεται παρακάτω: «Οι νέοι ιδιοκτήται περιώρισαν κατά πολύ τα δικαιώματα των χωρικών […] και απέβησαν τόσον τυραννικοί εις την είσπραξιν του ιμόρου, ώστε οι χωρικοί ήρχισαν να δυσφορώσι και να ομολογούσιν ότι η κατάστασίς των ήτο ασυγκρίτως καλυτέρα υπό τους Τούρκους διοικητάς». (Βλ. Ραδινού Γ.Κ., “Μελέτη περί του εν Θεσσαλία αγροτικού ζητήματος”, εφημερίδα Η Θεσσαλία, 13-17 Ιουλίου 1909).

Ενώ ο βουλευτής Αττικής Ζυγομαλάς ανέφερε στη Βουλή: «Υπάρχουσι χωρία, κύριοι, και τι χωρία, κωμοπόλεις περιέχουσαι εκατοντάδες οικιών, και έρχεται ο λεγόμενος ιδιοκτήτης και αμφισβητεί την κυριότητα των οικιών […] και έρχονται σήμερον δι’ αυτών των εγγράφων, τα οποία αποστάζουν το αίμα των χωρικών, και σας λέγουσι είμαι ιδιοκτήτης […] Και θέλετε να αισθανθή ο Θεσσαλός ότι έχει πατρίδα και απέκτησεν ελευθερίαν, όταν είναι είλως, δούλος του αυτού αυθέντου; […] Αισθάνεται τουναντίον, ότι είναι άπατρις, φερέοικος, ανέστιος […] Είτε ευρίσκεται υπό του Σουλτάνου Χακμίτ, είτε υπό χριστιανού Βασιλέως, το σύστημα της κατακτήσεως είναι το αυτό».

(Βλ. Αγόρευση Χρ. Ζυγομαλά, ΕΣΒ, Περ. Θ’, Συν. Β’, Συνεδρ. 12 Φεβρουαρίου 1883, σελ. 908). Σύμφωνα με τον Χρ. Ζωγράφο: «Ο Θεσσαλός χωρικός εν τη προσαρτήσει της πατρίδος αυτού μετά κράτους ομοεθνούς, διέβλεπε ουχί μόνον την εκπλήρωσιν πόθου πατριωτικού, αλλά την μεταβολήν της προς την γην σχέσεώς του.
Συνδέων και συγχέων την ιδέαν της Οθωμανικής κυριαρχίας προς την της ιδιοκτησίας, ενόμιζεν ότι καταλυομένης της μεν, έδει και η ετέρα να καταρρεύσει συγχρόνως. Όθεν, ευθύς μετά την προσάρτησιν της Θεσσαλίας και της Άρτας οι καλλιεργηταί διεκδίκησαν την ιδιοκτησίαν της γης. Επεμβάσης όμως της Πολιτείας προς φρούρησιν νομίμως κεκτημένων δικαιωμάτων, μετά είδον ματαιωμένας τας προσδοκίας των». (Βλ. Ζωγράφος Χρ. Γ., Το αγροτικόν ζήτημα εν Θεσσαλία, Αθήνα 1911, σελ. 22).

Ο αγώνας των κολίγων καλλιεργητών πήρε τα χαρακτηριστικά της πάλης κατά των εξώσεων από τα κτήματα. Οι εξώσεις στρέφονταν κατά όσων αρνούνταν να υπογράψουν συμβόλαια μίσθωσης, μέσω των οποίων οι γαιοκτήμονες επιχειρούσαν να θεμελιώσουν τα δικαιώματα κυριότητάς τους. Από την πλευρά τους οι γαιοκτήμονες χρησιμοποιώντας τη χωροφυλακή και το στρατό, αλλά και ομάδες μισθοφόρων, επιχειρούσαν να τρομοκρατήσουν τους χωρικούς με στόχο να εξασφαλίσουν τη πληρωμή του γήμορου, την υπογραφή μισθωτηρίων συμβολαίων και την έξωση από τα κτήματα όσων καλλιεργητών πρωτοστατούσαν στην αμφισβήτηση των δικαιωμάτων τους.

Η σύγκρουση τσιφλικούχων-κολίγων συγκλόνισε την κοινωνική ζωή της Θεσσαλίας στις δυο τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα και αποτυπώθηκε τόσο στα συχνά δημοσιεύματα των αθηναϊκών και τοπικών εφημερίδων, όσο και στις οξείες αντιπαραθέσεις που προκλήθηκαν κατά τη συζήτηση του θέματος στη Βουλή: Σύμφωνα με τον Σοφ. Τριανταφυλλίδη «[…] Κυβέρνησις, διοίκησις,, δικαστήρια δια της ευνοίας προς τους ιδιοκτήτας και δια της δυσμενούς ερμηνείας της κολληγικής σχέσεως, ηνάγκασαν τους κολλήγους να συντάξωσι κολληγικά συμβόλαια, δι’ ών κατελύοντο οι προϋπάρχοντες ουσιώδεις περιορισμοί της κυριότητος των τσιφλικούχων και τα βαρύτατα δικαιώματα των καλλιεργητών». (Βλ. Τριανταφυλλίδης Σ., Οι κολλίγοι…,όπ.πρ., σελ. 42).

Ήδη από το 1882 η εφημερίδα Ανεξαρτησία μας πληροφορεί για μαζικές συλλήψεις
κολίγων που αρνούνταν να αναγνωρίσουν τις νέες σχέσεις ιδιοκτησίας: “Αν επισκεφθή κανείς τας φυλακάς Τρικάλων και Καρδίτσης, θα εύρη περί τους τριακοσίους αγρότας, φυλακιζομένους αγεληδόν και αμοιβαδόν, ένεκα αμφισβητήσεως περί κατοχής γαιών και διανομής καρπών.” (Εφ. Ανεξαρτησία, 8 Αυγούστου 1882). Την ίδια χρονιά ο βουλευτής Μεσσηνέζης μεταφέρει στη Βουλή τη δεινή θέση των καλλιεργητών, όπως αυτή περιγράφεται σε τηλεγράφημα διαμαρτυρίας τους: “Τα παθήματά μας είναι απερίγραπτα. Τα αγαθά της ελευθερίας δεν τα αισθανόμαστε. Πίεση, δαρμοί, παράνομες συλλήψεις από χωροφύλακες εξακολουθούν χειρότερα από πριν. […] Ολόκληρες οικογένειες με δικαστικές αποφάσεις διώχνονται από τη γη τους.



Αποφασισμένοι να υπερασπιστούμε τα δικαιώματά μας, παρακαλούμε να υψώσετε φωνή στο όνομα της δικαιοσύνης και της φιλανθρωπίας.” (Αγόρευση του βουλευτή Μεσσηνέζη, βλ. Εφημερίς Συζητήσεων της Βουλής, Συνεδρίασις 28/5/1882). Τα κτήματα μετατρέπονται σε τόπους αιματηρών συγκρούσεων, όταν οι επιστάτες απαγορεύουν την πρόσβαση στους αγρότες που αρνούνται να υπογράψουν νέα συμβόλαια: “[…]
Χθες δε πάλιν εξελθόντες οι χωρικοί να καλλιεργήσωσι τας γαίας αυτών, εμποδίσθησαν παρά των μισθοφόρων υπηρετών της επιστασίας οίτινες απείλησαν θάνατον κατά παντός γεωργού θελήσαντος να καλλιεργήση.

Αυτά είναι πρωτοφανή τω όντι και μαρτυρούσι κατάστασιν αγρίαν ήτις ασχημίζει το έθνος.”Εφ. Οι Εργάται, Τρίκαλα, 5/3/1884.

Σε πολλές περιπτώσεις, προκειμένου να πεισθούν οι κολίγοι να υπογράψουν τα συμβόλαια μίσθωσης, παρεμβαίνουν ανοιχτά η αστυνομία και οι επίσημες διοικητικές αρχές: “Ο καιρός εξακολουθεί να ήναι ευχάριστος και λείαν χρήσιμος δια τας γεωργικάς εργασίας, αίτινες όμως παρεμποδίζονται δυστυχώς υπό των αστυνομικών οργάνων τη διαταγή του κ. Νομάρχου Τρικάλλων, όπως δια του μέσου τούτου εξαναγκασθώσιν οι εν Θεσσαλία καλλιεργηταί των λεγόμενων τσιφλικιών, να συνάψωσιν επίσημα συμβόλαια μετά των αυτοκαλουμένων ιδιοκτητών, αναγνωρίζοντες αυτούς τελείους κυρίους των γαιών […]” Εφ. Καρδίτσα, 31/10/1882.

 Στο ίδιο πνεύμα η αθηναϊκή εφημερίδα Αιών θα κάνει λόγο για την εμφάνιση «επί της κοινωνικής σκηνής του αγροτικού ζητήματος»: «[…] Δέον η Πολιτεία να εννοήση εγκαίρως ότι, τριακόσιαι χιλιάδες γεωργικού πληθυσμού μένουσιν άνευ ιδιοκτησίας. Δύναται η ελληνική κυβέρνησις να αγωνίζεται κατά διαρκούς σάλου κοινωνικού; […] δύναται πας ραδίως να κατανοήση το μέγεθος του γενικού, υποκώφου μεν ήδη αλλ’ εκρηγνυομένου ταχέως γογγυσμού των αγροτών, όν επιταχύνωσιν αι υπερβάλλουσαι των κυρίων αξιώσεις και η άκρα αυτών επί της δυστυχίας των αγροτών πλεονεξία. Αναπόφευκτος έσεται και παρ’ ημίν, αδαέσι ευτυχώς άχρι του νυν αγροτικών ζητημάτων, η επί της κοινωνικής σκηνής εμφάνισις αγροτικού ζητήματος». Βλ. εφ. Αιών, 24 Σεπτέμβρίου 1881.

Σε αυτή την πρώτη φάση το αγροτικό κίνημα έλαβε μεγάλες διαστάσεις κυρίως στα τριτάρικα πεδινά χωριά των της Δυτικής Θεσσαλίας (επαρχίες Καρδίτσας και Τρικάλων), ενώ στην Κεντρική και Ανατολική Θεσσαλία τα περισσότερα χωριά ήταν μεγάλα μισακάρικα τσιφλίκια στα οποία τα περιθώρια αντίστασης των καλλιεργητών ήταν περιορισμένα. Συνήθως στα μισακάρικα τσιφλίκια τα δικαιώματα κυριότητας του ιδιοκτήτη ήταν πιο ισχυρά, ενώ στα τριτάρικα, όπως επισημαίνει ο Σ. Τριανταφυλλίδης, Οι κολλίγοι, όπ.πρ., σελ. 72, οι κολίγοι “ασκούσαν αναμφισβήτητα δικαιώματα” έχοντας, σε πολλές περιοχές, διαμορφώσει έντονη και ενεργό συνείδηση ιδιοκτήτη. Άλλος συγγραφέας σημειώνει: «Η κατάσταση στα μισακάρικα συγκρινόμενη με τα τριτάρικα ήταν πολύ πιο άσχημη.

Ο κολίγος στο μισακάρικο ήταν απομονωμένος στη μορτή του και συνάμα διαρκώς κάτω από τον έλεγχο των επιστατών  μέσα στην αχανή ιδιοκτησία του τσιφλικά. Διαμόρφωνε φοβισμένος μια συνείδηση υπακοής που ακύρωνε τη σκέψη για  ανάληψη συλλογικής δράσης.
Αντίθετα οι καλλιεργητές στα τριτάρικα ζούσαν σε πιο πυκνοκατοικημένα χωριά γεγονός που διαμόρφωνε μια αξιοσημείωτη  συλλογικότητα, διέφευγαν ευκολότερα τον έλεγχο των επιστατών και ασχολούνταν με πολλές διαφορετικές καλλιέργειες […]
Γενικά ο καλλιεργητής του μισακάρικου ένοιωθε κολίγος, ενώ ο καλλιεργητής του τριτάρικου ένοιωθε ότι του άρπαξαν τη γη και ήταν έτοιμος να αντισταθεί». (Βλ. Ψύρρας Θ., Κιλελέρ, ό. π. σελ. 36-37).


 Έντονα συμμετείχαν επίσης στις κινητοποιήσεις οι αγρότες στα χωριά που είχε μετατρέψει ο Αλή Πασάς σε τριτάρικα και όπου οι κάτοικοι διατηρούσαν νωπές τις μνήμες από την εποχή που τα χωριά τους ήταν ελεύθερα κεφαλοχώρια. Στα χωριά αυτά οι καλλιεργητές αμφισβήτησαν ευθύς εξαρχής την «απόλυτη κυριότητα» των τσιφλικούχων, προβάλλοντας και οι ίδιοι δικαιώματα ιδιοκτησίας. «Σε πολλά χωριά «ζούσαν ακόμη γέροντες, αφηγούμενοι κατά τινα τρόπον ο σατράπης των Ιωαννίνων ήρπασε τας ιδιοκτησίας των, και κατά τινα τρόπον ο Σουλτάνος εσφετερίσθη, όσα ο Αλής και ο Βελής ήρπασαν» (βλ. Τριανταφυλλίδης Σ., Οι κολλίγοι…,όπ.πρ., σελ. 38). Μερικά χρόνια αργότερα η εφημερίδα Πανθεσσαλική συγκρίνοντας τα κεφαλοχώρια με τα τσιφλίκια έγραφε: «[…] Δια τούτο εις τα τσιφλίκια επικρατεί ερημία, αθλιότης, δυστυχία, αποκλεισμός. Ουδέν ίχνος προόδου ή ατομικής δραστηριότητος. […] Ενώ ο επισκέπτης των κεφαλοχωρίων ευρίσκεται αμέσως κατάπληκτος εκ της κινήσεως, εκ της δραστηριότητος, εκ της ζωής, εκ της φαιδρότητος των κατοίκων[…]». (Βλ. εφ. Πανθεσσαλική, 8 Σεπτεμβρίου 1901).

Τέτοια ήταν η περίπτωση του χωριού Σοφάδες που έγινε τσιφλίκι επί Αλή Πασά και στη συνέχεια πουλήθηκε το 1879 στον πλούσιο ομογενή της Κωνσταντινούπολης Γ. Ζαρίφη. Οι χωρικοί αντιτάχτηκαν εξαρχής στην εξέλιξη αυτή και ήδη πριν την προσάρτηση ήρθαν σε σύγκρουση με επιστάτες του τσιφλικιού Ζαρίφη από τους οποίους, «εδάρησαν σκληρώς […] επειδή ηρνήθησαν να υπογράψωσι έγγραφον δι’ ού να δηλώσιν ότι ουδεμίαν έχουσι επί των ιδίων οίκων
απαίτησιν».
Αλλά και μετά την άφιξη των ελληνικών αρχών, η κατάσταση δεν φαίνεται να βελτιώθηκε για όσους κολλήγους αντιδρούσαν στους νέους γαιοκτήμονες. Μαρτυρία της εποχής μιλάει για κατατρομοκράτηση των χωρικών από τον επιστάτη ο οποίος «παρεμβαίνει εις τον δημόσιον και τον ιδιωτικόν βίον των χωρικών, εκβιάζων αυτούς να εργάζονται τας Κυριακάς, να μη συνάπτωσι γάμους απαρέσκοντας αυτώ, να μη ευρίσκωνται εις τας οδούς μετά την δύσιν του ηλίου […] να μη τολμώσι να έχωσι γνώμην ιδίαν ή σκέψιν, να μη λαλώσι ότανδεν θέλη[…]». (Βλ. Παγανέλης Σπ., Οδοιπορικαί Σημειώσεις, Αθήνα 1882, σελ. 270-273).


Αλλά η περίπτωση που συνοψίζει καλύτερα τον χαρακτήρα των αγροτικών αγώνων σε αυτή την πρώιμη φάση ανάπτυξης του αγροτικού κινήματος στη Θεσσαλία είναι αυτή του χωριού Ζάρκο των Τρικάλων, το οποίο (μαζί με τα χωριά Νεοχώρι, Κριτσίνι και Γριζάνο) είχε αγοράσει από τους κληρονόμους του Αλή Πασά ο πλούσιος ομογενής Χρηστάκης Ζωγράφος από την Οδησσό της Ρωσίας το 1874, δηλαδή πολύ πριν την προσάρτηση.

Ας σημειωθεί ότι το Ζάρκο δεν υπήρξε ποτέ τσιφλίκι μέχρι την κατάληψή του από τον Αλή, οι δε κάτοικοί του είχαν διατηρήσει ανελλιπώς δικαιώματα ιδιοκτησίας.
Οι αγώνες τους κατά του νέου ιδιοκτήτη που είχαν αρχίσει πριν την προσάρτηση της Θεσσαλίας κορυφώθηκαν μετά από αυτήν, όταν ο Ζωγράφος επιχείρησε να τους υποχρεώσει να υπογράψουν κολιγικά συμβόλαια, αμφισβητώντας τα πατροπαράδοτα δικαιώματά τους στη γη, στις κατοικίες και στα βοσκοτόπια του χωριού.

Ο Ζωγράφος είχε στην υπηρεσία του ένα σώμα 100 περίπου μισθοφόρων, οι οποίοι με τη βία πέτυχαν εξώσεις  των χωρικών από τα σπίτια τους, απαγόρευση καλλιέργειας των κτημάτων και βοσκής για τα ζώα τους στα κοινόχρηστα  λιβάδια του χωριού, καταστροφή των γεωργικών εργαλείων τους, καθώς και αρπαγή ολόκληρης της σοδειάς τους:

«Εν τοις χωρίοις Γριζάνω, Νεοχωρίω και ιδίως εν Ζάρκω, η εκεί επιστασία του Χρηστάκη Ζωγράφου μετετράπη εις αληθές κράτος εν κράτει.

Επειδή ούτε δια της δικαστικής εξουσίας δύναται να υποστηρίζη, όπως επί Τουρκοκρατίας, τας παρανόμους αξιώσεις του, συνεκέντρωσε περί τους 100 Αλβανούς μισθοφόρους, ανθρώπους κακίστης διαγωγής, ων οι μεν εχρημάτισαν λησταί, διαπράξαντες φοβερά κακουργήματα, οι δε φυγοδικούντες δι εγκλήματα εν τη πατρίδι των Αλβανία. Οι άνθρωποι ούτοι αδρώς μισθοδοτούμενοι, επαξίως βεβαίως του σκοπού, δι’ ον εισί προωρισμένοι, περιέρχονται εν φοβερά πανοπλία τας αγυιάς προς εκφοβισμόν των πνευμάτων […] τύπον και υπογραμμόν έχοντες την βίαν, τον εξαναγκασμόν και τους φόνους προς υποστήριξιν των παρανόμων αυτών αξιώσεων». Βλ. Αγόρευση Ν. Ταρμπάζη, ΕΣΒ, Περ. Θ’, Συν. Β’, Συνεδρ. 5 Μαρτίου 1883.


Η αντίσταση των αγροτών είχε σαν αποτέλεσμα συνεχείς και συχνά αιματηρές συμπλοκές με τουλάχιστον τέσσερις νεκρούς και πολλούς τραυματίες. Η επέμβαση της χωροφυλακής οδήγησε δεκάδες αγρότες στα κρατητήρια και σε δίκες για διατάραξη της τάξης. Υπέρμαχος του αγώνα των αγροτών υπήρξε ο βουλευτής της περιοχής Ν. Ταρμπάζης, ο οποίος με επανειλημμένες αγορεύσεις και ερωτήσεις μετέφερε στο ελληνικό κοινοβούλιο τα δεινά των κατοίκων του Ζάρκου, «[…] ών παν παράπονον καταπνίγεται δια της λόγχης της χωροφυλακής». Βλ. Αγόρευση Ν. Ταρμπάζη, ΕΣΒ, Περ. Θ’, Συν. Β’, Συνεδρ. 17 Δεκεμβρίου 1882.


Χαρακτηριστικό είναι και το παρακάτω απόσπασμα από την επερώτησή του προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης, στην ίδια συνεδρία: «Παρακαλώ τον κύριον επί της δικαιοσύνης υπουργόν να πληροφορήση την Βουλήν, επί τίνος αποφάσεως στηριζόμενος ο εισαγγελεύς Τρικάλων διέταξε, το θέρος εφέτος και έθραυσαν τας θύρας των οικιών τινων των κατοίκων του χωρίου Κριτσινίου και αφήρεσαν εξ αυτών τους συλλεγέντες καρπούς; […] Διατί κρατούνται προ πέντε περίπου μηνών οι πρόκριτοι του χωρίου τούτου, και ποία ενέργεια εγένετο επί των καταγγελιών κατά των οργάνων της εξουσίας;».

Συμπαραστάτης των αγροτικών αγώνων ήταν και η εφημερίδα Οι Εργάται των Τρικάλων που δεν παραλείπει να  εκφράσει την αντίθεσή της στην απροκάλυπτη παρέμβαση των κρατικών αρχών και της χωροφυλακής υπέρ του  Χρηστάκη Ζωγράφου: «[…]

Μάτην μέχρι σήμερον αναμέναμεν εκ μέρους της κυβερνήσεως συμπεριφοράν δικαίαν και ανδρικήν εις την υπόθεσιν  του Ζάρκου.

Το δίκαιον κατεπνίγη απέναντι της παντοδυναμίας του χρυσού και ήδη αι στρατιωτικαί λόγχαι αντικατέστησαν το γιαταγάνι των μισθοφόρων του Ζωγράφου» βλ. Εφ. Οι Εργάται, Τρίκαλα, 31/3/1884.


ΠΗΓΗ:

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΤΡΩΝΗΣ
Αναπληρωτής Καθηγητής

Ελληνική Οικονομική Ιστορία
Οικονομία, Κοινωνία και Κράτος στην Ελλάδα
(18ος-20ος αιώνας)
Κεφάλαιο 4: Το Αγροτικό Ζήτημα ΙΙ - Η Μεγάλη Γαιοκτησία


ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΩΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΩΝ
Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο
Ηρώων Πολυτεχνείου 9, 15780 Ζωγράφου
ISBN: 978-960-603-316-2
Copyright © ΣΕΑΒ, 2015


 

 

Επιστροφή