Του Δημήτρη Στεργίου, δημοσιογράφου
Αχιλλεύς Λαζάρου, ο κυματοθραύστης της αντεθνικής προπαγάνδας για τους Ελληνόβλαχους
Ως ένα οφειλόμενο μνημόσυνο στη μνήμη του εκλιπόντος διαπρεπούς ιστορικού, ειδικού ρωμανιστή-βαλκανόλόγου Αχιλλέα Γ. Λαζάρου, έκρινα σκόπιμο να δημοσιεύσω το κείμενο μιας συνεντεύξεως που είχα μαζί του πριν από αρκετά χρόνια. Πρόκειται για ένα χρήσιμο απάνθισμα επιστημονικών συζητήσεών μου με τον αοίδιμο πολυγραφότατο συγγραφέα και υπερασπιστή της ελληνικότητας των Βλάχων.
Αχιλλεύς Λαζάρου, ο κυματοθραύστης της αντεθνικής προπαγάνδας για τους Ελληνόβλαχους
Ως ένα οφειλόμενο μνημόσυνο στη μνήμη του εκλιπόντος διαπρεπούς ιστορικού, ειδικού ρωμανιστή-βαλκανόλόγου Αχιλλέα Γ. Λαζάρου, έκρινα σκόπιμο να δημοσιεύσω το κείμενο μιας συνεντεύξεως που είχα μαζί του πριν από αρκετά χρόνια. Πρόκειται για ένα χρήσιμο απάνθισμα επιστημονικών συζητήσεών μου με τον αοίδιμο πολυγραφότατο συγγραφέα και υπερασπιστή της ελληνικότητας των Βλάχων.
ΕΙΚ. 1. Ο Δημήτρης Στεργίου
ΕΙΚ. 2. Ο Αχιλλέας Λαζάρου.
ΕΙΚ. 3. Ο Αχιλλέας Λαζάρου σε ομιλία του στην Καστανιά Καλαμπάκας (Αρχείο Θ. Νημά)
ΕΙΚ. 2. Ο Αχιλλέας Λαζάρου.
ΕΙΚ. 3. Ο Αχιλλέας Λαζάρου σε ομιλία του στην Καστανιά Καλαμπάκας (Αρχείο Θ. Νημά)
Πολύ θανατικό πέφτει τελευταία και ως επιζών δεν… προλαβαίνω να αποχαιρετώ αγαπητούς φίλους, πολύτιμους συνεργάτες μας και διαπρεπείς επιστήμονες και διανοούμενος.
Σήμερα αποχαιρετώ με το παρόν αφιέρωμα τον φωτεινό δάσκαλό μου για την ιστορία και την προσφορά των Ελληνοβλάχων, τον νέο Διδάσκαλο του Γένους, όπως έχει χαρακτηρισθεί, τον Αχιλλέα Λαζάρου, έναν πολύτιμο συνεργάτη μου επί σαράντα χρόνια σε όλες τις εφημερίδες που διηύθυνα και φίλο, ο οποίος με τιμούσε πάντοτε να με καλούσε ως συνομιλητή του σε όλες σχεδόν τις εκδηλώσεις που διοργανώνονταν στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις με θέματα σχετικά με τους Βλάχους και την αντεθνική προπαγάνδα, , ο οποίος «έφυγε» πλήρης ημερών (γεννήθηκε στην Ελασσόνα το 1930), αφήνοντας όμως ένα τεράστιο πνευματικό έργο και παρακαταθήκες για όλες τις επόμενες γενιές.
Δεινός ρήτωρ, μελίρρυτος ο προφορικός λόγος του (ποτέ δεν κρατούσε χαρτί!), λες και ανάβλυζε από μιαν αέναο πηγή γνώσεων που εξέπλητταν τους ακροατές του, και εντυπωσιακό το χρώμα της φωνής του οσάκις ήθελε να τονίσει αυτό που θεωρούσε σημαντικό και ήθελε να αφυπνίσει την πλατεία, τεκμηριωμένες, από την τεράστια πνευματική «βιβλιοθήκη» του, οι απαντήσεις σε ρωτήσεις. Και στο τέλος ασταμάτητα χειροκροτήματα και ... αυτόγραφα.
Ο Αχιλλεύς Λαζάρου ήταν ο σημαντικότερος Έλληνας διανοούμενος, ο οποίος με το έργο του διέλυσε τη φαιά προπαγάνδα σε βάρος της χώρας μας, ρίχνοντας το φως της αλήθειας με το πολύπλευρο και βαθυστόχαστο πνευματικό του έργο, που καλύπτει όλο το φάσμα των εθνικών μας θεμάτων και γρονθοκοπεί όλους τους ανιστόρητους ισχυρισμούς και την προσπάθεια πλαστογραφίας της ιστορίας μας. Για όλους αυτούς τους λόγους ο εκλιπών ήταν πολύτιμος συνεργάτης μου επί πολλά χρόνια τόσο στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» όσο και στον «Ελεύθερο Τύπο της Κυριακής», ενώ τρεις φορές προσκλήθηκε και προθύμως ανταποκρίθηκε να έρθει και στην Παλαιομάνινα για να μιλήσει και να τιμήσει τις πολιτιστικές εκδηλώσεις.
Με τον μεστό λόγο του, με τα πάμπολλα βιβλιογραφικά ντοκουμέντα από βιβλία αρχαίων και σύγχρονων Ελλήνων συγγραφέων και κυρίως ξένων καθηγητών και ακαδημαϊκών, συγκροτούσε μιαν άφθαστη ρητορική, που συνάρπαζε και ταυτόχρονα έπειθε για την πραγματικότητα της ιστορίας.
Ως πτυχιούχος του Φιλολογικού – Φιλοσοφικού Τμήματος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ), εύρισκε ότι ήταν ευχάριστες και γόνιμες οι συζητήσεις με έναν συνομιλητή που έκανε τις ίδιες σπουδές για την ιστορία και τη γλώσσα, με αναφορές μάλιστα στα τότε προγράμματα σπουδών και διδασκαλίας της αρχαίας και της νέας ελληνικής γλώσσας. Ακολούθως μετεκπαιδεύτηκε για δύο έτη στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης, όπου έλαβε πτυχίο με το μοναδικό άριστα της τότε σειράς μετεκπαιδευθέντων καθηγητών και για δύο έτη στο Μεταπτυχιακό Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής του ΕΚΠΑ, όπου εκπόνησε την πρώτη σε είδος διδακτορική διατριβή στην Ελλάδα με αντικείμενο τη ρωμανική γλώσσα σε σχέση της με τα ελληνικά. Επίσης, σπούδασε επί τρία χρόνια στη Σορβόννη ως υπότροφος του Κρατικού Ιδρύματος Υποτροφιών (Ι.Κ.Υ.), όπου αναγορεύτηκε σε Charge de cours a la Sorbonne (Paris IV). Παρακολούθησε σεμινάρια βαλκανικής ιστορίας στην Σορβόννη και Σλαβολογίας στο Ινστιτούτο Ανατολικών Γλωσσών και Πολιτισμών και σπούδασε Βαλκανική Εθνολογία στην Πρακτική Σχολή Ανωτάτων Σπουδών της Σορβόννης .
Ως Charge de cours a la Sorbonne (Paris IV) δίδαξε τα μαθήματα Ρουμανική Διαλεκτολογία και Βαλκανική Ρωμανολογία. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα αποσπάστηκε για δύο έτη στην Ακαδημία Αθηνών για την Tabula Imperii Romani. Κατόπιν δίδαξε στα Γυμνάσια Ελασσόνας, Δεσκάτης και στο Β΄ Παγκύπριο Γυμνάσιο Αρρένων Βόλου. Από τον Βόλο μετατέθηκε στο Α’ Πρότυπο Γυμνάσιο Πειραιώς, όπου πρωτοστάτησε στη μετονομασία του σε Ιωνίδειο Πρότυπο Σχολή Πειραιώς ως φόρο τιμής στον μέγα ευεργέτη Κ. Ιωνίδη. Ακολούθως μετατέθηκε στο Πειραματικό Σχολείο του ΕΚΠΑ. Κατόπιν, ως λυκειάρχης, υπηρέτησε στο Εσπερινό Λύκειο Περιστερίου. Έπειτα μετατέθηκε ως γενικός επιθεωρητής στον Νομό Ημαθίας και κατόπιν ως γενικός επιθεωρητής φιλολόγων Θεσσαλίας στη Λάρισα. Κατόπιν υπηρέτησε ως διευθυντής – γενικός επιθεωρητής Μέσης Εκπαίδευσης στη Βαρβάκειο Πρότυπο Σχολή. Αργότερα υπηρέτησε ως ειδικός επιστημονικός σύμβουλος στο Υπουργείο Εξωτερικών για έναν χρόνο. Κατόπιν δίδαξε στη Σχολή Μετεκπαίδευσης Μοιράρχων, στη Σχολή Αξιωματικών Αδελφών Νοσοκόμων, στη ΧΕΝ και στη Ναυτική Σχολή Πολέμου. Ακόμα, πρωτοστάτησε στην ανέγερση του γυμνασιακού διδακτηρίου Δεσκάτης και στην ίδρυση της Λαϊκής Βιβλιοθήκης Ελασσόνας και της βιβλιοθήκης του Γυμνασίου Δεσκάτης. Συμμετείχε σε ομάδες εργασίας για τον εκσυγχρονισμό της Ελληνικής Παιδείας στις Βρυξέλλες. Διετέλεσε επίσης επικεφαλής της Ελληνικής Επιτροπής Ελληνοσοβιετικών Εκπαιδευτικών και Μορφωτικών Σχέσεων.
Ο Αχιλλεύς Λαζάρου ξεχώρισε στον τομέα της εξειδίκευσής του, δηλαδή ως ρωμανιστή – βαλκανολόγου. Όπως καταδεικνύεται από τις ατέρμονες συζητήσεις, τις ομιλίες του σε εκδηλώσεις και το πλουσιότατο συγγραφικό του έργο (ένα μεγάλο μέρος μού το έχει προσφέρει σε χειρόγραφα!!!), είχε βαθιά γνώση στα εθνικά θέματα. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στον εκσυγχρονισμό της ελληνικής παιδείας διεισδύοντας παράλληλα στον πυρήνα των προβλημάτων. Τιμήθηκε στην Ελλάδα και το εξωτερικό για τη προσφορά του και το έργο του. Με πλούσιο συγγραφικό έργο και πλήθος δημοσιεύσεων, συνεδρίων και ημερίδων ξεχώρισε στον τομέα της εξειδίκευσής του. Τα ιδιαίτερα επιτεύγματά του είναι πολλά! Κορυφαίο έργο του είναι το τετράτομο «Ελληνισμός και Λαοί της Νοτιαανατολικής Ευρώπης». Στο ογκώδες αυτό τετράτομο έργο του ο Αχιλλεύς Λαζάρου παραπέμπει πολλές φορές και παραθέτει στη βιβλιογραφία του την προσφορά και της ταπεινότητάς μου με τα βιβλία μου, τα άρθρα μου και τα σχόλιά μου στη συζήτηση για τους Βλάχους και τη συντριβή της γνωστής αντεθνικής προπαγάνδας.
Ακούραστος, πολυγραφότατος, έσπευδε, με τις βαθιές επιστημονικές γνώσεις του, σε κάθε περίπτωση να διατρανώνει την έξωθεν (αλλά και λυσσαλέα έσωθεν!!!) αμφισβητούμενη ελληνικότητα των Βλάχων στην Ελλάδα και στα Βαλκάνια γενικά αποδεικνύοντας με αδιάσειστα ιστορικά στοιχεία την αυτόχθονη καταγωγή τους και καταδεικνύοντας ότι οι βλαχόφωνοι Έλληνες έχουν μία και μόνη πατρίδα στην καρδιά τους, την ΕΛΛΑΔΑ. Για όλους αυτούς τους λόγους, η Παγκόσμια Βλαχική Αμφικτιονία, στην ίδρυση της οποίας πρωτοστάτησε, τον ανακήρυξε επίτιμο πρόεδρο, αξίωμα το οποίο τίμησε με την συμπαράστασή του στο έργο της.
Βραβεύτηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, την Εκκλησία της Ελλάδος και την Ακαδημία Αθηνών. Επίσης, τιμήθηκε με το Βραβείο Φιλίας Τρικάλων από τον Φιλολογικό, Ιστορικό Σύνδεσμο (Φ.Ι.ΛΟ.Σ.) Τρικάλων (5-5-1995), με το Μετάλλιο του Δήμου Τρικκαίων και με το Μετάλλιο της Πόλης του Λένινγκραντ (Αγία Πετρούπολη).
Σε επίρρωση όλων αυτών που προέταξα παραπάνω, παραθέτω μερικά αποσπάσματα από τις συζητήσεις που είχα με τον Αχιλλέα Λαζάρου στο γραφείο, όπου πνιγμένος σε βιβλία, διάβαζε μία δέσμη δικών του χειρογράφων του. Σημειώνω ότι ο Αχιλλεύς Λαζάρου επέμενε να γράφει με στυλό ή μολύβι τα βιβλία του, τις μελέτες του, τις ομιλίες του, με πολύ καθαρά γράμματα και ευανάγνωστες λέξεις και φράσεις, διότι δεν προσχώρησε ποτέ στη νέα τεχνολογία.
Καθώς ο χρόνος σήμερα είναι πολύ περιορισμένος για προσφυγή σε εγκυκλοπαίδειες, ογκώδη βιβλία και σε απέραντη σχετική βιβλιογραφία, έκρινα ότι μια παρουσίαση βασικών σημείων των συζητήσεών μου με τον Αχιλλέα Λαζάρου θα ωφελούσε τις φίλες και τους φίλους Ελληνόβλαχους – Αρμάνους και όχι μόνο:
Για την καταγωγή και την αυτοχθονία των Ελληνοβλάχων ως Ελλήνων
1. Οι Ελληνόβλαχοι αυτοαποκαλούνται Αρμάνοι, όρος παραγόμενος από το πανάρχαιο ελληνικό προθετικό «Α» και Ρωμάνος, μετά συγκοπή του «ω», σύμφωνα με την αποκάλυψη του Ρωσοαμερικανού βυζαντινολόγου A.A. Vasiliev, την οποία αποδέχθηκε ο πανεπιστημιακός Διονύσιος Ζακυνθηνός, ο οποίος υπήρξε και μεταπτυχιακός δάσκαλος του Αχιλλέα Λαζάρου. Ο Ζακυνθηνός, σε γαλλόγλωσσο δημοσίευμα έγραψε: «Οι Έλληνες ονομάζουν τη χώρα τους Αρμανία (Ρωμανία)».
2. Την ελληνικότητα των Βλάχων – Αρμάνων έχει προ πολλού καταστήσει γνωστή ο Λαρισαίος μέγας διδάσκαλος του Γένους Κων. Μ. Κούμας (1777 – 1836), διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Βιέννης και αντεπιστέλλον μέλος των Ακαδημιών Βερολίνου και Μονάχου. Στον 12ο τόμο του συγγράμματός του «Ιστορίαι των ανθρωπίνων πράξεων» (Βιέννη 1832, σ. 521), ο οποίος κυκλοφορείται και αυτοτελώς, επιγραφόμενος «Οι Έλληνες», φανερώνει ότι οι Βλάχοι είναι «Έλληνες το γένος». Σχεδόν ταυτόχρονα, ο Μετσοβίτης Ν. Τζαρτζούλης, ο οποίος είχε διατελέσει διευθυντής της Αθωνικής Ακαδημίας, των σχολών Μετσόβου, Τυρνάβου, Τρικάλων και επικεφαλής της Ηγεμονικής Ακαδημίας του Ιασίου, κατά τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Αθ. Καραθανάση, υποστηρίζει την αρχαιοελληνική καταγωγή των Βλάχων. Αλλά, και των δύο προηγείται ο Μαρτίνος Κρούσιος, ο οποίος είπε ότι «οι Βλάχοι είναι Έλληνες».
3. Κατά την καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Ελευθερία Νικολαϊδου «στον χώρο της ελληνικής επιστημονικής έρευνας τη θέση αυτή που διατύπωσε πρώτος ο Κων. Κούμας … υποστηρίζει σθεναρά κι ο Απ. Βακαλόπουλος … και επαναλαμβάνει με σοβαρά επιχειρήματα ο Λαζάρου… και η Μαρία Νυσταζοπούλου».
4. Ο μεγάλος ιστορικός του Νέου Ελληνισμού Απόστολος Βακαλόπουλος έχει συγγράψει το 1983 και σύντομο μελέτημα, επιγραφόμενο «Ο γλωσσικός εκλατινισμός των κατοίκων της Ηπειρωτικής Ελλάδας», όπου δέχεται τόσο τον Κούμα, όσο και του Ιωάννου Λυδού τις θέσεις για την καταγωγή των Βλάχων από Έλληνες εκλατινισμένους, επικυρωμένες από τον διευθυντή του Κέντρου Ελληνικής και Ρωμαϊκής Αρχαιότητας του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών Μιλτ. Β. Χατζόπουλο, M. Dubuisson, Helley, E. Lozonan, C. Poghirc…
5. Οι Βλάχοι πρωτομνημονεύονται το 976 στη Μακεδονία επί της Εγνατίας οδού από τους Βυζαντινούς χρονογράφους Ιωάννη Σκυλίτζη και Γεώργιο Κεδρηνό. Την πρώτη παρουσία τους ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Nancy, o Fr. Tailles θέτει στα χρόνια της επίσκεψης του Αποστόλου Παύλου. Πάντως, ο Κεκαυμένος θεωρήθηκε ως η μοναδική πηγή στην οποία γίνεται λόγος για κάθοδο Βλάχων από βορρά, αλλά χαρακτηρισμένη από μεν τον C. Poghirc «αρκετά αναληθή», από δε τον P. Nasturel «αληθινά σκοτεινή». Αποδείχθηκε δε παντελώς πλαστή. Διότι, η επίμαχη πληροφορία προέρχεται από χωρίο εμβόλιμο, το οποίο από τον 19ο αιώνα επισημαίνουν οι W. Tomaschek, M. Gyoni, P. Lemerle, G. Cankova – Petkova, δηλώνοντας και την πατρότητά του «Ρωμαϊκή Ιστορία του Δίωνος Κασσίου» (155 – 235 μ.Χ.), όπου η κάθοδος αφορά στους Κοστοβώκους. Όλα δε αυτά, συμβαίνουν, ενώ Ρουμάνος ακαδημαϊκός, ο Al. Philippide, έχει τεκμηριώσει άνοδο χρήστων (σημείωση: αυτή είναι η ορθή γραφή της λέξης και όχι «χρηστών»!) λατινικής γλώσσας αντί καθόδου, παραδεκτή από τους συγχρόνους μας Ρουμάνους και άλλων χωρών ειδικούς επιστήμονες, ρωμανιστές. Το ισχυρότερο, άλλωστε, επιχείρημα της μη άλλοθεν προέλευσης των Ελλαδιτών Βλάχων έχει προσκομίσει ο ίδιος ο Κεκαυμένος, ο οποίος δεν τους θεωρεί ξένους, αλλά εντοπίους, διακρίνοντάς τους σε αστούς, γαιοκτήμονες, κτηνοτρόφους.
6. Έναν αιώνα μετά, 1083, έχουμε την πρώτη μνεία από την Άννα Κομνηνή (τ. ΙΙ, σ. 8), η οποία δίνει πληροφορία κατά την οποία «…καὶ ὁπόσοι τὸν νομάδα βίον εἵλοντο (Βλάχους τούτους ἡ κοινὴ καλεῖν οἶδε διάλεκτος) …».
7. Από τους μετέπειτα Βυζαντινούς χρονογράφους, ο Νικήτας Χωνιάτης (τέλος 12ου και αρχές 13ου αιώνα) τα μετέωρα, δηλαδή τα ορεινά της Θεσσαλίας ονομάζει Μεγάλη Βλαχία, ο δε μεταγενέστερός του ομότεχνος και αξιωματούχος του Βυζαντίου Γεώργιος Παχυμέρης (1240 – 1310) γνωστοποιεί ότι οι αρχαίοι Θεσσαλοί, των οποίων βασιλιάς ήταν ο ομηρικός Αχιλλεύς, αποκαλούνται πλέον Μεγαλοβλαχίται. Σημειώνεται δε ότι οι Βλάχοι δεν διαφοροποιούνται ούτε φυλετικώς ούτε θρησκευτικώς από τους μονογλώσσους συν-Έλληνες. Ομολογουμένως, απέβησαν παράγοντες πραγμάτωσης της εθνικής – ελληνικής αναγέννησης. Αρχικά, υποστηρίζουν τον σεβαστοκράτορα Ιωάννη, γόνο του δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄, πολέμιο του παπισμού και υπέρμαχο της Ορθοδοξίας.
Πρωταγωνιστική συμμετοχή των Ελληνοβλάχων σε εξεγέρσεις μετά την άλωση της Πόλης
1. Μόλις οι Οθωμανοί – προ της αλώσεως της Κωνσταντινούπολης – επιχειρούν βαθμιαία να καθυποτάξουν τους βαλκανικούς λαούς, οι Βλάχοι σε συνεννόηση με τον δεσπότη του Μυστρά Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, προβάλλουν σθεναρή αντίσταση. Όταν δε η Πόλη έπεσε, το θλιβερό άγγελμα έφθασε και στα ορεινότερα βλαχοχώρια, όπου ο πόνος πλάσθηκε σε τραγούδι – μοιρολόγι ελληνόγλωσσο, όπως στη Σαμαρίνα Γρεβενών. Προ πάντων, συμμετέχουν ενεργότατα στα προεπαναστατικά κινήματα, που συνιστούν τα απτότερα τεκμήρια της ελληνικής συνείδησης.
2. Πράγματι, απαρτίζουν τρισένδοξες κλεφταρματολικές οικογένειες Ζηδραίων, Ζιακαίων, Λαζαίων, στις οποίες αναδεικνύονται και νεομάρτυρες, όπως ο Άγιος Δημήτριος Σαμαρίνας και άλλοι. Δεν αδρανούν δε διόλου και οι απόδημοι. Περίλαμπρο και περίδοξο προεπαναστατικό κίνημα εκδηλώθηκε εντεύθεν και εκείθεν του Δουνάβεως, με αρχηγό τον καταγόμενο από τις Νεγάδες Ηπείρου, του οποίου το όνομα καταχωρίσθηκε στις δέλτους της ιστορίας ως Μιχαήλ ο Γενναίος. διότι, έχει κατανικήσει τους Τούρκους, αφού επί πολύ είχε βολιδοσκοπήσει σχέσεις και συνεργασίες με τον κλάδο της Σικελίας, συνάμα δε με προσωπικότητες του ακραιφνούς Ελληνισμού, μητροπολίτη Τυρνάβου Διονύσιο Ράλλη – Παλαιολόγο, Λαρίσης (και Τρίκκης) Διονύσιο τον Φιλόσοφο ή και λαϊκούς, στους οποίους φέρονται να συγκαταλέγονται Κυκλαδίτες, Κρητικοί, ακόμη δε και απόμακροι Ισπανοί!
3. Εντελώς απαρατήρητο έχει περάσει στην Ελλάδα σύγγραμμα επιγραφόμενο “Pro Republica Christiana» (1593 – 1606), αν και συγγραφέας είναι ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Σάλτσμπουργκ Alex. Randa, ο οποίος ιστορεί τις επιδιώξεις και τους αγώνες του Μιχαήλ του Γενναίου. Στον απόηχο του προεπαναστατικού αυτού κινήματος αναφέρονται σύγχρονοί του και μεταγενέστεροι ομογενείς του Σταυρινός, Ματθαίος ο Μυρέων, Παλαμήδης, Πετρίτσης, Διακούσης, Σπόντης … Επίσης, η εποποιία το Μιχαήλ του Γενναίου υμνήθηκε και από άλλους λαούς σε δημοτικά τραγούδια.
Πρωτοπόροι στην ελληνική εκπαίδευση και ελληνική παιδεία
1. Ελληνική συνείδηση των Βλάχων δείχνει το γεγονός ότι πρωτοπορούν στην ελληνική εκπαίδευση και παιδεία. Ο πρόξενος της Γαλλίας στην αυλή του Αλή πασά F.H.L. Pouqueville (Πουκεβίλ) κατά την επίσκεψή του στα τότε εντελώς απρόσιτα βλαχοχώρια Συρράκο και Καλαρρύτες διαπιστώνει την ύπαρξη βιβλιοθηκών με πρώτες εκδόσεις αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. Ανάλογα εκφράζονται οι διδάσκαλοι του Γένους Νεόφυτος Δούκας, Αθανάσιος Ψαλίδας ή ερευνητές και ειδικοί επιστήμονες Μιχ. Χρυσοχόος, Κ. Νικολαϊδης, Σπ. Λάμπρος. Στη δε ξενιτειά οι επιδόσεις των Βλάχων εντυπωσιάζουν. Τα πρωτεία κατέχει ο Ι. Κωττούνιος, ακολουθύμενος από τους Ν. Σπαθάρη – Milescu, Β. Λούπε, Κ. Χατζή – Τζεχάνη, Αμβρόσιο Πάμπερι, Δημήτριο Προκοπίου–Πάμπερι, Δανιήλ Μοσχοπολίτη, Θεόδ. Καββαλιώτη, Νικ. Τζαρτζούλη, Δημ. Δάρδαρι και άλλους. Πειστικές μαρτυρίες επίσης δίνουν πανεπιστημιακοί γειτονικών χωρών, όπως ο D. Popovic, κατά τον οποίο οι Βλάχοι αισθάνονται Έλληνες και είναι πράγματι οι φορείς της γλώσσας, του τρόπου ζωής, του πνεύματος των Ελλήνων, στον δυτικό κόσμο και στις (γιουγκοσλαβικές) χώρες. Ο Vl. Skaric τονίζει ότι χάρη στις ελληνοβολαχικές παροικίες, οι οποίες ιδρύθηκαν σε όλες τις βαλκανικές χώρες, η ελληνική γλώσσα είχε μεγάλη αξία και η γνώση της θεωρήθηκε απαραίτητη σε κάθε πολιτισμένο άνθρωπο. Κατά τον Κροάτη ακαδημαϊκό Petar Skok, οι Βλάχοι ανέκαθεν διακρίθηκαν για τον ενθουσιασμό τους υπέρ της ελληνικής γλώσσας και του ελληνικού πολιτισμού. Συνεπώς, δικαιολογημένα οι Έλληνες θεωρούνται και από τους λαούς μεταξύ των οποίων οι Βλάχοι ζουν στην ξενιτειά, ακόμη και από τον ρουμανικό λαό, για τον οποίο Κουτσόβαχος σημαίνει Έλληνας.
2. Προσφυέστατα, προ μισού αιώνα, ο ακαδημαϊκός Κεραμόπουλος αποκαλύπτει: «Ούτω οι λατινόγλωσσοι της Ελλάδος όχι μόνον το εθνικόν αίσθημα διετήρησαν, αλλά και την γοητείαν του ελληνικού γλωσσικού οργάνου ησθάνοντο και ήθελον και εφρόντιζον να ανακτήσουν αυτό ως αισθητόν και έντονον εθνικόν γνώρισμα, ιδρύοντες ελληνικά σχολεία…» Στην ίδρυση σχολείων και βιβλιοθηκών βλαχοχωριών αρωγοί έρχονται οι απόδημοι Βλάχοι. Η επιτυχία του ηγουμένου της Ολυμπιώτισσας Ανθίμου, ο οποίος οραματίσθηκε Ελληνική Σχολή στη γενέτειρά του Λιβάδι Ολύμπου, διαφωτίζει πληρέστατα. Τα αναγκαία ποσά συγκεντρώνονται από ξενιτεμένους Βλάχους. Αλλά στον πίνακα δωρητών γράφονται όλα τα στοιχεία και το ακριβές ποσόν, όλα καθαρά, όπως είχε δράσει για το εθνικό έργο ο Ρήγας Βελεστινλής. Αυτό συνάγεται σαφέστατα από αφιέρωση βιβλίου του στον Στέργιο Χατζηκώστα, Ολυμπιώτη, στην οποία διδάσκει: «Δεν είναι καμία εις τούτο απορία ότι ένας καθαρός απόγονος των Ελλήνων, ένας όπου διετήρησεν αμίαντα τρόπον τινά εις την περιοχήν του Ολύμπου τα πατρώα ήθη, να μη νομίζη πρώτην και τελευταίαν ευδαιμονίαν του την ευεξίαν του Έθνους του …».
3. Βλάχους αποκαλεί ο Ρήγας μόνο τους πέραν του Δουνάβεως, ενώ τους ελλαδικούς και τους αποδήμους τους, στους οποίους και συγκαταλέγεται, δεν διαχωρίζει από τους Έλληνες. Μαζί τους συνεργάζεται στενότατα σε διαπροσωπικά ζητήματα, προ πάντων δε στο πανεθνικό όραμα αναγέννησης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ως Δημοκρατίας. Αλλά, ο Ρήγας έφυγε νωρίς «κακή τύχη», όπως αναφώνησε σε λόγο επιμνημόσυνο ο Σπυρίδων Τρικούπης, πράγματι δε παραδομένος στους Τούρκους από τους Αυστριακούς επιλήσμονες της σωτηρίας τους κατά το 1683 από ομογενή του Ρήγα!
Συμμετοχή Ελληνοβλάχων σε εξεγέρσεις γειτονικών λαών
1. Οι Βλάχοι δεν αποθαρρύνονται. Οι αγώνες για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού δεν τερματίζονται. Προπονούνται και στις εξεγέρσεις γειτονικών λαών. Σύμφωνα με δημοσίευμα του Μιχαήλ Λάσκαρι, «στη διάρκεια των ετών, κατά τα οποία οι Σέρβοι αγωνίσθηκαν για την ανεξαρτησία τους, ένας αρκετά σημαντικός αριθμός Ελλήνων είχαν προσπαθήσει να τους βοηθήσουν και εμπλέχθηκαν στους πολέμους τους. Υπό τις διαταγές του Καραγεώργη συναντώνται ο Κόνδας, καταγόμενος από την Ήπειρο, ο οποίος έγινε αισθητός κατά την άλωση του Βελιγραδίου (1806), ο Τσιντσάρος Μάρκο–Πόποβιτς, καταγόμενος από την Αχρίδα και ο Γεώργιος Ζάγκλας, γεννημένος στη Βλάστη της Μακεδονίας. Ο Γεώργιος Ολύμπιος, ο ήρωας του Σέκου, γνωστός στους Σέρβους με το όνομα του καπετάν Γιόργκατς, προσήλθε από τη Βλαχία επικεφαλής ενός στρατιωτικού αποσπάσματος Ρουμάνων και Ελλήνων για να πολεμήσουν στο πλευρό των επαναστατημένων».
2. Όταν ιδρύθηκε η Φιλική Εταιρεία, η συμμετοχή των Βλάχων εκπλήσσει ποιοτικά και ποσοτικά. Σημειώνεται ότι το δίδυμο των Βλαχοχωριών Καλαρρύτες – Συρράκο τιμήθηκε με 16 φιλικούς. Βλάχοι φιλικοί διατρέχουν όλη την ελληνική χερσόνησο ως το Ταίναρο, αλλά και τη Μικρασιατική Ελλάδα, όπως την επιγράφουν οι Δ. Φιλιππίδης – Γρ. Κωνσταντάς, συνάμα τα νησιά του Αρχιπελάγους του Αιγαίου έως την Κύπρο, όπου μυείται και ο αρχιεπίσκοπος Κυπριανός!
3. Στην κατανόηση της πολύδραστης παρουσίας των Βλάχων συμβάλλει η απεικόνισή τους από τον ομότιμο καθηγητή Λαογραφίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Ευάγγελου Αυδίκου: «Οι Βλάχοι, λοιπόν, τα βλαχοχώρια και τα βουνά λειτουργούν, στο συμβολικό τους επίπεδο, ως το πεδίο, όπου αναπτύσσεται η αντιστασιακή δράση κατά των Τούρκων. Το βουνό γίνεται η έκφραση που διαφοροποιεί δύο βασικές ομάδες, τους Τούρκους και τους κατακτημένους. Οι Βλάχοι αποτελούν συστατικό στοιχείο της δεύτερης ομάδας, είτε ως δράστες είτε ως φιλοξενούντες και διευκολύνοντες την αντιστασιακή συμπεριφορά. Τα δημοτικά τραγούδια δίνουν μια σαφή εικόνα για το πού τοποθετούνται οι Βλάχοι. Γι΄ αυτούς η ετερότητα, ο άλλος , είναι οι Τούρκοι. Δεν διαφαίνεται πουθενά ότι διαφοροποιούν τους εαυτούς τους από άλλα χωριά, που δεν είναι βλαχοχώρια…». Συνειδητά δε προσηλωμένοι οι Βλάχοι στην Ορθοδοξία προσεύχονται, όπως «ο απλοϊκός Καλαρρυτινός ζωγράφος(όπου) γράφει το 1808 πάνω στην εικόνα το χαρακτηριστικό δίστιχο:
«Βοήθα, Βλάχα Παναγιά, από τη Σαμαρίνα
να αναστηθεί πάλι η Γραικιά όπως τα χρόνια εκείνα».
Συμμετοχή των Βλάχων στην Επανάσταση του 1821 με θυσίες και αίμα
1. Από την πρώτη ημέρα της Εθνικής Επαναστάσεως του 1821 στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες οι Ελληνόβλαχοι αγωνίζονται ηρωικά, όπως μαρτυρεί το Ολοκαύτωμα της μονής Σέκου, όπου θυσιάσθηκαν ο Γεωργάκης Ολύμπιος και οι Ολύμπιοί του, κατά το προσφυέστατο συμπέρασμα του Κυπρίου Γ. Γεωργή. Όσοι δε επέζησαν σε άλλα πεδία μαχών, έσπευσαν, όπως ο εμπειρότατος και ευφυέστατος Μετσοβίτης Αναστάσιος Μανάκης, να συμπαραταχθούν με τους αδελφούς τους της ελληνικής χερσονήσου. Εκ μυχίων της ψυχής του ιστορεί την προσωπική του συμβολή ο Βορειοηπειρώτης Βλάχος Ευαγγέλης Ζάππας, του οποίου ο εθνισμός απεικονίζεται και στα παρατιθέμενα αποσπάσματα: «Από το 1821 μέχρι το 1830 εδούλευα πιστότατα την πατρίδα μου στρατιωτικώς. Πάντα υπό την οδηγία του μακαρίτου Μάρκου Μπότσαρη σε όλους τους πολέμους του Σουλίου μέχρι τελευταίως της Σπλάντζας με τον Λάμπρο Βέϊκον και το Βασ. Ζέρβαν. Μετέπειτα απέρασα εις τα Σάλωνα υπό την οδηγίαν του Πανουριά και Ι. Γκούρα. Εις όλους τους πολέμους της Αν. Ελλάδος, Βασιλικών, Θερμοπυλών, Νευρόπολιν, Πατρατζικίου, Αϊτού, Γραβιάν και εσχάτως της Αμπλιανής υπό την οδηγία του αθανάτου καπ. Κίτσου Τζαβέλλα, επικεφαλής όλων των Βλαχοχωρίων του Σαλώνου με βαθμό ταξιάρχου της ενεργείας και τελευταίως επί κεφαλής των στρατιωτών μου και των στρατιωτών του Ν. Πανουριά… και διαλύσαν αυτού του πολέμου απέρασα εις Πελοπόννησον, μέχρι της ελεύσεως του Ι. Καποδίστρια… Και μάρτυρας δε τούτου επικαλούμαι αυτούς τους πολλά ολίγους τους εκ του επαναστατικού πολέμου σωθέντας ήρωας, αθάνατον Κ. Τζαβέλλα, Σπύρο Μίλιον, Ν. Πανουριάν, Γ. Δυοβουνιώτην, Δ. Λιούλιαν, Ι. Ζέρβαν και εν γένει τους υπό την οδηγίαν τους αξιωματικούς και στρατιώτας, με τους οποίους εσυμπολεμήσαμεν εις αυτάς τας μάχας θάπτοντας συγγενείς και στρατιώτας, βάφοντας πέτρες και την γη με το αίμα μας υπέρ της ελευθερίας της φιλτάτης ημών πατρίδος, και μετά το τέλος όλων αυτών ήλθα εδώ εις Βουκουρέστιον μετερχόμενος το εμπόριον και αενάως βοηθών και συνδράμων τους εδώ πτωχούς και αδυνάτους Έλληνας…». Όμως, παρά την αδιάλειπτη και διακεκριμένη δεκαετή πολεμική δράση, όταν ιδρύθηκε το καχεκτικό και εδαφικά ισχνό ελληνικό κράτος με βόρειο σύνορο τον Δομοκό Λαμίας, εξαιτίας της διαμάχης περί Αυτοχθόνων και Ετεροχθόνων, εξαναγκάσθηκε στην οδυνηρή δοκιμασία της πικρής ξενιτειάς, χωρίς διόλου να διακατέχεται από μνησικακία προς την πατρίδα του, την Ελλάδα, την οποία άφησε και κληρονόμο της αμύθητης περιουσίας του.
Επιστημονική συζήτηση και λεπτομέρειες γύρω από το πώς τραγουδήθηκε και γράφτηκε αυθεντικά στην ελληνική μορφή το τραγούδι «Παιδιά της Σαμαρίνας», ως απάντηση στην προπαγάνδα!
Σε μια μαραθώνια συζήτηση με τον Αχιλλέα Λαζάρου κεντρικό θέμα μας ήταν το γνωστό τραγούδι «Παιδιά της Σαμαρίνας», αν δηλαδή γράφτηκε στη σημερινή ελληνική μορφή και απλώς αποτελεί μετάφραση στα βλάχικα ή τούμπαλιν. Είναι αλήθεια ότι έχει περάσει σχεδόν απαρατήρητη η παρουσία των Βλάχων στην πολιορκία και στην Έξοδο του Μεσολογγίου, μολονότι ο Πισοδερίτης Βλάχος Νικόλαος Κασομούλης στα «Ενθυμήματα Στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων» (1821 – 1833, Αθήναι 1939), δεν φείδεται σχετικών αναφορών. Κατονομάζει ηγέτες και απλούς πολεμιστές.
-Πες μου, απεριφράστως, ποια είναι η άποψή σου, για το τραγούδι «Τα Παιδιά της Σαμαρίνας»;
«Η άποψή μου, η επιστημονική θέση τεκμηριώνεται από τα ντοκουμέντα αυτά, τα οποία παρουσιάζονται στον Β΄ Τόμο, σσ. 405-419 «Χρονικό, Χορός και Τραγούδι της Μακεδονικής Σαμαρίνας», σσ. 629-638: «Τα Παιδιά της Σαμαρίνας στην ηρωική Έξοδο του Μεσολογγίου» και στον Δ΄ Τόμο, σσ. 126 -131: «Τα τραγούδια των Βλάχων» και σσ. 132 – 136: «Παρατράγουδα μιας Συλλογής». Επίσης, έχω συγγράψει και επίτομη «Ιστορία του Βλάχικου Δημοτικού Τραγουδιού» (Αθήνα 1989) με δύο ανατυπώσεις. Περιέχεται και σε Τόμο Πρακτικών Διεθνούς Συνεδρίου στη γαλλική γλώσσα!
-Ποιο είναι το συμπέρασμα;
Το συμπέρασμα που συνάγεται είναι σαφέστατο: Δηλαδή, τα «Παιδιά της Σαμαρίνας» είναι αυθεντικά στην ελληνική μορφή, όπως ακόμα τραγουδιούνται, οπωσδήποτε δε σε ποικίλες αξιοσπούδαστες παραλλαγές.
-Τώρα, θα σε βάλω στον κόπο να μου πεις μερικά ντοκουμέντα ή στοιχεία που έχεις συγκεντρώσει στα βιβλία σου για να τεκμηριώσεις το συμπέρασμα αυτό.
Ευχαρίστως. Δεν με βάζεις σε κόπο! Τόσες φορές που τα έχω γράψει και τα έχω αναφέρει σε πάμπολλες ομιλίες, τα ξέρω … απέξω πια!
Αναφέρω μερικά:
1. Στο Ημερολόγιο της Σαμαρίνας 1976, σ. 215, καταχωρίζεται το επίμαχο τραγούδι και υπομνηματίζεται ως εξής: «Το ωραίο αυτό Δημοτικό τραγούδι, το γνωρίζουν πολλοί, ίσως όλοι οι Έλληνες, ολίγοι όμως γνωρίζουν την ιστορική του αλήθεια…»
2. Ο καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Νικόλαος Κατσάνης σχολιάζοντας στην ελληνική έκδοση του βιβλίου των Alan-John B. Wace – Maurice Scott Thompson «Οι νομάδες των Βαλκανίων – περιγραφή της ζωής και των εθίμων των Βλάχων της βόρειας Πίνδου», Λονδίνο 1914, το οποίο μεταφράστηκε το 1989 και εκδὀθηκε [Έκδοση Φ.Ι.ΛΟ.Σ. Τρικάλων], σημειώνει:
«Πολλά ΚΒ τραγούδια αποτελούν μετάφραση από ελληνικά». Στη συνέχεια επανέρχεται εκτενέστερα: «Παράλληλα στα προβλήματα πρέπει να προστεθεί και το γεγονός ότι, όπως στη γλώσσα των Βλαχόφωνων η ρουμανική προπαγάνδα διοχέτευσε δακορουμανισμούς και άκριτους νεολογισμούς, έτσι και στη δημοτική ποίηση παρενέβαλε δήθεν δημοτικά τραγούδια που κατασκευάζονταν στη Ρουμανία και εισάγονταν στα βλαχοχώρια, γεγονός που συνεχίστηκε μέχρι τις μέρες μας με την εμφάνιση συλλογών βλάχικων τραγουδιών, στις οποίες περιλαμβάνονται και κατασκευάσματα των αποφοίτων των ρουμανικών σχολείων με δακορουμανισμούς και νεολογισμούς άγνωστους και ακατάληπτους από τους Κουτσοβλάχους».
3. Μία από τις προϋπαινισσόμενες συλλογές από τον κ. Κατσάνη είναι κι εκείνη της Ζωής Παπαζήση – Παπαθεοδώρου, «Τα τραγούδια των Βλάχων» (1985), της οποίας την πλαστότητα επανειλημμένως έχω αποκαλύψει. Η άσχετη επιστημονικά συλλογέας, καθηγήτρια χημείας στη Μέση Εκπαίδευση, μολονότι έχει προβλέψει κεφάλαιο «Κλέφτικα- ηρωικά – ιστορικά», στο οποίο συμπεριέλαβε με αριθμό 102, άτιτλο, το δημοτικό τραγούδι του Σμαήλ αγά στα Βλάχικα, δεν αποτόλμησε να παραποιήσει και τα «Παιδιά της Σαμαρίνας», μολονότι έχει διαπιστωθεί η πλαστή κυκλοφορία του στο Βλάχικο ιδίωμα.
4. Στην έκδοση της «Συλλογής Δημωδών Ασμάτων της Ηπείρου» το 1880, ο Π. Αραβαντινός σημειώνει: «Γνωστόν ότι την Πινδίαν σειράν οικούσι κυρίως οι Βλάχοι ή Κουτσόβλαχοι λεγόμενοι. Ούτοι, καίπερ μη μεταχειριζόμενοι ως οικιακήν γλώσσαν ελληνικήν, εις ταύτην όμως συνθέτουσι τα άσματα αυτών. Θα εύρη ο αναγνώστης εν τη παρούση συλλογή πλείστα τοιαύτα συνειλεγμένα εν Μετσόβω, Γρεβενοίς και Μαλακασίω, επαρχίαις Βλαχικαίς μεν εν μέρει, αλλ’ ένθα ουδέποτε σχεδόν ακούεται άσμα Βλαχικόν. Εις τους χορούς αυτών, τους γάμους, τας πανηγύρεις ή κατ οίκον, όταν αι γυναίκες βαυκαλώσι τα βρέφη ή μοιρολογούσι τους νεκρούς, Ελληνιστί πάντοτε άδουσι, καίτοι ενίοτε τινές εξ αυτών, αγνοούσαι την Ελληνικήν, δεν εννοούσιν ακριβώς τα παρ’ αυτών, αδόμενα»…
-Σε διακόπτω. Πράγματι! Έχω στη βιβλιοθήκη το βιβλίο αυτό του Π. Αραβαντινού. Και μού έκανε εντύπωση όταν αναφέρει στα ελληνικά τραγούδια από τις παραπάνω κι άλλες βλάχικες περιοχές…
1. Σημειώνω ότι η έκδοση αυτή ολοκληρώθηκε το 1860, περίπου ταυτόχρονα με την έναρξη του Βλαχικού ζητήματος, το οποίο, κατά τον Ιταλό βαλκανολόγο Giovanni Amadore Virgili ήταν τεχνητό! Να συνεχίσω. Ένας Ρωμάνος περιηγητής, ο Κ.Ν. Μπουριλεάνου αισθάνθηκε την ανάγκη να ομολογήσει ότι στη Μοσχόπολη «τα επιχώρια άσματα είνε μόνον ελληνικά, όπερ είνε των ενδεικτικωτάτων επιχειρημάτων προς απόδειξιν του ελληνικού χαρακτήρος», προκαλώντας τη διαμαρτυρία των αλβανόφιλων της Ιταλίας!
2. Σε ένα διεθνές συνέδριο προ μερικών δεκαετιών, η Ρουμάνα λαογράφος Elisabeta Moldoveanu διακήρυξε ότι οι Βλάχοι στην Ελλάδα, ακόμη και σε γιορτές εθιμικές, τραγουδούν… ελληνικά.
3. Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου, καταγόμενος από την Αβδέλλα Γρεβενών, T. Papahagi, μολονότι συγκαταλέγεται μεταξύ των ρουμανισάντων, δίδασκε ότι ο Βλάχος στην ψυχή του προσφέρει τροφή ελληνική, εννοώντας την ποίηση και ακριβέστερα το ελληνικό δημοτικό τραγούδι. Δεν αρκείται στην ομολογία του, σύμφωνα με την οποία οι Βλάχοι τραγουδούν ελληνικά πλάθοντας άλλωστε οι ίδιοι στην ελληνική γλώσσα τα τραγούδια τους, αλλά και βεβαιώνει ότι (διαβάζω): «Η συμμετοχή των Αρμάνων (Βλάχων) σ΄ αυτήν την ελληνική δημώδη ποιητική δημιουργία παραμένει μια αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα …».
-Πάντως, Αχιλλεύ, από όλα αυτά διαπιστώνω ότι δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία που αφορούν στην ιστορικότητα του δημοτικού αυτού τραγουδιού.
Πράγματι, το έχω άλλωστε υπογραμμίσει στα βιβλία μου. Τόσο απλόχωρα και γενναιόδωρα στοιχεία δεν διαφωτίζουν πλήρως το θέμα της ιστορικότητας του τραγουδιού. Ωστόσο, αδυνατώ να παραγνωρίσω την πεντακάθαρη θέση του λαμπρού ιστορικού Σαράντου Καργάκου: «Μέσα στους Ελεύθερους Πολιορκημένους του Μεσολογγίου ήταν και μια ομάδα νεαρών Βλάχων από τη Σαμαρίνα. Έπεσαν στην Έξοδο. Ο λαός τους τιμά και με υπέροχο τραγούδι/ελεγείο: «Παιδιά της Σαμαρίνας». Το ποιοι είναι Βλάχοι βγαίνει μέσα από το τραγούδι αυτό. Όποιος θέλει να τιμήσει τους Βλάχους, ας ανάψει ένα κερί στη μνήμη τους. Βλάχοι είναι εκείνοι που πολέμησαν και μόχθησαν για να μπορούμε εμείς να μιλάμε ελληνικά» «Ελεύθερος Τύπος» (19.6.1998). Σε παραπέμπω και στον Τόμο Α’, σελίδα 77 και υποσημείωση 78.
-Χρειάζεται περαιτέρω έρευνα;
Η συστηματική ιστορική έκθεση διέπεται και από την υποχρέωση των παραπομπών σε πηγές και βοηθήματα, της οποίας παραγνώριση, αν συγχωρείται σε λογοτέχνες και δημοσιογράφους (ο παρών εξαιρείται, διότι ουδέποτε διάβασα κείμενό σου να μη συνοδεύεται από στοιχεία!) είναι ανεπίτρεπτη για ακραιφνείς επιστήμονες. Σημειώνω ότι ο Θουκυδίδης αποδοκιμάζει την αναζήτηση της αλήθειας αταλαιπώρως, όπως έως τώρα έπραξαν όσοι ασχολήθηκαν με τα «Παιδιά της Σαμαρίνας».
-Τι κάνουμε, λοιπόν, επιστημονικώς;
Αυτό που ήδη ανέφερα και τεκμηριώνω την απάντηση που έχω δώσει πριν. Είναι αλήθεια, ότι για το θέμα που συζητούμε, την ιχνηλάτηση των δεδομένων, που λανθάνουν στο δημοτικό τραγούδι «Παιδιά της Σαμαρίνας», προέχει πρωτίστως η περισυλλογή των παραλλαγών, οι οποίες διασώζονται διάσπαρτες σε ανθολογίες, ακόμη και ανέκδοτες, ιδιωτικές και δημόσιων ιδρυμάτων π.χ. του Κέντρου Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών. Η επιστημονική τους εξέταση οπωσδήποτε διευκολύνει την εξεύρεση του πρωτοτύπου και την ορθότερη αξιολόγηση. Διότι, η αισθητική, γλωσσική, καλλιτεχνική και ιδεολογική του περιεχομένου κατάσταση, η ποιητική ποιότητα, φανερή και σε πεδινούς οικισμούς, των οποίων η ελληνοφωνία στις ημέρες μας είναι απόλυτη, διανοίγουν προοπτικές εντοπισμού των Βλάχων και σε άγνωστες εστίες, όπου είτε έχουν συμβιώσει είτε παραχειμάσει. Δείγμα αξιοπρόσεκτο αποτελεί η παραλλαγή, την οποία συλλέγει από το Προάστιο Καρδίτσας ο διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών Θεόδωρος Νημάς με τίτλο «Παιδιά της Σαμαρίνας».
-Μπα, έχει τέτοιο θησαυρό ο Θοδωρής; Θα επικοινωνήσω μαζί του.
Πάντως, υπογραμμίζω ότι τα «Παιδιά της Σαμαρίνας» απηχούν πεπραγμένα της Εξόδου του Μεσολογγίου και είναι γραμμένα στα Ελληνικά!.
Τα χαλκεία και τα πλαστά της προπαγάνδας
-Αναφέρθηκες στη συλλογή της Ζωής Παπαζήση –Παπαθεοδώρου. Και, όπως παρατηρώ, η τακτική αυτή του χαλκείου συνεχίζεται ακόμα και σήμερα και εντός των τειχών.
Πράγματι, η κυρία Ζωή Παπαζήση–Παπαθεοδώρου διακηρύσσει ως προσφορά την πρωτοτυπία της ύλης. Αλλά ούτε τα δημοτικά, ούτε τα λόγια, ούτε τα επώνυμα, τραγούδια βλέπουν πρώτη φορά το φως της δημοσιότητας. Είναι διάσπαρτα σε προπαγανδιστικά περιοδικά και κατά μεγαλύτερες ή μικρότερες ενότητες σε ανθολογίες αυτοτελείς, που επανειλημμένως δημοσιεύθηκαν.
-Από πού το τεκμηριώνεται ότι όλα αυτά είναι πλαστά;
Α, ο συγκαταλεγόμενος στους ρουμανίσαντες T. Papahagi δίνει διαφωτιστική εικόνα της πλαστής αυτής γραμματείας σε πανεπιστημιακό επίπεδο! Υπογραμμίζω ότι ο κατ’ εξοχήν Βλαχολόγος, καθηγητής του Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου, T. Papahagi, τονίζει ότι ήταν φυσικό να τραγουδούν οι Βλάχοι του ελληνικού χώρου, οι Αρωμούνοι, τα συναισθήματα και τα κατορθώματά τους στην ελληνική γλώσσα. Διότι, το περιβάλλον συνέτεινε στη χρήση της ελληνικής γλώσσας, όπου αιώνια παράδοση υπεροχής της ελληνικής γλώσσας σε όλους τους τομείς έναντι της αρωμουνικής, την οποία παρομοιάζει με υδροχαρές φυτό σε νερά ελληνικά.
-Μα, επιμένει η προπαγάνδα!
Υπογραμμίζω ότι η ύλη του βιβλίου που σχολιάζουμε, πλην μικρού μέρους των δημοτικών τραγουδιών, ο κύριος όγκος είναι χάλκευμα ρουμανικής προπαγάνδας.
-Το λέτε εσείς ή έχετε αλλότρια στοιχεία;
Αυτό μας το διαβεβαιώνει ο μεγαλύτερος θεμελιωτής και θιασιώτης της ρουμανικής προπαγάνδας Th. Capidan, ακαδημαϊκός και καθηγητής του Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου. Ο Capidan σημειώνει ότι προ της παρέμβασης της Ρουμανίας στη Μακεδονία, οι προικισμένοι με ποιητικό τάλαντο Βλάχοι χρησιμοποιούσαν, όπως και συνεχίζουν να χρησιμοποιούν, μόνο την ελληνική γλώσσα. Εύγλωττα παραδείγματα είναι ο Κώστας Κρυστάλλης και ο Χρ. Ζαλοκώστας από την παλαιότερη γενιά και ο Κώστας Μπίρκας και άλλοι από τη σύγχρονή μας. Το ίδιο καταλείπει και ο βαθύς μελετητής των Βλάχων Μιχαήλ Χρυσοχόος. Διαβάζω: «Τραγούδια εις την Βλαχικήν γλώσσαν δεν είχον ποτέ, ούτε έχουσιν, τα παρεισαχθέντα τώρα διά των προπαγανδιστών Ρωμουνικά, ούτε τα εννοούσιν, ούτε τα αποδέχονται, ως ξένα εις τα ήθη των και τον εθνισμόν των. Αι εξαιρέσεις δεν λαμβάνονται υπ’ όψιν».
-Και πού οφείλεται αυτό το μίσος και το πάθος να γράφονται βλάχικα δημοτικά τραγούδια με λατινικό αλφάβητο;
Αυτά γίνονται ή προωθούνται από μια μειοψηφία, τους ρουμανίσαντες ή, κατά τη διατύπωση των Wace – Thompson, τους «εθνικιστές», που διακηρύσσουν ότι είναι Ρουμάνοι!
-Μερικά παραδείγματα;
Ο George Marcu, που αναφέρει η κυρία Ζωή Παπαζήση – Παπαθεοδώρου στο βιβλίο της που ήδη αναφέραμε, ο οποίος κατάγεται από το Περιβόλι, σεμνύνεται για την καταγωγή του και εμφανίζεται να λυτρώνεται με την εγκατάστασή του στην πατρίδα του, τη Δακο- Ρουμανία, όπως λέει. Και γι’ αυτήν άλλωστε εργάζεται ή ακριβέστερα προπαγανδίζει!
-Ωστόσο, η κυρία Ζωή Παπαζήση – Παπαθεοδώρου στο βιβλίο της επικαλείται και τους Άγγλους Wace – Thompson.
Δανείζεται από το βιβλίο τους βλάχικα τραγούδια, όπως τα 148 και 154, αλλά αποσιωπά το γεγονός ότι οι ξένοι συγγραφείς έχουν συλλέξει και δημοσιεύσει δημοτικά τραγούδια των Βλάχων πλασμένα στην ελληνική γλώσσα, μάλιστα δε ασυγκρίτως πολυαριθμότερα.
- Επίτρεψε να επισημάνω ότι, όπως αποκαλύπτει στο τελευταίο βιβλίο του «Δημοτικοί και ρεμπέτικοι χοροί και τραγούδια» ο παλαίμαχος συνάδελφος από την Καλαμπάκα (έζησε από το 1944 στη Λάρισα) Λάζαρος Αρσενίου, ότι και ο αείμνηστος Ελβετός καθηγητής Μπώ –Μποβύ υπογραμμίζει ότι «Τα κουτσοβλάχικα τραγούδια δεν έχουν καμία σχέση με τα ρουμανικά»! Μελέτησα σε βάθος το κεφάλαιο που αναφέρεται στη δημοτική μουσική και με χαρά και σε πείσμα του κ. Καλ και οποιουδήποτε Καλ διαπίστωσα ότι ο κ. Αρσενίου παραθέτει τις γνωστές απόψεις του Ελεβετού μουσικολόγου και καθηγητή της ελληνικής Φιλολογίας Samuel Baud –Bovy (Μπω – Μποβύ), ο οποίος ασχολήθηκε με τα δημοτικά τραγούδια της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας και το 1975 για πρώτη φορά με τα θεσσαλικά.
Το βιβλίο του «Chansons Aromounes de Thessalie (Κουτσοβλάχικα τραγούδια της Θεσσαλίας) κυκλοφόρησε το 1990 από τον Εκδοτικό Οίκο Αδελφών Κυριακίδη στη σειρά «Κείμενα και Μελέτες» του Φιλολογικού Ιστορικού Λογοτεχνικού Συνδέσμου Τρικάλων και με τη συνεργασία, μεταξύ άλλων, και του καθηγητή Γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Νίκου Κατσάνη, ο οποίος είχε συνεργασθεί στενά με τον Μπω – Μποβύ. Στο βιβλίο του ο κ. Αρσενίου υπογραμμίζει αυτό που έχει τονίσει ο Μπω – Μποβύ για τα τραγούδια των Ελληνοβλάχων. Κατά τη γνώμη του Μπω – Μποβύ, τονίζει ο κ. Αρσενίου, «τα βλάχικα τραγούδια δεν έχουν καμία σχέση με τα ρουμανικά, που τα μελέτησε ο ίδιος κι αυτά, και, συνεπώς, καταρρίπτεται και από μουσικής πλευράς ο ισχυρισμός για ρουμανική δήθεν καταγωγή των Βλάχων». Υπενθυμίζουμε και μερικές άλλες διαπιστώσεις του Μπω – Μποβύ από το βιβλίο του: «Τα κείμενά τους (σημείωση των Kουτσοβλάχων), πιο ρεαλιστικά παρά μεταφορικά, σε πρώτη όψη δεν μοιάζει να προέρχονται από τα ρουμάνικα τραγούδια». Αντιθέτως, όπως επισημαίνει κατηγορηματικά «οι κουτσοβλάχικες παραλογές που υπάρχουν σε γαλλική μετάφραση (σημείωση στα ρουμανικά τραγούδια) είναι τις πιο πολλές φορές διασκευές ελληνικών τραγουδιών, όπως του Γεφυριού της Άρτας, του Νεκρού Αδερφού, του Νέου που παντρεύτηκε στην ξενιτιά κλπ». Ακόμα επισημαίνει ο Μπω – Μποβύ: «Ενώ η ελληνική επιρροή είναι τόσο φανερή στα κουτσοβλάχικα τραγούδια, δεν αποκλείεται και το αντίστροφο…». Και αφήνει για το τέλος τη διαπίστωση – καταπέλτης: «Έτσι, η εθνομουσικολογία θα επιβεβαίωνε κι εδώ τα συμπεράσματα των ανθρωπολόγων: …οι Ρωμανόφωνοι της Ελλάδος είναι στην απόλυτη πλειονότητά τους απόγονοι αυτόχθονος πληθυσμού».
-Αλλά, και κατά την εθνομουσικολόγο Αθηνά Κατσανεβάκη, διδάκτορα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (Τόμος Β΄, σ. 411), «αυτή η έντονη παρουσία των ελληνοφώνων τραγουδιών στη μουσική παράδοση των βλαχοφώνων της Πίνδου πηγάζει όχι από μια εξωτερική επιρροή, αλλά μέσα από μια έντονη αυτοσυνειδησία εσωτερική και μακρόχρονης σχέσης με τον Ελληνισμό, μία σχέση που για τους Αρμάνους της Πίνδου δεν είναι τυχαία, αλλά, όπως δείχνουν τα δεδομένα, πηγάζει από την ίδια τους την καταγωγή» («Βλαχόφωνα και ελληνόφωνα τραγούδια της περιοχής της Βορείου Πίνδου. Ιστορική –Εθνομουσικολογική προσέγγιση.
Ο αρχαϊσμός τους και η σχέση τους με το ιστορικό υπόβαθρο»). Στις ίδιες διαπιστώσεις καταλήγει και η Καλλιόπη Πανοπούλου, διδάκτωρ επίσης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου.
-Υπάρχουν όμως και πολλές περιπτώσεις που τραγουδούσαν στα βλάχικα. Απλώς αναφέρω ότι ως μαθητής του Γυμνασίου και φοιτητής διέσωσα στη δεκαετία του 1950 πάνω από 15 βλάχικα τραγούδια της Παλαιομάνινας. Μάλιστα, ως πρόεδρος της Εταιρείας Φίλων των Μνημείων της Παλαιομάνινας κυκλοφόρησα ένα cd με 14 τέτοια τραγούδια και ένα ενημερωτικό φυλλάδιο με τη μετάφραση (λυπάμαι, ξέχασα να σας προσφέρω ένα από αυτά!).
-Δεν πειράζει! Στην άλλη συνάντηση! Ασφαλώς, ενδιαφέρουν και οι εξαιρέσεις. Τα δημοτικά τραγούδια των Βλάχων, τα οποία σώζονται στην αρωμουνική. Έχω αποκτήσει από τον εκλεκτό συνάδελφο, τον καθηγητή Μιχάλη Τρίτο μιαν υπέροχη ενότητα μετσοβίτικων, τα οποία έχει μελοποιήσει ο μύστης της βυζαντινής μουσικής Τριαντάφυλλος ή Σιούλης Τάμπας, Μετσοβίτης, μαθητής του μεγάλου μουσικοδιδασκάλου Κωνσταντίνου Ψάχου.
-Μα, το ίδιο λέει και ο T. Papahagi.
-Ορθώς, επιβάλλεται να μελετώνται τα σωζόμενα στην αρωμουνική δημοτικά τραγούδια με προσοχή. Διότι, ομολογουμένως, περικλείουν πολύτιμες πληροφορίες, γλωσσικές, ιστορικές, εθνολογικές… Ο Papahagi θεωρεί εντελώς διαφορετική από εκείνων των ρουμανικών τραγουδιών τη μουσική. Μάλιστα, με πρώτο επιχείρημα την υπάρχουσα διαφορά μουσικής, ο Papahagi αμφισβητεί τη φυλετική ταυτότητα Βλάχων – Αρωμούνων και Ρουμάνων.
Η συζήτηση για τους «Μακεδοαρμάνους»
-Πέρα από τη ρουμάνικη προπαγάνδα, βρίσκεται σε εξέλιξη, κυρίως στη Βόρειο Ελλάδα, μια άλλη, εκείνη των λεγόμενων «Μακεδοαρμάνων», οι οποίοι, με εμπνευστές αλλότριους και κέντρα κυρίως στο εξωτερικό, συνεχώς προπαγανδίζουν για «φυλή Βλάχων», για Μιλιέτ Αχόργια», για διδασκαλία της βλάχικης σε σχολεία. Μάλιστα όλα αυτά επιδιώκουν με την επιμονή τους να γράφεται και η ελληνοβλάχικη γλώσσα με το … ρουμανικό κυρίως αλφάβητο και μάλιστα με την εισαγωγή νεολογισμών, που είναι άγνωστοι σε ολόκληρη … την υφήλιο.
-Για τους «Μακεδοαρμάνους» έκανα ανακοίνωση στη Γερμανία, στην οποία το ζήτημα είχε προκαλέσει ο Vasile Barba. Το κείμενο κυκλοφορήθηκε στη γερμανική γλώσσα: «Die Mazedo- Aromiunem, Athen 2002». Οι σχετικές απόψεις των ξένων, φυσικά και Ρουμάνων, είναι καταχωρισμένες στον Τόμο Δ΄, στις σσ. 452 – 454. Διαβάζω: «Εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι ότι οι Αρμάνοι θεωρούνται Έλληνες από τους λαούς, μεταξύ των οποίων ζουν κατά την αποδημία, μάλιστα και από τον ρουμανικό λαό, όπως επισημαίνουν ο ακαδημαϊκός και καθηγητής του Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου C. Giurescu και ο ίδιος ο Nasturel, κατά τους οποίους ο όρος Κουτσόβλαχος στη Ρουμανία σημαίνει Έλληνα. Ο ρουμανικός λαός αποκαλεί Έλληνες, όπως παρατηρεί ο Trifon, και τους “ρουμανίσαντες” Αρμάνους, τους οποίους το ρουμανικό κράτος προς κάλυψη ρουμανικού δημογραφικού ελλείμματος παρέσυρε και εγκατέστησε στη Δοβρουτσά, όπου περιεργότατα διατηρείται αλώβητη η ελληνικότητά τους. Πράγματι, κατά τις ερευνητικές επισκέψεις στους χώρους εγκαταστάσεώς τους ο ονομαστός λαογράφος – μουσικολόγος Paunescu, επιδιώκοντας απ’ ευθείας καταγραφή των δημοτικών τραγουδιών τους, ζητεί και κατάπληκτος ακούει να τραγουδούν στην ελληνική γλώσσα. Εν τέλει, ο ακαδημαϊκός N. Iorga, ερευνώντας πολωνικά αρχεία αποκαλύπτει ότι οι Αρμάνοι σε χρόνους Τουρκοκρατίας δεν παραλείπουν να δηλώνουν στις αρμόδιες πολωνικές αρχές και την ελληνικότητά τους, εκφράζοντας με παρρησία την προσωπική βούληση, κατά το ακόλουθο παράδειγμα: “Honoratus Demetrius Wretowski, Graecus, vinopola, de civitate Moscopolis… 1780”. Ιδού, λοιπόν, τα δεδομένα της διεπιστημονικής αλήθειας, σύμφωνα με την οποία οι Αρμάνοι δεν είναι Ρουμάνοι, δεν συνιστούν ιδίαν εθνότητα, αλλά αποδεδειγμένα αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του ελληνικού λαού με πρόσθετο γνώρισμα το βλαχικό (= λατινογενές, αρμάνικο) ιδίωμα, αληθινό θησαυρό για ουσιαστική διερεύνηση των τυχών και περιπετειών Ελλήνων κατά τη διάρκεια της μακραίωνης Ρωμαιοκρατίας». Όπως διαπιστώνεις από τις σελίδες αυτές, όλες αυτές οι επισημάνσεις συνοδεύονται με ντοκουμέντα σε υποσημειώσεις.
Η επίσημη Ελλάς κοιμάται, όχι όμως και οι Ελληνόβλαχοι
-Τι λέτε, η Ελλάς συνεχώς κοιμάται; Πείτε μερικά παραδείγματα ή πρωτοβουλίες σας που δεν είχαν καμιά συνέχεια.
-Απαντώ στο ερώτημά σου. Η Ελλάς-φυσικά η επίσημη- συνεχώς κοιμάται, κανένας όμως δεν αιφνιδιάζεται. Έγραψα άλλωστε τόσα! Προτιμώ να δώσω τον λόγο στον επιφανή επιστήμονα Μελέτιο Μελετόπουλο, διδάκτορα δύο πανεπιστημίων, ελληνικού και ελβετικού, παραπέμποντας στο πρόσφατο και εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο του, επιγραφόμενο «Το ζήτημα του πατριωτισμού», Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2010, σσ. 44 – 46. Διαβάζω από το κεφάλαιο «Κατασκευή μειονοτήτων»: «Η λυσσαλέα προσπάθεια κάποιων “προοδευτικών” διανοουμένων, πανεπιστημιακών και πολιτευτών μας να αποδείξουν στον εαυτόν τους και στην κοινή γνώμη (που αδιαφορεί εντελώς) ότι έχουν “ξεπεράσει” τα “εθνικιστικά στερεότυπα” των υπολοίπων συμπατριωτών τους, οδηγεί ενίοτε και σε φαιδρές καταστάσεις. Π.χ. , η προσπάθεια να εφευρεθούν ανύπαρκτες μειονότητες στη χώρα μας. Διότι, πώς αλλιώς θα μπορούν να υπερασπίζονται κατ’ επάγγελμα τα δικαιώματα των “καταπιεζομένων μειονοτήτων” οι “προοδευτικοί” μας, αν δεν υπάρχουν τέτοιες μειονότητες;
Αγνοώ με ποιών πρωτοβουλία, επί κυβερνήσεως Σημίτη ιδρύθηκε στο υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδος Κέντρο Ερευνών Μειονοτικών Ομάδων (ΚΕΜΟ), το 1996. Προκαλώ οποιονδήποτε να μου πει σε ποιαν ευρωπαϊκή χώρα ή και παγκοσμίως (για τις ευρωπαϊκές χώρες το ήλεγξα, για τον υπόλοιπο κόσμο περιμένω να πληροφορηθώ με ανυπομονησία) υπάρχει μηχανισμός για τον … εντοπισμό μειονοτήτων. Ακόμη και σε χώρες, όπου υπάρχουν πραγματικές μειονότητες, όπως π.χ. στην Ισπανία ή στη Ρουμανία, υπάρχουν νόμοι και σχετικές διατάξεις, αλλά όχι κέντρο έρευνας, δηλαδή μηχανισμός εντοπισμού, ανάδειξης ή και- για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους- κατασκευής μειονοτικών ομάδων. Η κατασκευή κάποιας μειονότητας, όπως καταλαβαίνει κανείς, είναι εύκολη: σε κάθε περιφέρεια, επαρχία, νησί ή χωριό κάθε κράτους υπάρχουν τοπικές παραδόσεις, ιδιόλεκτοι, ήθη – έθιμα κλπ. Δηλαδή, υλικά για να οργανώσει ένας “δημιουργικός” εθνολόγος μια μειονοτική ταυτότητα. Κάθε έθνος αποτελείται από πολλά ανομοιογενή στοιχεία, τα οποία συντίθενται ή συνυπάρχουν κάτω από μία ευρύτερη εθνική ταυτότητα. Αλλά κυριαρχούν τα στοιχεία που ενώνουν και συνθέτουν τον λαό ενός κράτους σε μια κοινή προσωπικότητα. Η έννοια του Έθνους είναι η συλλογική ταυτότητα, τα κοινά στοιχεία που είναι ευρύτερα και σημαντικότερα από τις τοπικές ή κοινωνικές ή ατομικές ιδιαιτερότητες.
Η υποτιθέμενη “έρευνα”, δηλαδή η κατασκευή μειονοτήτων, εκεί που δεν υπάρχουν κι εκεί που δεν το ζήτησε κανείς ενδιαφερόμενος, εξυπηρετεί αντικειμενικά τη διάσπαση της συνοχής, τη διάλυση της συλλογικής μας ταυτότητας και την προετοιμασία επισημότερων διασπαστικών φαινομένων.
Το ΚΕΜΟ, για να επανέλθουμε στο θέμα μας, οργάνωσε στη Λάρισα το 1998 «Συνέδριο μελέτης της βλάχικης γλώσσας». Να τι έγραψε ο Θετταλός παλαίμαχος δημοσιογράφος (και πραγματικός προοδευτικός, όχι του καναπέ) Αντώνης Καρκαγιάννης, σε άρθρο του στην «Καθημερινή», με τίτλο «Αγαπητοί σύντροφοι του ΚΕΜΟ» (21 Ιουνίου 1998). Αφού πληροφορεί τους «συντρόφους» ότι «Οι Βλάχοι δεν είναι μειονότητα ούτε μειονοτική ομάδα» (κάτι που είναι πασίγνωστο και δεν χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση, το έχουν εξαντλήσει κορυφαίοι βαλκανιολόγοι με διεθνείς περγαμηνές, αλλά και οι ίδιοι οι Βλάχοι, που αποτελούν βασικό συστατικό στοιχείο του ελληνικού έθνους, με τεράστια προσφορά, ευεργεσίες και θυσίες σε όλους ανεξαιρέτως τους εθνικούς αγώνες). Και ο Αντ. Καρκαγιάννης συνεχίζει: «Ερήμην, λοιπόν, των Βλάχων, το ΚΕΜΟ οργάνωσε στη Λάρισα ένα παράδοξο συνέδριο μελέτης της βλάχικης γλώσσας. Το συνέδριο ήταν σχεδόν μυστικό και οπωσδήποτε συνωμοτικό. Δεν προαναγγέλθηκε, δεν εστάλησαν προσκλήσεις και δεν έγινε σε μεγάλη αίθουσα, αλλά σε ξενοδοχείο και ουδείς επίσημος προσεκλήθη. Κάλεσαν όμως μερικούς ξένους, οι οποίοι, όταν ρωτήθηκαν, δήλωσαν ότι έτυχε να βρεθούν, τυχαία έμαθαν για το συνέδριο και ήρθαν στη Λάρισα να το παρακολουθήσουν». [Σημείωση Δ. Στεργίου: Το ψευτοσυνέδριο αυτό διαλύθηκε από την θαρραλέα παρέμβαση του τότε νομάρχη Λαρίσης Ιωάννη Φλώρου και τις παρεμβάσεις και άλλων Θεσσαλών].
Δεν θα διερευνήσω εδώ τι ακριβώς κρύβεται πίσω από την κίνηση αυτή, παραπέμπω στο αποκαλυπτικό κείμενο του έγκριτου δημοσιογράφου Διαμαντή Σεϊτανίδη στην εφημερίδα «Βραδυνή» (19 Ιουλίου 1998), σύμφωνα με το οποίο «στο περιβόητο συνέδριο πήραν μέρος και άτομα που στο παρελθόν εργάσθηκαν εις βάρος της Ελλάδας». Διερωτώμαι, μόνον, πώς είναι δυνατόν τέτοιου είδους ενέργειες να προέρχονται από οργανισμό που χρηματοδοτείται από χρήματα των Ελλήνων φορολογουμένων.
Φυσικά, όλοι οι φωνασκούντες υπέρ πραγματικών ή φανταστικών μειονοτήτων, δεν βρήκαν ούτε μια λέξη να πουν για τα δικαιώματα της αρχαίας ελληνικής μειονότητας της Βορείου Ηπείρου (αρχαίας, γιατί αν μιλήσετε με κατοίκους της Φοινικούντας, π.χ., θα ακούσετε την αρχαία ελληνική να ομιλείται ζωντανά και αυθόρμητα από απλούς χωρικούς…
-Δεν σε διέκοψα διαβάζοντας αυτά που επισημαίνει ο Μελέτιος Μελετόπουλος. Θέλω να σημειώσω ότι ο αείμνηστος Αντώνης Καρκαγιάννης ήταν ένας λαμπρός συνάδελφος και Έλληνας. Έτυχε, όταν εκείνος ήταν διευθυντής της εφημερίδας «Καθημερινή», ο ομιλών να είναι διευθυντής της εφημερίδας «Ελεύθερος Τύπος της Κυριακής» και συνεχώς ανταλλάσσαμε απόψεις, μεταξύ των οποίων και για το θέμα αυτό.
-Πάντως, οι ακραιφνείς Ελληνόβλαχοι δεν καθεύδουν. Έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να σηκώσουν τις γκλίτσες, όπως οι Μακεδόνες του Μεγάλου Αλεξάνδρου τις σάρισες! Οι εξαιρέσεις δεν απουσιάζουν. Η Ελλάδα άλλωστε έχει και Λεωνίδα και Αλέξανδρο, αλλά έχει και Εφιάλτη. Υπενθυμίζω τις κινητοποιήσεις των δημάρχων, τοπικών αρχόντων, όλων των βλαχοχωριών και το επίκαιρο τότε δημοσίευμά μου, επιγραφόμενο πράγματι περιπαικτικά: «Οι Γερμανοί ξανάρχονται» για τους Βλάχους, Αθήνα 2002.
-Ναι, θυμήθηκα, αφορά στην επιστολή σου προς την «Ελλοπία», η οποία είχε δημοσιεύσει τις πικρόχολες, γεμάτες από μίσος και πάθος εναντίον σου επισημάνσεις του γνωστού μας Thede Kahl, με την οποία συντρίβεις πλάνες και πάθη πολεμίων της ελληνικότητας των Βλάχων – Αρμάνων, μεθοδευμένες επιθέσεις ανώνυμων και επώνυμων οργάνων προπαγάνδας εναντίον του Αχιλλέως Λαζάρου. Θέλω να εκφράσω τις θερμές ευχαριστίες για τον χρόνο που διέθεσες για να γίνει αυτή η συζήτηση και το περιεχόμενο της συζήτησης.
ΤΕΛΟΣ
Ο Δημήτριος Στεργίου είναι δημοσιογράφος.
Γεννήθηκε στην Παλαιομάνινα Αιτωλοακαρνανίας το 1942 από αγρότες γονείς. Μετά την αποφοίτησή του με άριστα (πρώτος) από το Γυμνάσιο της Παλαμαϊκής Σχολής Μεσολογγίου το 1961, σπούδασε πολιτικές και οικονομικές και, στη συνέχεια, φιλοσοφικές επιστήμες. Από το 1966 έως το 1970 ήταν μέλος της Συντακτικής Επιτροπής του περιοδικού "Τραπεζική και Οικονομοτεχνική Επιθεώρηση" και μελετητής-αναλυτής στο ομώνυμο "Οικονομοτεχνικό Κέντρο", που κατήρτιζε μελέτες χρηματοδότησης από τις τράπεζες επιχειρήσεων για την πραγματοποίηση μεγάλων επενδύσεων.
Το 1971 προσελήφθη στον Δημοσιογραφικό Οργανισμό Λαμπράκη ως συντάκτης του "Οικονομικού Ταχυδρόμου", ενώ παράλληλα έγραφε μεγάλες κοινωνικοοικονομικές έρευνες στις εφημερίδες "Το Βήμα" και "Τα Νέα". Το 1978 έγινε αρχισυντάκτης και στη συνέχεια διευθυντής Σύνταξης του "Οικονομικού Ταχυδρόμου" και αρθρογράφος - σχολιογράφος στα "Νέα" καθώς και υπεύθυνος της στήλης "Μικρο-Μακροοικονομικά" στο "Βήμα της Κυριακής". Διετέλεσε επίσης διευθυντής του "Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής" και διευθυντής Σύνταξης της "Απογευματινής”. Είναι μέλος της Ένωσης Συντακτών Ημερήσιων Εφημερίδων Αθηνών και έχει βραβευθεί από φορείς και οργανώσεις.
Σήμερα αποχαιρετώ με το παρόν αφιέρωμα τον φωτεινό δάσκαλό μου για την ιστορία και την προσφορά των Ελληνοβλάχων, τον νέο Διδάσκαλο του Γένους, όπως έχει χαρακτηρισθεί, τον Αχιλλέα Λαζάρου, έναν πολύτιμο συνεργάτη μου επί σαράντα χρόνια σε όλες τις εφημερίδες που διηύθυνα και φίλο, ο οποίος με τιμούσε πάντοτε να με καλούσε ως συνομιλητή του σε όλες σχεδόν τις εκδηλώσεις που διοργανώνονταν στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις με θέματα σχετικά με τους Βλάχους και την αντεθνική προπαγάνδα, , ο οποίος «έφυγε» πλήρης ημερών (γεννήθηκε στην Ελασσόνα το 1930), αφήνοντας όμως ένα τεράστιο πνευματικό έργο και παρακαταθήκες για όλες τις επόμενες γενιές.
Δεινός ρήτωρ, μελίρρυτος ο προφορικός λόγος του (ποτέ δεν κρατούσε χαρτί!), λες και ανάβλυζε από μιαν αέναο πηγή γνώσεων που εξέπλητταν τους ακροατές του, και εντυπωσιακό το χρώμα της φωνής του οσάκις ήθελε να τονίσει αυτό που θεωρούσε σημαντικό και ήθελε να αφυπνίσει την πλατεία, τεκμηριωμένες, από την τεράστια πνευματική «βιβλιοθήκη» του, οι απαντήσεις σε ρωτήσεις. Και στο τέλος ασταμάτητα χειροκροτήματα και ... αυτόγραφα.
Ο Αχιλλεύς Λαζάρου ήταν ο σημαντικότερος Έλληνας διανοούμενος, ο οποίος με το έργο του διέλυσε τη φαιά προπαγάνδα σε βάρος της χώρας μας, ρίχνοντας το φως της αλήθειας με το πολύπλευρο και βαθυστόχαστο πνευματικό του έργο, που καλύπτει όλο το φάσμα των εθνικών μας θεμάτων και γρονθοκοπεί όλους τους ανιστόρητους ισχυρισμούς και την προσπάθεια πλαστογραφίας της ιστορίας μας. Για όλους αυτούς τους λόγους ο εκλιπών ήταν πολύτιμος συνεργάτης μου επί πολλά χρόνια τόσο στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» όσο και στον «Ελεύθερο Τύπο της Κυριακής», ενώ τρεις φορές προσκλήθηκε και προθύμως ανταποκρίθηκε να έρθει και στην Παλαιομάνινα για να μιλήσει και να τιμήσει τις πολιτιστικές εκδηλώσεις.
Με τον μεστό λόγο του, με τα πάμπολλα βιβλιογραφικά ντοκουμέντα από βιβλία αρχαίων και σύγχρονων Ελλήνων συγγραφέων και κυρίως ξένων καθηγητών και ακαδημαϊκών, συγκροτούσε μιαν άφθαστη ρητορική, που συνάρπαζε και ταυτόχρονα έπειθε για την πραγματικότητα της ιστορίας.
Ως πτυχιούχος του Φιλολογικού – Φιλοσοφικού Τμήματος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ), εύρισκε ότι ήταν ευχάριστες και γόνιμες οι συζητήσεις με έναν συνομιλητή που έκανε τις ίδιες σπουδές για την ιστορία και τη γλώσσα, με αναφορές μάλιστα στα τότε προγράμματα σπουδών και διδασκαλίας της αρχαίας και της νέας ελληνικής γλώσσας. Ακολούθως μετεκπαιδεύτηκε για δύο έτη στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης, όπου έλαβε πτυχίο με το μοναδικό άριστα της τότε σειράς μετεκπαιδευθέντων καθηγητών και για δύο έτη στο Μεταπτυχιακό Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής του ΕΚΠΑ, όπου εκπόνησε την πρώτη σε είδος διδακτορική διατριβή στην Ελλάδα με αντικείμενο τη ρωμανική γλώσσα σε σχέση της με τα ελληνικά. Επίσης, σπούδασε επί τρία χρόνια στη Σορβόννη ως υπότροφος του Κρατικού Ιδρύματος Υποτροφιών (Ι.Κ.Υ.), όπου αναγορεύτηκε σε Charge de cours a la Sorbonne (Paris IV). Παρακολούθησε σεμινάρια βαλκανικής ιστορίας στην Σορβόννη και Σλαβολογίας στο Ινστιτούτο Ανατολικών Γλωσσών και Πολιτισμών και σπούδασε Βαλκανική Εθνολογία στην Πρακτική Σχολή Ανωτάτων Σπουδών της Σορβόννης .
Ως Charge de cours a la Sorbonne (Paris IV) δίδαξε τα μαθήματα Ρουμανική Διαλεκτολογία και Βαλκανική Ρωμανολογία. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα αποσπάστηκε για δύο έτη στην Ακαδημία Αθηνών για την Tabula Imperii Romani. Κατόπιν δίδαξε στα Γυμνάσια Ελασσόνας, Δεσκάτης και στο Β΄ Παγκύπριο Γυμνάσιο Αρρένων Βόλου. Από τον Βόλο μετατέθηκε στο Α’ Πρότυπο Γυμνάσιο Πειραιώς, όπου πρωτοστάτησε στη μετονομασία του σε Ιωνίδειο Πρότυπο Σχολή Πειραιώς ως φόρο τιμής στον μέγα ευεργέτη Κ. Ιωνίδη. Ακολούθως μετατέθηκε στο Πειραματικό Σχολείο του ΕΚΠΑ. Κατόπιν, ως λυκειάρχης, υπηρέτησε στο Εσπερινό Λύκειο Περιστερίου. Έπειτα μετατέθηκε ως γενικός επιθεωρητής στον Νομό Ημαθίας και κατόπιν ως γενικός επιθεωρητής φιλολόγων Θεσσαλίας στη Λάρισα. Κατόπιν υπηρέτησε ως διευθυντής – γενικός επιθεωρητής Μέσης Εκπαίδευσης στη Βαρβάκειο Πρότυπο Σχολή. Αργότερα υπηρέτησε ως ειδικός επιστημονικός σύμβουλος στο Υπουργείο Εξωτερικών για έναν χρόνο. Κατόπιν δίδαξε στη Σχολή Μετεκπαίδευσης Μοιράρχων, στη Σχολή Αξιωματικών Αδελφών Νοσοκόμων, στη ΧΕΝ και στη Ναυτική Σχολή Πολέμου. Ακόμα, πρωτοστάτησε στην ανέγερση του γυμνασιακού διδακτηρίου Δεσκάτης και στην ίδρυση της Λαϊκής Βιβλιοθήκης Ελασσόνας και της βιβλιοθήκης του Γυμνασίου Δεσκάτης. Συμμετείχε σε ομάδες εργασίας για τον εκσυγχρονισμό της Ελληνικής Παιδείας στις Βρυξέλλες. Διετέλεσε επίσης επικεφαλής της Ελληνικής Επιτροπής Ελληνοσοβιετικών Εκπαιδευτικών και Μορφωτικών Σχέσεων.
Ο Αχιλλεύς Λαζάρου ξεχώρισε στον τομέα της εξειδίκευσής του, δηλαδή ως ρωμανιστή – βαλκανολόγου. Όπως καταδεικνύεται από τις ατέρμονες συζητήσεις, τις ομιλίες του σε εκδηλώσεις και το πλουσιότατο συγγραφικό του έργο (ένα μεγάλο μέρος μού το έχει προσφέρει σε χειρόγραφα!!!), είχε βαθιά γνώση στα εθνικά θέματα. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στον εκσυγχρονισμό της ελληνικής παιδείας διεισδύοντας παράλληλα στον πυρήνα των προβλημάτων. Τιμήθηκε στην Ελλάδα και το εξωτερικό για τη προσφορά του και το έργο του. Με πλούσιο συγγραφικό έργο και πλήθος δημοσιεύσεων, συνεδρίων και ημερίδων ξεχώρισε στον τομέα της εξειδίκευσής του. Τα ιδιαίτερα επιτεύγματά του είναι πολλά! Κορυφαίο έργο του είναι το τετράτομο «Ελληνισμός και Λαοί της Νοτιαανατολικής Ευρώπης». Στο ογκώδες αυτό τετράτομο έργο του ο Αχιλλεύς Λαζάρου παραπέμπει πολλές φορές και παραθέτει στη βιβλιογραφία του την προσφορά και της ταπεινότητάς μου με τα βιβλία μου, τα άρθρα μου και τα σχόλιά μου στη συζήτηση για τους Βλάχους και τη συντριβή της γνωστής αντεθνικής προπαγάνδας.
Ακούραστος, πολυγραφότατος, έσπευδε, με τις βαθιές επιστημονικές γνώσεις του, σε κάθε περίπτωση να διατρανώνει την έξωθεν (αλλά και λυσσαλέα έσωθεν!!!) αμφισβητούμενη ελληνικότητα των Βλάχων στην Ελλάδα και στα Βαλκάνια γενικά αποδεικνύοντας με αδιάσειστα ιστορικά στοιχεία την αυτόχθονη καταγωγή τους και καταδεικνύοντας ότι οι βλαχόφωνοι Έλληνες έχουν μία και μόνη πατρίδα στην καρδιά τους, την ΕΛΛΑΔΑ. Για όλους αυτούς τους λόγους, η Παγκόσμια Βλαχική Αμφικτιονία, στην ίδρυση της οποίας πρωτοστάτησε, τον ανακήρυξε επίτιμο πρόεδρο, αξίωμα το οποίο τίμησε με την συμπαράστασή του στο έργο της.
Βραβεύτηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, την Εκκλησία της Ελλάδος και την Ακαδημία Αθηνών. Επίσης, τιμήθηκε με το Βραβείο Φιλίας Τρικάλων από τον Φιλολογικό, Ιστορικό Σύνδεσμο (Φ.Ι.ΛΟ.Σ.) Τρικάλων (5-5-1995), με το Μετάλλιο του Δήμου Τρικκαίων και με το Μετάλλιο της Πόλης του Λένινγκραντ (Αγία Πετρούπολη).
Σε επίρρωση όλων αυτών που προέταξα παραπάνω, παραθέτω μερικά αποσπάσματα από τις συζητήσεις που είχα με τον Αχιλλέα Λαζάρου στο γραφείο, όπου πνιγμένος σε βιβλία, διάβαζε μία δέσμη δικών του χειρογράφων του. Σημειώνω ότι ο Αχιλλεύς Λαζάρου επέμενε να γράφει με στυλό ή μολύβι τα βιβλία του, τις μελέτες του, τις ομιλίες του, με πολύ καθαρά γράμματα και ευανάγνωστες λέξεις και φράσεις, διότι δεν προσχώρησε ποτέ στη νέα τεχνολογία.
Καθώς ο χρόνος σήμερα είναι πολύ περιορισμένος για προσφυγή σε εγκυκλοπαίδειες, ογκώδη βιβλία και σε απέραντη σχετική βιβλιογραφία, έκρινα ότι μια παρουσίαση βασικών σημείων των συζητήσεών μου με τον Αχιλλέα Λαζάρου θα ωφελούσε τις φίλες και τους φίλους Ελληνόβλαχους – Αρμάνους και όχι μόνο:
Για την καταγωγή και την αυτοχθονία των Ελληνοβλάχων ως Ελλήνων
1. Οι Ελληνόβλαχοι αυτοαποκαλούνται Αρμάνοι, όρος παραγόμενος από το πανάρχαιο ελληνικό προθετικό «Α» και Ρωμάνος, μετά συγκοπή του «ω», σύμφωνα με την αποκάλυψη του Ρωσοαμερικανού βυζαντινολόγου A.A. Vasiliev, την οποία αποδέχθηκε ο πανεπιστημιακός Διονύσιος Ζακυνθηνός, ο οποίος υπήρξε και μεταπτυχιακός δάσκαλος του Αχιλλέα Λαζάρου. Ο Ζακυνθηνός, σε γαλλόγλωσσο δημοσίευμα έγραψε: «Οι Έλληνες ονομάζουν τη χώρα τους Αρμανία (Ρωμανία)».
2. Την ελληνικότητα των Βλάχων – Αρμάνων έχει προ πολλού καταστήσει γνωστή ο Λαρισαίος μέγας διδάσκαλος του Γένους Κων. Μ. Κούμας (1777 – 1836), διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Βιέννης και αντεπιστέλλον μέλος των Ακαδημιών Βερολίνου και Μονάχου. Στον 12ο τόμο του συγγράμματός του «Ιστορίαι των ανθρωπίνων πράξεων» (Βιέννη 1832, σ. 521), ο οποίος κυκλοφορείται και αυτοτελώς, επιγραφόμενος «Οι Έλληνες», φανερώνει ότι οι Βλάχοι είναι «Έλληνες το γένος». Σχεδόν ταυτόχρονα, ο Μετσοβίτης Ν. Τζαρτζούλης, ο οποίος είχε διατελέσει διευθυντής της Αθωνικής Ακαδημίας, των σχολών Μετσόβου, Τυρνάβου, Τρικάλων και επικεφαλής της Ηγεμονικής Ακαδημίας του Ιασίου, κατά τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Αθ. Καραθανάση, υποστηρίζει την αρχαιοελληνική καταγωγή των Βλάχων. Αλλά, και των δύο προηγείται ο Μαρτίνος Κρούσιος, ο οποίος είπε ότι «οι Βλάχοι είναι Έλληνες».
3. Κατά την καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Ελευθερία Νικολαϊδου «στον χώρο της ελληνικής επιστημονικής έρευνας τη θέση αυτή που διατύπωσε πρώτος ο Κων. Κούμας … υποστηρίζει σθεναρά κι ο Απ. Βακαλόπουλος … και επαναλαμβάνει με σοβαρά επιχειρήματα ο Λαζάρου… και η Μαρία Νυσταζοπούλου».
4. Ο μεγάλος ιστορικός του Νέου Ελληνισμού Απόστολος Βακαλόπουλος έχει συγγράψει το 1983 και σύντομο μελέτημα, επιγραφόμενο «Ο γλωσσικός εκλατινισμός των κατοίκων της Ηπειρωτικής Ελλάδας», όπου δέχεται τόσο τον Κούμα, όσο και του Ιωάννου Λυδού τις θέσεις για την καταγωγή των Βλάχων από Έλληνες εκλατινισμένους, επικυρωμένες από τον διευθυντή του Κέντρου Ελληνικής και Ρωμαϊκής Αρχαιότητας του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών Μιλτ. Β. Χατζόπουλο, M. Dubuisson, Helley, E. Lozonan, C. Poghirc…
5. Οι Βλάχοι πρωτομνημονεύονται το 976 στη Μακεδονία επί της Εγνατίας οδού από τους Βυζαντινούς χρονογράφους Ιωάννη Σκυλίτζη και Γεώργιο Κεδρηνό. Την πρώτη παρουσία τους ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Nancy, o Fr. Tailles θέτει στα χρόνια της επίσκεψης του Αποστόλου Παύλου. Πάντως, ο Κεκαυμένος θεωρήθηκε ως η μοναδική πηγή στην οποία γίνεται λόγος για κάθοδο Βλάχων από βορρά, αλλά χαρακτηρισμένη από μεν τον C. Poghirc «αρκετά αναληθή», από δε τον P. Nasturel «αληθινά σκοτεινή». Αποδείχθηκε δε παντελώς πλαστή. Διότι, η επίμαχη πληροφορία προέρχεται από χωρίο εμβόλιμο, το οποίο από τον 19ο αιώνα επισημαίνουν οι W. Tomaschek, M. Gyoni, P. Lemerle, G. Cankova – Petkova, δηλώνοντας και την πατρότητά του «Ρωμαϊκή Ιστορία του Δίωνος Κασσίου» (155 – 235 μ.Χ.), όπου η κάθοδος αφορά στους Κοστοβώκους. Όλα δε αυτά, συμβαίνουν, ενώ Ρουμάνος ακαδημαϊκός, ο Al. Philippide, έχει τεκμηριώσει άνοδο χρήστων (σημείωση: αυτή είναι η ορθή γραφή της λέξης και όχι «χρηστών»!) λατινικής γλώσσας αντί καθόδου, παραδεκτή από τους συγχρόνους μας Ρουμάνους και άλλων χωρών ειδικούς επιστήμονες, ρωμανιστές. Το ισχυρότερο, άλλωστε, επιχείρημα της μη άλλοθεν προέλευσης των Ελλαδιτών Βλάχων έχει προσκομίσει ο ίδιος ο Κεκαυμένος, ο οποίος δεν τους θεωρεί ξένους, αλλά εντοπίους, διακρίνοντάς τους σε αστούς, γαιοκτήμονες, κτηνοτρόφους.
6. Έναν αιώνα μετά, 1083, έχουμε την πρώτη μνεία από την Άννα Κομνηνή (τ. ΙΙ, σ. 8), η οποία δίνει πληροφορία κατά την οποία «…καὶ ὁπόσοι τὸν νομάδα βίον εἵλοντο (Βλάχους τούτους ἡ κοινὴ καλεῖν οἶδε διάλεκτος) …».
7. Από τους μετέπειτα Βυζαντινούς χρονογράφους, ο Νικήτας Χωνιάτης (τέλος 12ου και αρχές 13ου αιώνα) τα μετέωρα, δηλαδή τα ορεινά της Θεσσαλίας ονομάζει Μεγάλη Βλαχία, ο δε μεταγενέστερός του ομότεχνος και αξιωματούχος του Βυζαντίου Γεώργιος Παχυμέρης (1240 – 1310) γνωστοποιεί ότι οι αρχαίοι Θεσσαλοί, των οποίων βασιλιάς ήταν ο ομηρικός Αχιλλεύς, αποκαλούνται πλέον Μεγαλοβλαχίται. Σημειώνεται δε ότι οι Βλάχοι δεν διαφοροποιούνται ούτε φυλετικώς ούτε θρησκευτικώς από τους μονογλώσσους συν-Έλληνες. Ομολογουμένως, απέβησαν παράγοντες πραγμάτωσης της εθνικής – ελληνικής αναγέννησης. Αρχικά, υποστηρίζουν τον σεβαστοκράτορα Ιωάννη, γόνο του δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄, πολέμιο του παπισμού και υπέρμαχο της Ορθοδοξίας.
Πρωταγωνιστική συμμετοχή των Ελληνοβλάχων σε εξεγέρσεις μετά την άλωση της Πόλης
1. Μόλις οι Οθωμανοί – προ της αλώσεως της Κωνσταντινούπολης – επιχειρούν βαθμιαία να καθυποτάξουν τους βαλκανικούς λαούς, οι Βλάχοι σε συνεννόηση με τον δεσπότη του Μυστρά Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, προβάλλουν σθεναρή αντίσταση. Όταν δε η Πόλη έπεσε, το θλιβερό άγγελμα έφθασε και στα ορεινότερα βλαχοχώρια, όπου ο πόνος πλάσθηκε σε τραγούδι – μοιρολόγι ελληνόγλωσσο, όπως στη Σαμαρίνα Γρεβενών. Προ πάντων, συμμετέχουν ενεργότατα στα προεπαναστατικά κινήματα, που συνιστούν τα απτότερα τεκμήρια της ελληνικής συνείδησης.
2. Πράγματι, απαρτίζουν τρισένδοξες κλεφταρματολικές οικογένειες Ζηδραίων, Ζιακαίων, Λαζαίων, στις οποίες αναδεικνύονται και νεομάρτυρες, όπως ο Άγιος Δημήτριος Σαμαρίνας και άλλοι. Δεν αδρανούν δε διόλου και οι απόδημοι. Περίλαμπρο και περίδοξο προεπαναστατικό κίνημα εκδηλώθηκε εντεύθεν και εκείθεν του Δουνάβεως, με αρχηγό τον καταγόμενο από τις Νεγάδες Ηπείρου, του οποίου το όνομα καταχωρίσθηκε στις δέλτους της ιστορίας ως Μιχαήλ ο Γενναίος. διότι, έχει κατανικήσει τους Τούρκους, αφού επί πολύ είχε βολιδοσκοπήσει σχέσεις και συνεργασίες με τον κλάδο της Σικελίας, συνάμα δε με προσωπικότητες του ακραιφνούς Ελληνισμού, μητροπολίτη Τυρνάβου Διονύσιο Ράλλη – Παλαιολόγο, Λαρίσης (και Τρίκκης) Διονύσιο τον Φιλόσοφο ή και λαϊκούς, στους οποίους φέρονται να συγκαταλέγονται Κυκλαδίτες, Κρητικοί, ακόμη δε και απόμακροι Ισπανοί!
3. Εντελώς απαρατήρητο έχει περάσει στην Ελλάδα σύγγραμμα επιγραφόμενο “Pro Republica Christiana» (1593 – 1606), αν και συγγραφέας είναι ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Σάλτσμπουργκ Alex. Randa, ο οποίος ιστορεί τις επιδιώξεις και τους αγώνες του Μιχαήλ του Γενναίου. Στον απόηχο του προεπαναστατικού αυτού κινήματος αναφέρονται σύγχρονοί του και μεταγενέστεροι ομογενείς του Σταυρινός, Ματθαίος ο Μυρέων, Παλαμήδης, Πετρίτσης, Διακούσης, Σπόντης … Επίσης, η εποποιία το Μιχαήλ του Γενναίου υμνήθηκε και από άλλους λαούς σε δημοτικά τραγούδια.
Πρωτοπόροι στην ελληνική εκπαίδευση και ελληνική παιδεία
1. Ελληνική συνείδηση των Βλάχων δείχνει το γεγονός ότι πρωτοπορούν στην ελληνική εκπαίδευση και παιδεία. Ο πρόξενος της Γαλλίας στην αυλή του Αλή πασά F.H.L. Pouqueville (Πουκεβίλ) κατά την επίσκεψή του στα τότε εντελώς απρόσιτα βλαχοχώρια Συρράκο και Καλαρρύτες διαπιστώνει την ύπαρξη βιβλιοθηκών με πρώτες εκδόσεις αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. Ανάλογα εκφράζονται οι διδάσκαλοι του Γένους Νεόφυτος Δούκας, Αθανάσιος Ψαλίδας ή ερευνητές και ειδικοί επιστήμονες Μιχ. Χρυσοχόος, Κ. Νικολαϊδης, Σπ. Λάμπρος. Στη δε ξενιτειά οι επιδόσεις των Βλάχων εντυπωσιάζουν. Τα πρωτεία κατέχει ο Ι. Κωττούνιος, ακολουθύμενος από τους Ν. Σπαθάρη – Milescu, Β. Λούπε, Κ. Χατζή – Τζεχάνη, Αμβρόσιο Πάμπερι, Δημήτριο Προκοπίου–Πάμπερι, Δανιήλ Μοσχοπολίτη, Θεόδ. Καββαλιώτη, Νικ. Τζαρτζούλη, Δημ. Δάρδαρι και άλλους. Πειστικές μαρτυρίες επίσης δίνουν πανεπιστημιακοί γειτονικών χωρών, όπως ο D. Popovic, κατά τον οποίο οι Βλάχοι αισθάνονται Έλληνες και είναι πράγματι οι φορείς της γλώσσας, του τρόπου ζωής, του πνεύματος των Ελλήνων, στον δυτικό κόσμο και στις (γιουγκοσλαβικές) χώρες. Ο Vl. Skaric τονίζει ότι χάρη στις ελληνοβολαχικές παροικίες, οι οποίες ιδρύθηκαν σε όλες τις βαλκανικές χώρες, η ελληνική γλώσσα είχε μεγάλη αξία και η γνώση της θεωρήθηκε απαραίτητη σε κάθε πολιτισμένο άνθρωπο. Κατά τον Κροάτη ακαδημαϊκό Petar Skok, οι Βλάχοι ανέκαθεν διακρίθηκαν για τον ενθουσιασμό τους υπέρ της ελληνικής γλώσσας και του ελληνικού πολιτισμού. Συνεπώς, δικαιολογημένα οι Έλληνες θεωρούνται και από τους λαούς μεταξύ των οποίων οι Βλάχοι ζουν στην ξενιτειά, ακόμη και από τον ρουμανικό λαό, για τον οποίο Κουτσόβαχος σημαίνει Έλληνας.
2. Προσφυέστατα, προ μισού αιώνα, ο ακαδημαϊκός Κεραμόπουλος αποκαλύπτει: «Ούτω οι λατινόγλωσσοι της Ελλάδος όχι μόνον το εθνικόν αίσθημα διετήρησαν, αλλά και την γοητείαν του ελληνικού γλωσσικού οργάνου ησθάνοντο και ήθελον και εφρόντιζον να ανακτήσουν αυτό ως αισθητόν και έντονον εθνικόν γνώρισμα, ιδρύοντες ελληνικά σχολεία…» Στην ίδρυση σχολείων και βιβλιοθηκών βλαχοχωριών αρωγοί έρχονται οι απόδημοι Βλάχοι. Η επιτυχία του ηγουμένου της Ολυμπιώτισσας Ανθίμου, ο οποίος οραματίσθηκε Ελληνική Σχολή στη γενέτειρά του Λιβάδι Ολύμπου, διαφωτίζει πληρέστατα. Τα αναγκαία ποσά συγκεντρώνονται από ξενιτεμένους Βλάχους. Αλλά στον πίνακα δωρητών γράφονται όλα τα στοιχεία και το ακριβές ποσόν, όλα καθαρά, όπως είχε δράσει για το εθνικό έργο ο Ρήγας Βελεστινλής. Αυτό συνάγεται σαφέστατα από αφιέρωση βιβλίου του στον Στέργιο Χατζηκώστα, Ολυμπιώτη, στην οποία διδάσκει: «Δεν είναι καμία εις τούτο απορία ότι ένας καθαρός απόγονος των Ελλήνων, ένας όπου διετήρησεν αμίαντα τρόπον τινά εις την περιοχήν του Ολύμπου τα πατρώα ήθη, να μη νομίζη πρώτην και τελευταίαν ευδαιμονίαν του την ευεξίαν του Έθνους του …».
3. Βλάχους αποκαλεί ο Ρήγας μόνο τους πέραν του Δουνάβεως, ενώ τους ελλαδικούς και τους αποδήμους τους, στους οποίους και συγκαταλέγεται, δεν διαχωρίζει από τους Έλληνες. Μαζί τους συνεργάζεται στενότατα σε διαπροσωπικά ζητήματα, προ πάντων δε στο πανεθνικό όραμα αναγέννησης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ως Δημοκρατίας. Αλλά, ο Ρήγας έφυγε νωρίς «κακή τύχη», όπως αναφώνησε σε λόγο επιμνημόσυνο ο Σπυρίδων Τρικούπης, πράγματι δε παραδομένος στους Τούρκους από τους Αυστριακούς επιλήσμονες της σωτηρίας τους κατά το 1683 από ομογενή του Ρήγα!
Συμμετοχή Ελληνοβλάχων σε εξεγέρσεις γειτονικών λαών
1. Οι Βλάχοι δεν αποθαρρύνονται. Οι αγώνες για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού δεν τερματίζονται. Προπονούνται και στις εξεγέρσεις γειτονικών λαών. Σύμφωνα με δημοσίευμα του Μιχαήλ Λάσκαρι, «στη διάρκεια των ετών, κατά τα οποία οι Σέρβοι αγωνίσθηκαν για την ανεξαρτησία τους, ένας αρκετά σημαντικός αριθμός Ελλήνων είχαν προσπαθήσει να τους βοηθήσουν και εμπλέχθηκαν στους πολέμους τους. Υπό τις διαταγές του Καραγεώργη συναντώνται ο Κόνδας, καταγόμενος από την Ήπειρο, ο οποίος έγινε αισθητός κατά την άλωση του Βελιγραδίου (1806), ο Τσιντσάρος Μάρκο–Πόποβιτς, καταγόμενος από την Αχρίδα και ο Γεώργιος Ζάγκλας, γεννημένος στη Βλάστη της Μακεδονίας. Ο Γεώργιος Ολύμπιος, ο ήρωας του Σέκου, γνωστός στους Σέρβους με το όνομα του καπετάν Γιόργκατς, προσήλθε από τη Βλαχία επικεφαλής ενός στρατιωτικού αποσπάσματος Ρουμάνων και Ελλήνων για να πολεμήσουν στο πλευρό των επαναστατημένων».
2. Όταν ιδρύθηκε η Φιλική Εταιρεία, η συμμετοχή των Βλάχων εκπλήσσει ποιοτικά και ποσοτικά. Σημειώνεται ότι το δίδυμο των Βλαχοχωριών Καλαρρύτες – Συρράκο τιμήθηκε με 16 φιλικούς. Βλάχοι φιλικοί διατρέχουν όλη την ελληνική χερσόνησο ως το Ταίναρο, αλλά και τη Μικρασιατική Ελλάδα, όπως την επιγράφουν οι Δ. Φιλιππίδης – Γρ. Κωνσταντάς, συνάμα τα νησιά του Αρχιπελάγους του Αιγαίου έως την Κύπρο, όπου μυείται και ο αρχιεπίσκοπος Κυπριανός!
3. Στην κατανόηση της πολύδραστης παρουσίας των Βλάχων συμβάλλει η απεικόνισή τους από τον ομότιμο καθηγητή Λαογραφίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Ευάγγελου Αυδίκου: «Οι Βλάχοι, λοιπόν, τα βλαχοχώρια και τα βουνά λειτουργούν, στο συμβολικό τους επίπεδο, ως το πεδίο, όπου αναπτύσσεται η αντιστασιακή δράση κατά των Τούρκων. Το βουνό γίνεται η έκφραση που διαφοροποιεί δύο βασικές ομάδες, τους Τούρκους και τους κατακτημένους. Οι Βλάχοι αποτελούν συστατικό στοιχείο της δεύτερης ομάδας, είτε ως δράστες είτε ως φιλοξενούντες και διευκολύνοντες την αντιστασιακή συμπεριφορά. Τα δημοτικά τραγούδια δίνουν μια σαφή εικόνα για το πού τοποθετούνται οι Βλάχοι. Γι΄ αυτούς η ετερότητα, ο άλλος , είναι οι Τούρκοι. Δεν διαφαίνεται πουθενά ότι διαφοροποιούν τους εαυτούς τους από άλλα χωριά, που δεν είναι βλαχοχώρια…». Συνειδητά δε προσηλωμένοι οι Βλάχοι στην Ορθοδοξία προσεύχονται, όπως «ο απλοϊκός Καλαρρυτινός ζωγράφος(όπου) γράφει το 1808 πάνω στην εικόνα το χαρακτηριστικό δίστιχο:
«Βοήθα, Βλάχα Παναγιά, από τη Σαμαρίνα
να αναστηθεί πάλι η Γραικιά όπως τα χρόνια εκείνα».
Συμμετοχή των Βλάχων στην Επανάσταση του 1821 με θυσίες και αίμα
1. Από την πρώτη ημέρα της Εθνικής Επαναστάσεως του 1821 στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες οι Ελληνόβλαχοι αγωνίζονται ηρωικά, όπως μαρτυρεί το Ολοκαύτωμα της μονής Σέκου, όπου θυσιάσθηκαν ο Γεωργάκης Ολύμπιος και οι Ολύμπιοί του, κατά το προσφυέστατο συμπέρασμα του Κυπρίου Γ. Γεωργή. Όσοι δε επέζησαν σε άλλα πεδία μαχών, έσπευσαν, όπως ο εμπειρότατος και ευφυέστατος Μετσοβίτης Αναστάσιος Μανάκης, να συμπαραταχθούν με τους αδελφούς τους της ελληνικής χερσονήσου. Εκ μυχίων της ψυχής του ιστορεί την προσωπική του συμβολή ο Βορειοηπειρώτης Βλάχος Ευαγγέλης Ζάππας, του οποίου ο εθνισμός απεικονίζεται και στα παρατιθέμενα αποσπάσματα: «Από το 1821 μέχρι το 1830 εδούλευα πιστότατα την πατρίδα μου στρατιωτικώς. Πάντα υπό την οδηγία του μακαρίτου Μάρκου Μπότσαρη σε όλους τους πολέμους του Σουλίου μέχρι τελευταίως της Σπλάντζας με τον Λάμπρο Βέϊκον και το Βασ. Ζέρβαν. Μετέπειτα απέρασα εις τα Σάλωνα υπό την οδηγίαν του Πανουριά και Ι. Γκούρα. Εις όλους τους πολέμους της Αν. Ελλάδος, Βασιλικών, Θερμοπυλών, Νευρόπολιν, Πατρατζικίου, Αϊτού, Γραβιάν και εσχάτως της Αμπλιανής υπό την οδηγία του αθανάτου καπ. Κίτσου Τζαβέλλα, επικεφαλής όλων των Βλαχοχωρίων του Σαλώνου με βαθμό ταξιάρχου της ενεργείας και τελευταίως επί κεφαλής των στρατιωτών μου και των στρατιωτών του Ν. Πανουριά… και διαλύσαν αυτού του πολέμου απέρασα εις Πελοπόννησον, μέχρι της ελεύσεως του Ι. Καποδίστρια… Και μάρτυρας δε τούτου επικαλούμαι αυτούς τους πολλά ολίγους τους εκ του επαναστατικού πολέμου σωθέντας ήρωας, αθάνατον Κ. Τζαβέλλα, Σπύρο Μίλιον, Ν. Πανουριάν, Γ. Δυοβουνιώτην, Δ. Λιούλιαν, Ι. Ζέρβαν και εν γένει τους υπό την οδηγίαν τους αξιωματικούς και στρατιώτας, με τους οποίους εσυμπολεμήσαμεν εις αυτάς τας μάχας θάπτοντας συγγενείς και στρατιώτας, βάφοντας πέτρες και την γη με το αίμα μας υπέρ της ελευθερίας της φιλτάτης ημών πατρίδος, και μετά το τέλος όλων αυτών ήλθα εδώ εις Βουκουρέστιον μετερχόμενος το εμπόριον και αενάως βοηθών και συνδράμων τους εδώ πτωχούς και αδυνάτους Έλληνας…». Όμως, παρά την αδιάλειπτη και διακεκριμένη δεκαετή πολεμική δράση, όταν ιδρύθηκε το καχεκτικό και εδαφικά ισχνό ελληνικό κράτος με βόρειο σύνορο τον Δομοκό Λαμίας, εξαιτίας της διαμάχης περί Αυτοχθόνων και Ετεροχθόνων, εξαναγκάσθηκε στην οδυνηρή δοκιμασία της πικρής ξενιτειάς, χωρίς διόλου να διακατέχεται από μνησικακία προς την πατρίδα του, την Ελλάδα, την οποία άφησε και κληρονόμο της αμύθητης περιουσίας του.
Επιστημονική συζήτηση και λεπτομέρειες γύρω από το πώς τραγουδήθηκε και γράφτηκε αυθεντικά στην ελληνική μορφή το τραγούδι «Παιδιά της Σαμαρίνας», ως απάντηση στην προπαγάνδα!
Σε μια μαραθώνια συζήτηση με τον Αχιλλέα Λαζάρου κεντρικό θέμα μας ήταν το γνωστό τραγούδι «Παιδιά της Σαμαρίνας», αν δηλαδή γράφτηκε στη σημερινή ελληνική μορφή και απλώς αποτελεί μετάφραση στα βλάχικα ή τούμπαλιν. Είναι αλήθεια ότι έχει περάσει σχεδόν απαρατήρητη η παρουσία των Βλάχων στην πολιορκία και στην Έξοδο του Μεσολογγίου, μολονότι ο Πισοδερίτης Βλάχος Νικόλαος Κασομούλης στα «Ενθυμήματα Στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων» (1821 – 1833, Αθήναι 1939), δεν φείδεται σχετικών αναφορών. Κατονομάζει ηγέτες και απλούς πολεμιστές.
-Πες μου, απεριφράστως, ποια είναι η άποψή σου, για το τραγούδι «Τα Παιδιά της Σαμαρίνας»;
«Η άποψή μου, η επιστημονική θέση τεκμηριώνεται από τα ντοκουμέντα αυτά, τα οποία παρουσιάζονται στον Β΄ Τόμο, σσ. 405-419 «Χρονικό, Χορός και Τραγούδι της Μακεδονικής Σαμαρίνας», σσ. 629-638: «Τα Παιδιά της Σαμαρίνας στην ηρωική Έξοδο του Μεσολογγίου» και στον Δ΄ Τόμο, σσ. 126 -131: «Τα τραγούδια των Βλάχων» και σσ. 132 – 136: «Παρατράγουδα μιας Συλλογής». Επίσης, έχω συγγράψει και επίτομη «Ιστορία του Βλάχικου Δημοτικού Τραγουδιού» (Αθήνα 1989) με δύο ανατυπώσεις. Περιέχεται και σε Τόμο Πρακτικών Διεθνούς Συνεδρίου στη γαλλική γλώσσα!
-Ποιο είναι το συμπέρασμα;
Το συμπέρασμα που συνάγεται είναι σαφέστατο: Δηλαδή, τα «Παιδιά της Σαμαρίνας» είναι αυθεντικά στην ελληνική μορφή, όπως ακόμα τραγουδιούνται, οπωσδήποτε δε σε ποικίλες αξιοσπούδαστες παραλλαγές.
-Τώρα, θα σε βάλω στον κόπο να μου πεις μερικά ντοκουμέντα ή στοιχεία που έχεις συγκεντρώσει στα βιβλία σου για να τεκμηριώσεις το συμπέρασμα αυτό.
Ευχαρίστως. Δεν με βάζεις σε κόπο! Τόσες φορές που τα έχω γράψει και τα έχω αναφέρει σε πάμπολλες ομιλίες, τα ξέρω … απέξω πια!
Αναφέρω μερικά:
1. Στο Ημερολόγιο της Σαμαρίνας 1976, σ. 215, καταχωρίζεται το επίμαχο τραγούδι και υπομνηματίζεται ως εξής: «Το ωραίο αυτό Δημοτικό τραγούδι, το γνωρίζουν πολλοί, ίσως όλοι οι Έλληνες, ολίγοι όμως γνωρίζουν την ιστορική του αλήθεια…»
2. Ο καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Νικόλαος Κατσάνης σχολιάζοντας στην ελληνική έκδοση του βιβλίου των Alan-John B. Wace – Maurice Scott Thompson «Οι νομάδες των Βαλκανίων – περιγραφή της ζωής και των εθίμων των Βλάχων της βόρειας Πίνδου», Λονδίνο 1914, το οποίο μεταφράστηκε το 1989 και εκδὀθηκε [Έκδοση Φ.Ι.ΛΟ.Σ. Τρικάλων], σημειώνει:
«Πολλά ΚΒ τραγούδια αποτελούν μετάφραση από ελληνικά». Στη συνέχεια επανέρχεται εκτενέστερα: «Παράλληλα στα προβλήματα πρέπει να προστεθεί και το γεγονός ότι, όπως στη γλώσσα των Βλαχόφωνων η ρουμανική προπαγάνδα διοχέτευσε δακορουμανισμούς και άκριτους νεολογισμούς, έτσι και στη δημοτική ποίηση παρενέβαλε δήθεν δημοτικά τραγούδια που κατασκευάζονταν στη Ρουμανία και εισάγονταν στα βλαχοχώρια, γεγονός που συνεχίστηκε μέχρι τις μέρες μας με την εμφάνιση συλλογών βλάχικων τραγουδιών, στις οποίες περιλαμβάνονται και κατασκευάσματα των αποφοίτων των ρουμανικών σχολείων με δακορουμανισμούς και νεολογισμούς άγνωστους και ακατάληπτους από τους Κουτσοβλάχους».
3. Μία από τις προϋπαινισσόμενες συλλογές από τον κ. Κατσάνη είναι κι εκείνη της Ζωής Παπαζήση – Παπαθεοδώρου, «Τα τραγούδια των Βλάχων» (1985), της οποίας την πλαστότητα επανειλημμένως έχω αποκαλύψει. Η άσχετη επιστημονικά συλλογέας, καθηγήτρια χημείας στη Μέση Εκπαίδευση, μολονότι έχει προβλέψει κεφάλαιο «Κλέφτικα- ηρωικά – ιστορικά», στο οποίο συμπεριέλαβε με αριθμό 102, άτιτλο, το δημοτικό τραγούδι του Σμαήλ αγά στα Βλάχικα, δεν αποτόλμησε να παραποιήσει και τα «Παιδιά της Σαμαρίνας», μολονότι έχει διαπιστωθεί η πλαστή κυκλοφορία του στο Βλάχικο ιδίωμα.
4. Στην έκδοση της «Συλλογής Δημωδών Ασμάτων της Ηπείρου» το 1880, ο Π. Αραβαντινός σημειώνει: «Γνωστόν ότι την Πινδίαν σειράν οικούσι κυρίως οι Βλάχοι ή Κουτσόβλαχοι λεγόμενοι. Ούτοι, καίπερ μη μεταχειριζόμενοι ως οικιακήν γλώσσαν ελληνικήν, εις ταύτην όμως συνθέτουσι τα άσματα αυτών. Θα εύρη ο αναγνώστης εν τη παρούση συλλογή πλείστα τοιαύτα συνειλεγμένα εν Μετσόβω, Γρεβενοίς και Μαλακασίω, επαρχίαις Βλαχικαίς μεν εν μέρει, αλλ’ ένθα ουδέποτε σχεδόν ακούεται άσμα Βλαχικόν. Εις τους χορούς αυτών, τους γάμους, τας πανηγύρεις ή κατ οίκον, όταν αι γυναίκες βαυκαλώσι τα βρέφη ή μοιρολογούσι τους νεκρούς, Ελληνιστί πάντοτε άδουσι, καίτοι ενίοτε τινές εξ αυτών, αγνοούσαι την Ελληνικήν, δεν εννοούσιν ακριβώς τα παρ’ αυτών, αδόμενα»…
-Σε διακόπτω. Πράγματι! Έχω στη βιβλιοθήκη το βιβλίο αυτό του Π. Αραβαντινού. Και μού έκανε εντύπωση όταν αναφέρει στα ελληνικά τραγούδια από τις παραπάνω κι άλλες βλάχικες περιοχές…
1. Σημειώνω ότι η έκδοση αυτή ολοκληρώθηκε το 1860, περίπου ταυτόχρονα με την έναρξη του Βλαχικού ζητήματος, το οποίο, κατά τον Ιταλό βαλκανολόγο Giovanni Amadore Virgili ήταν τεχνητό! Να συνεχίσω. Ένας Ρωμάνος περιηγητής, ο Κ.Ν. Μπουριλεάνου αισθάνθηκε την ανάγκη να ομολογήσει ότι στη Μοσχόπολη «τα επιχώρια άσματα είνε μόνον ελληνικά, όπερ είνε των ενδεικτικωτάτων επιχειρημάτων προς απόδειξιν του ελληνικού χαρακτήρος», προκαλώντας τη διαμαρτυρία των αλβανόφιλων της Ιταλίας!
2. Σε ένα διεθνές συνέδριο προ μερικών δεκαετιών, η Ρουμάνα λαογράφος Elisabeta Moldoveanu διακήρυξε ότι οι Βλάχοι στην Ελλάδα, ακόμη και σε γιορτές εθιμικές, τραγουδούν… ελληνικά.
3. Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου, καταγόμενος από την Αβδέλλα Γρεβενών, T. Papahagi, μολονότι συγκαταλέγεται μεταξύ των ρουμανισάντων, δίδασκε ότι ο Βλάχος στην ψυχή του προσφέρει τροφή ελληνική, εννοώντας την ποίηση και ακριβέστερα το ελληνικό δημοτικό τραγούδι. Δεν αρκείται στην ομολογία του, σύμφωνα με την οποία οι Βλάχοι τραγουδούν ελληνικά πλάθοντας άλλωστε οι ίδιοι στην ελληνική γλώσσα τα τραγούδια τους, αλλά και βεβαιώνει ότι (διαβάζω): «Η συμμετοχή των Αρμάνων (Βλάχων) σ΄ αυτήν την ελληνική δημώδη ποιητική δημιουργία παραμένει μια αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα …».
-Πάντως, Αχιλλεύ, από όλα αυτά διαπιστώνω ότι δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία που αφορούν στην ιστορικότητα του δημοτικού αυτού τραγουδιού.
Πράγματι, το έχω άλλωστε υπογραμμίσει στα βιβλία μου. Τόσο απλόχωρα και γενναιόδωρα στοιχεία δεν διαφωτίζουν πλήρως το θέμα της ιστορικότητας του τραγουδιού. Ωστόσο, αδυνατώ να παραγνωρίσω την πεντακάθαρη θέση του λαμπρού ιστορικού Σαράντου Καργάκου: «Μέσα στους Ελεύθερους Πολιορκημένους του Μεσολογγίου ήταν και μια ομάδα νεαρών Βλάχων από τη Σαμαρίνα. Έπεσαν στην Έξοδο. Ο λαός τους τιμά και με υπέροχο τραγούδι/ελεγείο: «Παιδιά της Σαμαρίνας». Το ποιοι είναι Βλάχοι βγαίνει μέσα από το τραγούδι αυτό. Όποιος θέλει να τιμήσει τους Βλάχους, ας ανάψει ένα κερί στη μνήμη τους. Βλάχοι είναι εκείνοι που πολέμησαν και μόχθησαν για να μπορούμε εμείς να μιλάμε ελληνικά» «Ελεύθερος Τύπος» (19.6.1998). Σε παραπέμπω και στον Τόμο Α’, σελίδα 77 και υποσημείωση 78.
-Χρειάζεται περαιτέρω έρευνα;
Η συστηματική ιστορική έκθεση διέπεται και από την υποχρέωση των παραπομπών σε πηγές και βοηθήματα, της οποίας παραγνώριση, αν συγχωρείται σε λογοτέχνες και δημοσιογράφους (ο παρών εξαιρείται, διότι ουδέποτε διάβασα κείμενό σου να μη συνοδεύεται από στοιχεία!) είναι ανεπίτρεπτη για ακραιφνείς επιστήμονες. Σημειώνω ότι ο Θουκυδίδης αποδοκιμάζει την αναζήτηση της αλήθειας αταλαιπώρως, όπως έως τώρα έπραξαν όσοι ασχολήθηκαν με τα «Παιδιά της Σαμαρίνας».
-Τι κάνουμε, λοιπόν, επιστημονικώς;
Αυτό που ήδη ανέφερα και τεκμηριώνω την απάντηση που έχω δώσει πριν. Είναι αλήθεια, ότι για το θέμα που συζητούμε, την ιχνηλάτηση των δεδομένων, που λανθάνουν στο δημοτικό τραγούδι «Παιδιά της Σαμαρίνας», προέχει πρωτίστως η περισυλλογή των παραλλαγών, οι οποίες διασώζονται διάσπαρτες σε ανθολογίες, ακόμη και ανέκδοτες, ιδιωτικές και δημόσιων ιδρυμάτων π.χ. του Κέντρου Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών. Η επιστημονική τους εξέταση οπωσδήποτε διευκολύνει την εξεύρεση του πρωτοτύπου και την ορθότερη αξιολόγηση. Διότι, η αισθητική, γλωσσική, καλλιτεχνική και ιδεολογική του περιεχομένου κατάσταση, η ποιητική ποιότητα, φανερή και σε πεδινούς οικισμούς, των οποίων η ελληνοφωνία στις ημέρες μας είναι απόλυτη, διανοίγουν προοπτικές εντοπισμού των Βλάχων και σε άγνωστες εστίες, όπου είτε έχουν συμβιώσει είτε παραχειμάσει. Δείγμα αξιοπρόσεκτο αποτελεί η παραλλαγή, την οποία συλλέγει από το Προάστιο Καρδίτσας ο διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών Θεόδωρος Νημάς με τίτλο «Παιδιά της Σαμαρίνας».
-Μπα, έχει τέτοιο θησαυρό ο Θοδωρής; Θα επικοινωνήσω μαζί του.
Πάντως, υπογραμμίζω ότι τα «Παιδιά της Σαμαρίνας» απηχούν πεπραγμένα της Εξόδου του Μεσολογγίου και είναι γραμμένα στα Ελληνικά!.
Τα χαλκεία και τα πλαστά της προπαγάνδας
-Αναφέρθηκες στη συλλογή της Ζωής Παπαζήση –Παπαθεοδώρου. Και, όπως παρατηρώ, η τακτική αυτή του χαλκείου συνεχίζεται ακόμα και σήμερα και εντός των τειχών.
Πράγματι, η κυρία Ζωή Παπαζήση–Παπαθεοδώρου διακηρύσσει ως προσφορά την πρωτοτυπία της ύλης. Αλλά ούτε τα δημοτικά, ούτε τα λόγια, ούτε τα επώνυμα, τραγούδια βλέπουν πρώτη φορά το φως της δημοσιότητας. Είναι διάσπαρτα σε προπαγανδιστικά περιοδικά και κατά μεγαλύτερες ή μικρότερες ενότητες σε ανθολογίες αυτοτελείς, που επανειλημμένως δημοσιεύθηκαν.
-Από πού το τεκμηριώνεται ότι όλα αυτά είναι πλαστά;
Α, ο συγκαταλεγόμενος στους ρουμανίσαντες T. Papahagi δίνει διαφωτιστική εικόνα της πλαστής αυτής γραμματείας σε πανεπιστημιακό επίπεδο! Υπογραμμίζω ότι ο κατ’ εξοχήν Βλαχολόγος, καθηγητής του Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου, T. Papahagi, τονίζει ότι ήταν φυσικό να τραγουδούν οι Βλάχοι του ελληνικού χώρου, οι Αρωμούνοι, τα συναισθήματα και τα κατορθώματά τους στην ελληνική γλώσσα. Διότι, το περιβάλλον συνέτεινε στη χρήση της ελληνικής γλώσσας, όπου αιώνια παράδοση υπεροχής της ελληνικής γλώσσας σε όλους τους τομείς έναντι της αρωμουνικής, την οποία παρομοιάζει με υδροχαρές φυτό σε νερά ελληνικά.
-Μα, επιμένει η προπαγάνδα!
Υπογραμμίζω ότι η ύλη του βιβλίου που σχολιάζουμε, πλην μικρού μέρους των δημοτικών τραγουδιών, ο κύριος όγκος είναι χάλκευμα ρουμανικής προπαγάνδας.
-Το λέτε εσείς ή έχετε αλλότρια στοιχεία;
Αυτό μας το διαβεβαιώνει ο μεγαλύτερος θεμελιωτής και θιασιώτης της ρουμανικής προπαγάνδας Th. Capidan, ακαδημαϊκός και καθηγητής του Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου. Ο Capidan σημειώνει ότι προ της παρέμβασης της Ρουμανίας στη Μακεδονία, οι προικισμένοι με ποιητικό τάλαντο Βλάχοι χρησιμοποιούσαν, όπως και συνεχίζουν να χρησιμοποιούν, μόνο την ελληνική γλώσσα. Εύγλωττα παραδείγματα είναι ο Κώστας Κρυστάλλης και ο Χρ. Ζαλοκώστας από την παλαιότερη γενιά και ο Κώστας Μπίρκας και άλλοι από τη σύγχρονή μας. Το ίδιο καταλείπει και ο βαθύς μελετητής των Βλάχων Μιχαήλ Χρυσοχόος. Διαβάζω: «Τραγούδια εις την Βλαχικήν γλώσσαν δεν είχον ποτέ, ούτε έχουσιν, τα παρεισαχθέντα τώρα διά των προπαγανδιστών Ρωμουνικά, ούτε τα εννοούσιν, ούτε τα αποδέχονται, ως ξένα εις τα ήθη των και τον εθνισμόν των. Αι εξαιρέσεις δεν λαμβάνονται υπ’ όψιν».
-Και πού οφείλεται αυτό το μίσος και το πάθος να γράφονται βλάχικα δημοτικά τραγούδια με λατινικό αλφάβητο;
Αυτά γίνονται ή προωθούνται από μια μειοψηφία, τους ρουμανίσαντες ή, κατά τη διατύπωση των Wace – Thompson, τους «εθνικιστές», που διακηρύσσουν ότι είναι Ρουμάνοι!
-Μερικά παραδείγματα;
Ο George Marcu, που αναφέρει η κυρία Ζωή Παπαζήση – Παπαθεοδώρου στο βιβλίο της που ήδη αναφέραμε, ο οποίος κατάγεται από το Περιβόλι, σεμνύνεται για την καταγωγή του και εμφανίζεται να λυτρώνεται με την εγκατάστασή του στην πατρίδα του, τη Δακο- Ρουμανία, όπως λέει. Και γι’ αυτήν άλλωστε εργάζεται ή ακριβέστερα προπαγανδίζει!
-Ωστόσο, η κυρία Ζωή Παπαζήση – Παπαθεοδώρου στο βιβλίο της επικαλείται και τους Άγγλους Wace – Thompson.
Δανείζεται από το βιβλίο τους βλάχικα τραγούδια, όπως τα 148 και 154, αλλά αποσιωπά το γεγονός ότι οι ξένοι συγγραφείς έχουν συλλέξει και δημοσιεύσει δημοτικά τραγούδια των Βλάχων πλασμένα στην ελληνική γλώσσα, μάλιστα δε ασυγκρίτως πολυαριθμότερα.
- Επίτρεψε να επισημάνω ότι, όπως αποκαλύπτει στο τελευταίο βιβλίο του «Δημοτικοί και ρεμπέτικοι χοροί και τραγούδια» ο παλαίμαχος συνάδελφος από την Καλαμπάκα (έζησε από το 1944 στη Λάρισα) Λάζαρος Αρσενίου, ότι και ο αείμνηστος Ελβετός καθηγητής Μπώ –Μποβύ υπογραμμίζει ότι «Τα κουτσοβλάχικα τραγούδια δεν έχουν καμία σχέση με τα ρουμανικά»! Μελέτησα σε βάθος το κεφάλαιο που αναφέρεται στη δημοτική μουσική και με χαρά και σε πείσμα του κ. Καλ και οποιουδήποτε Καλ διαπίστωσα ότι ο κ. Αρσενίου παραθέτει τις γνωστές απόψεις του Ελεβετού μουσικολόγου και καθηγητή της ελληνικής Φιλολογίας Samuel Baud –Bovy (Μπω – Μποβύ), ο οποίος ασχολήθηκε με τα δημοτικά τραγούδια της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας και το 1975 για πρώτη φορά με τα θεσσαλικά.
Το βιβλίο του «Chansons Aromounes de Thessalie (Κουτσοβλάχικα τραγούδια της Θεσσαλίας) κυκλοφόρησε το 1990 από τον Εκδοτικό Οίκο Αδελφών Κυριακίδη στη σειρά «Κείμενα και Μελέτες» του Φιλολογικού Ιστορικού Λογοτεχνικού Συνδέσμου Τρικάλων και με τη συνεργασία, μεταξύ άλλων, και του καθηγητή Γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Νίκου Κατσάνη, ο οποίος είχε συνεργασθεί στενά με τον Μπω – Μποβύ. Στο βιβλίο του ο κ. Αρσενίου υπογραμμίζει αυτό που έχει τονίσει ο Μπω – Μποβύ για τα τραγούδια των Ελληνοβλάχων. Κατά τη γνώμη του Μπω – Μποβύ, τονίζει ο κ. Αρσενίου, «τα βλάχικα τραγούδια δεν έχουν καμία σχέση με τα ρουμανικά, που τα μελέτησε ο ίδιος κι αυτά, και, συνεπώς, καταρρίπτεται και από μουσικής πλευράς ο ισχυρισμός για ρουμανική δήθεν καταγωγή των Βλάχων». Υπενθυμίζουμε και μερικές άλλες διαπιστώσεις του Μπω – Μποβύ από το βιβλίο του: «Τα κείμενά τους (σημείωση των Kουτσοβλάχων), πιο ρεαλιστικά παρά μεταφορικά, σε πρώτη όψη δεν μοιάζει να προέρχονται από τα ρουμάνικα τραγούδια». Αντιθέτως, όπως επισημαίνει κατηγορηματικά «οι κουτσοβλάχικες παραλογές που υπάρχουν σε γαλλική μετάφραση (σημείωση στα ρουμανικά τραγούδια) είναι τις πιο πολλές φορές διασκευές ελληνικών τραγουδιών, όπως του Γεφυριού της Άρτας, του Νεκρού Αδερφού, του Νέου που παντρεύτηκε στην ξενιτιά κλπ». Ακόμα επισημαίνει ο Μπω – Μποβύ: «Ενώ η ελληνική επιρροή είναι τόσο φανερή στα κουτσοβλάχικα τραγούδια, δεν αποκλείεται και το αντίστροφο…». Και αφήνει για το τέλος τη διαπίστωση – καταπέλτης: «Έτσι, η εθνομουσικολογία θα επιβεβαίωνε κι εδώ τα συμπεράσματα των ανθρωπολόγων: …οι Ρωμανόφωνοι της Ελλάδος είναι στην απόλυτη πλειονότητά τους απόγονοι αυτόχθονος πληθυσμού».
ΕΙΚ. 4. O Λάζαρος Αρσενίου
ΕΙΚ. 5. Ο Σαμουέλ Μπω-Μποβύ στην πρώτη διάλεξη
του Φ.Ι.ΛΟ.Σ. Τρικάλων (14-10-1979)
του Φ.Ι.ΛΟ.Σ. Τρικάλων (14-10-1979)
-Αλλά, και κατά την εθνομουσικολόγο Αθηνά Κατσανεβάκη, διδάκτορα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (Τόμος Β΄, σ. 411), «αυτή η έντονη παρουσία των ελληνοφώνων τραγουδιών στη μουσική παράδοση των βλαχοφώνων της Πίνδου πηγάζει όχι από μια εξωτερική επιρροή, αλλά μέσα από μια έντονη αυτοσυνειδησία εσωτερική και μακρόχρονης σχέσης με τον Ελληνισμό, μία σχέση που για τους Αρμάνους της Πίνδου δεν είναι τυχαία, αλλά, όπως δείχνουν τα δεδομένα, πηγάζει από την ίδια τους την καταγωγή» («Βλαχόφωνα και ελληνόφωνα τραγούδια της περιοχής της Βορείου Πίνδου. Ιστορική –Εθνομουσικολογική προσέγγιση.
Ο αρχαϊσμός τους και η σχέση τους με το ιστορικό υπόβαθρο»). Στις ίδιες διαπιστώσεις καταλήγει και η Καλλιόπη Πανοπούλου, διδάκτωρ επίσης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου.
-Υπάρχουν όμως και πολλές περιπτώσεις που τραγουδούσαν στα βλάχικα. Απλώς αναφέρω ότι ως μαθητής του Γυμνασίου και φοιτητής διέσωσα στη δεκαετία του 1950 πάνω από 15 βλάχικα τραγούδια της Παλαιομάνινας. Μάλιστα, ως πρόεδρος της Εταιρείας Φίλων των Μνημείων της Παλαιομάνινας κυκλοφόρησα ένα cd με 14 τέτοια τραγούδια και ένα ενημερωτικό φυλλάδιο με τη μετάφραση (λυπάμαι, ξέχασα να σας προσφέρω ένα από αυτά!).
-Δεν πειράζει! Στην άλλη συνάντηση! Ασφαλώς, ενδιαφέρουν και οι εξαιρέσεις. Τα δημοτικά τραγούδια των Βλάχων, τα οποία σώζονται στην αρωμουνική. Έχω αποκτήσει από τον εκλεκτό συνάδελφο, τον καθηγητή Μιχάλη Τρίτο μιαν υπέροχη ενότητα μετσοβίτικων, τα οποία έχει μελοποιήσει ο μύστης της βυζαντινής μουσικής Τριαντάφυλλος ή Σιούλης Τάμπας, Μετσοβίτης, μαθητής του μεγάλου μουσικοδιδασκάλου Κωνσταντίνου Ψάχου.
-Μα, το ίδιο λέει και ο T. Papahagi.
-Ορθώς, επιβάλλεται να μελετώνται τα σωζόμενα στην αρωμουνική δημοτικά τραγούδια με προσοχή. Διότι, ομολογουμένως, περικλείουν πολύτιμες πληροφορίες, γλωσσικές, ιστορικές, εθνολογικές… Ο Papahagi θεωρεί εντελώς διαφορετική από εκείνων των ρουμανικών τραγουδιών τη μουσική. Μάλιστα, με πρώτο επιχείρημα την υπάρχουσα διαφορά μουσικής, ο Papahagi αμφισβητεί τη φυλετική ταυτότητα Βλάχων – Αρωμούνων και Ρουμάνων.
Η συζήτηση για τους «Μακεδοαρμάνους»
-Πέρα από τη ρουμάνικη προπαγάνδα, βρίσκεται σε εξέλιξη, κυρίως στη Βόρειο Ελλάδα, μια άλλη, εκείνη των λεγόμενων «Μακεδοαρμάνων», οι οποίοι, με εμπνευστές αλλότριους και κέντρα κυρίως στο εξωτερικό, συνεχώς προπαγανδίζουν για «φυλή Βλάχων», για Μιλιέτ Αχόργια», για διδασκαλία της βλάχικης σε σχολεία. Μάλιστα όλα αυτά επιδιώκουν με την επιμονή τους να γράφεται και η ελληνοβλάχικη γλώσσα με το … ρουμανικό κυρίως αλφάβητο και μάλιστα με την εισαγωγή νεολογισμών, που είναι άγνωστοι σε ολόκληρη … την υφήλιο.
-Για τους «Μακεδοαρμάνους» έκανα ανακοίνωση στη Γερμανία, στην οποία το ζήτημα είχε προκαλέσει ο Vasile Barba. Το κείμενο κυκλοφορήθηκε στη γερμανική γλώσσα: «Die Mazedo- Aromiunem, Athen 2002». Οι σχετικές απόψεις των ξένων, φυσικά και Ρουμάνων, είναι καταχωρισμένες στον Τόμο Δ΄, στις σσ. 452 – 454. Διαβάζω: «Εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι ότι οι Αρμάνοι θεωρούνται Έλληνες από τους λαούς, μεταξύ των οποίων ζουν κατά την αποδημία, μάλιστα και από τον ρουμανικό λαό, όπως επισημαίνουν ο ακαδημαϊκός και καθηγητής του Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου C. Giurescu και ο ίδιος ο Nasturel, κατά τους οποίους ο όρος Κουτσόβλαχος στη Ρουμανία σημαίνει Έλληνα. Ο ρουμανικός λαός αποκαλεί Έλληνες, όπως παρατηρεί ο Trifon, και τους “ρουμανίσαντες” Αρμάνους, τους οποίους το ρουμανικό κράτος προς κάλυψη ρουμανικού δημογραφικού ελλείμματος παρέσυρε και εγκατέστησε στη Δοβρουτσά, όπου περιεργότατα διατηρείται αλώβητη η ελληνικότητά τους. Πράγματι, κατά τις ερευνητικές επισκέψεις στους χώρους εγκαταστάσεώς τους ο ονομαστός λαογράφος – μουσικολόγος Paunescu, επιδιώκοντας απ’ ευθείας καταγραφή των δημοτικών τραγουδιών τους, ζητεί και κατάπληκτος ακούει να τραγουδούν στην ελληνική γλώσσα. Εν τέλει, ο ακαδημαϊκός N. Iorga, ερευνώντας πολωνικά αρχεία αποκαλύπτει ότι οι Αρμάνοι σε χρόνους Τουρκοκρατίας δεν παραλείπουν να δηλώνουν στις αρμόδιες πολωνικές αρχές και την ελληνικότητά τους, εκφράζοντας με παρρησία την προσωπική βούληση, κατά το ακόλουθο παράδειγμα: “Honoratus Demetrius Wretowski, Graecus, vinopola, de civitate Moscopolis… 1780”. Ιδού, λοιπόν, τα δεδομένα της διεπιστημονικής αλήθειας, σύμφωνα με την οποία οι Αρμάνοι δεν είναι Ρουμάνοι, δεν συνιστούν ιδίαν εθνότητα, αλλά αποδεδειγμένα αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του ελληνικού λαού με πρόσθετο γνώρισμα το βλαχικό (= λατινογενές, αρμάνικο) ιδίωμα, αληθινό θησαυρό για ουσιαστική διερεύνηση των τυχών και περιπετειών Ελλήνων κατά τη διάρκεια της μακραίωνης Ρωμαιοκρατίας». Όπως διαπιστώνεις από τις σελίδες αυτές, όλες αυτές οι επισημάνσεις συνοδεύονται με ντοκουμέντα σε υποσημειώσεις.
Η επίσημη Ελλάς κοιμάται, όχι όμως και οι Ελληνόβλαχοι
-Τι λέτε, η Ελλάς συνεχώς κοιμάται; Πείτε μερικά παραδείγματα ή πρωτοβουλίες σας που δεν είχαν καμιά συνέχεια.
-Απαντώ στο ερώτημά σου. Η Ελλάς-φυσικά η επίσημη- συνεχώς κοιμάται, κανένας όμως δεν αιφνιδιάζεται. Έγραψα άλλωστε τόσα! Προτιμώ να δώσω τον λόγο στον επιφανή επιστήμονα Μελέτιο Μελετόπουλο, διδάκτορα δύο πανεπιστημίων, ελληνικού και ελβετικού, παραπέμποντας στο πρόσφατο και εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο του, επιγραφόμενο «Το ζήτημα του πατριωτισμού», Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2010, σσ. 44 – 46. Διαβάζω από το κεφάλαιο «Κατασκευή μειονοτήτων»: «Η λυσσαλέα προσπάθεια κάποιων “προοδευτικών” διανοουμένων, πανεπιστημιακών και πολιτευτών μας να αποδείξουν στον εαυτόν τους και στην κοινή γνώμη (που αδιαφορεί εντελώς) ότι έχουν “ξεπεράσει” τα “εθνικιστικά στερεότυπα” των υπολοίπων συμπατριωτών τους, οδηγεί ενίοτε και σε φαιδρές καταστάσεις. Π.χ. , η προσπάθεια να εφευρεθούν ανύπαρκτες μειονότητες στη χώρα μας. Διότι, πώς αλλιώς θα μπορούν να υπερασπίζονται κατ’ επάγγελμα τα δικαιώματα των “καταπιεζομένων μειονοτήτων” οι “προοδευτικοί” μας, αν δεν υπάρχουν τέτοιες μειονότητες;
Αγνοώ με ποιών πρωτοβουλία, επί κυβερνήσεως Σημίτη ιδρύθηκε στο υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδος Κέντρο Ερευνών Μειονοτικών Ομάδων (ΚΕΜΟ), το 1996. Προκαλώ οποιονδήποτε να μου πει σε ποιαν ευρωπαϊκή χώρα ή και παγκοσμίως (για τις ευρωπαϊκές χώρες το ήλεγξα, για τον υπόλοιπο κόσμο περιμένω να πληροφορηθώ με ανυπομονησία) υπάρχει μηχανισμός για τον … εντοπισμό μειονοτήτων. Ακόμη και σε χώρες, όπου υπάρχουν πραγματικές μειονότητες, όπως π.χ. στην Ισπανία ή στη Ρουμανία, υπάρχουν νόμοι και σχετικές διατάξεις, αλλά όχι κέντρο έρευνας, δηλαδή μηχανισμός εντοπισμού, ανάδειξης ή και- για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους- κατασκευής μειονοτικών ομάδων. Η κατασκευή κάποιας μειονότητας, όπως καταλαβαίνει κανείς, είναι εύκολη: σε κάθε περιφέρεια, επαρχία, νησί ή χωριό κάθε κράτους υπάρχουν τοπικές παραδόσεις, ιδιόλεκτοι, ήθη – έθιμα κλπ. Δηλαδή, υλικά για να οργανώσει ένας “δημιουργικός” εθνολόγος μια μειονοτική ταυτότητα. Κάθε έθνος αποτελείται από πολλά ανομοιογενή στοιχεία, τα οποία συντίθενται ή συνυπάρχουν κάτω από μία ευρύτερη εθνική ταυτότητα. Αλλά κυριαρχούν τα στοιχεία που ενώνουν και συνθέτουν τον λαό ενός κράτους σε μια κοινή προσωπικότητα. Η έννοια του Έθνους είναι η συλλογική ταυτότητα, τα κοινά στοιχεία που είναι ευρύτερα και σημαντικότερα από τις τοπικές ή κοινωνικές ή ατομικές ιδιαιτερότητες.
Η υποτιθέμενη “έρευνα”, δηλαδή η κατασκευή μειονοτήτων, εκεί που δεν υπάρχουν κι εκεί που δεν το ζήτησε κανείς ενδιαφερόμενος, εξυπηρετεί αντικειμενικά τη διάσπαση της συνοχής, τη διάλυση της συλλογικής μας ταυτότητας και την προετοιμασία επισημότερων διασπαστικών φαινομένων.
Το ΚΕΜΟ, για να επανέλθουμε στο θέμα μας, οργάνωσε στη Λάρισα το 1998 «Συνέδριο μελέτης της βλάχικης γλώσσας». Να τι έγραψε ο Θετταλός παλαίμαχος δημοσιογράφος (και πραγματικός προοδευτικός, όχι του καναπέ) Αντώνης Καρκαγιάννης, σε άρθρο του στην «Καθημερινή», με τίτλο «Αγαπητοί σύντροφοι του ΚΕΜΟ» (21 Ιουνίου 1998). Αφού πληροφορεί τους «συντρόφους» ότι «Οι Βλάχοι δεν είναι μειονότητα ούτε μειονοτική ομάδα» (κάτι που είναι πασίγνωστο και δεν χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση, το έχουν εξαντλήσει κορυφαίοι βαλκανιολόγοι με διεθνείς περγαμηνές, αλλά και οι ίδιοι οι Βλάχοι, που αποτελούν βασικό συστατικό στοιχείο του ελληνικού έθνους, με τεράστια προσφορά, ευεργεσίες και θυσίες σε όλους ανεξαιρέτως τους εθνικούς αγώνες). Και ο Αντ. Καρκαγιάννης συνεχίζει: «Ερήμην, λοιπόν, των Βλάχων, το ΚΕΜΟ οργάνωσε στη Λάρισα ένα παράδοξο συνέδριο μελέτης της βλάχικης γλώσσας. Το συνέδριο ήταν σχεδόν μυστικό και οπωσδήποτε συνωμοτικό. Δεν προαναγγέλθηκε, δεν εστάλησαν προσκλήσεις και δεν έγινε σε μεγάλη αίθουσα, αλλά σε ξενοδοχείο και ουδείς επίσημος προσεκλήθη. Κάλεσαν όμως μερικούς ξένους, οι οποίοι, όταν ρωτήθηκαν, δήλωσαν ότι έτυχε να βρεθούν, τυχαία έμαθαν για το συνέδριο και ήρθαν στη Λάρισα να το παρακολουθήσουν». [Σημείωση Δ. Στεργίου: Το ψευτοσυνέδριο αυτό διαλύθηκε από την θαρραλέα παρέμβαση του τότε νομάρχη Λαρίσης Ιωάννη Φλώρου και τις παρεμβάσεις και άλλων Θεσσαλών].
Δεν θα διερευνήσω εδώ τι ακριβώς κρύβεται πίσω από την κίνηση αυτή, παραπέμπω στο αποκαλυπτικό κείμενο του έγκριτου δημοσιογράφου Διαμαντή Σεϊτανίδη στην εφημερίδα «Βραδυνή» (19 Ιουλίου 1998), σύμφωνα με το οποίο «στο περιβόητο συνέδριο πήραν μέρος και άτομα που στο παρελθόν εργάσθηκαν εις βάρος της Ελλάδας». Διερωτώμαι, μόνον, πώς είναι δυνατόν τέτοιου είδους ενέργειες να προέρχονται από οργανισμό που χρηματοδοτείται από χρήματα των Ελλήνων φορολογουμένων.
Φυσικά, όλοι οι φωνασκούντες υπέρ πραγματικών ή φανταστικών μειονοτήτων, δεν βρήκαν ούτε μια λέξη να πουν για τα δικαιώματα της αρχαίας ελληνικής μειονότητας της Βορείου Ηπείρου (αρχαίας, γιατί αν μιλήσετε με κατοίκους της Φοινικούντας, π.χ., θα ακούσετε την αρχαία ελληνική να ομιλείται ζωντανά και αυθόρμητα από απλούς χωρικούς…
-Δεν σε διέκοψα διαβάζοντας αυτά που επισημαίνει ο Μελέτιος Μελετόπουλος. Θέλω να σημειώσω ότι ο αείμνηστος Αντώνης Καρκαγιάννης ήταν ένας λαμπρός συνάδελφος και Έλληνας. Έτυχε, όταν εκείνος ήταν διευθυντής της εφημερίδας «Καθημερινή», ο ομιλών να είναι διευθυντής της εφημερίδας «Ελεύθερος Τύπος της Κυριακής» και συνεχώς ανταλλάσσαμε απόψεις, μεταξύ των οποίων και για το θέμα αυτό.
-Πάντως, οι ακραιφνείς Ελληνόβλαχοι δεν καθεύδουν. Έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να σηκώσουν τις γκλίτσες, όπως οι Μακεδόνες του Μεγάλου Αλεξάνδρου τις σάρισες! Οι εξαιρέσεις δεν απουσιάζουν. Η Ελλάδα άλλωστε έχει και Λεωνίδα και Αλέξανδρο, αλλά έχει και Εφιάλτη. Υπενθυμίζω τις κινητοποιήσεις των δημάρχων, τοπικών αρχόντων, όλων των βλαχοχωριών και το επίκαιρο τότε δημοσίευμά μου, επιγραφόμενο πράγματι περιπαικτικά: «Οι Γερμανοί ξανάρχονται» για τους Βλάχους, Αθήνα 2002.
-Ναι, θυμήθηκα, αφορά στην επιστολή σου προς την «Ελλοπία», η οποία είχε δημοσιεύσει τις πικρόχολες, γεμάτες από μίσος και πάθος εναντίον σου επισημάνσεις του γνωστού μας Thede Kahl, με την οποία συντρίβεις πλάνες και πάθη πολεμίων της ελληνικότητας των Βλάχων – Αρμάνων, μεθοδευμένες επιθέσεις ανώνυμων και επώνυμων οργάνων προπαγάνδας εναντίον του Αχιλλέως Λαζάρου. Θέλω να εκφράσω τις θερμές ευχαριστίες για τον χρόνο που διέθεσες για να γίνει αυτή η συζήτηση και το περιεχόμενο της συζήτησης.
ΤΕΛΟΣ
Ο Δημήτριος Στεργίου είναι δημοσιογράφος.
Γεννήθηκε στην Παλαιομάνινα Αιτωλοακαρνανίας το 1942 από αγρότες γονείς. Μετά την αποφοίτησή του με άριστα (πρώτος) από το Γυμνάσιο της Παλαμαϊκής Σχολής Μεσολογγίου το 1961, σπούδασε πολιτικές και οικονομικές και, στη συνέχεια, φιλοσοφικές επιστήμες. Από το 1966 έως το 1970 ήταν μέλος της Συντακτικής Επιτροπής του περιοδικού "Τραπεζική και Οικονομοτεχνική Επιθεώρηση" και μελετητής-αναλυτής στο ομώνυμο "Οικονομοτεχνικό Κέντρο", που κατήρτιζε μελέτες χρηματοδότησης από τις τράπεζες επιχειρήσεων για την πραγματοποίηση μεγάλων επενδύσεων.
Το 1971 προσελήφθη στον Δημοσιογραφικό Οργανισμό Λαμπράκη ως συντάκτης του "Οικονομικού Ταχυδρόμου", ενώ παράλληλα έγραφε μεγάλες κοινωνικοοικονομικές έρευνες στις εφημερίδες "Το Βήμα" και "Τα Νέα". Το 1978 έγινε αρχισυντάκτης και στη συνέχεια διευθυντής Σύνταξης του "Οικονομικού Ταχυδρόμου" και αρθρογράφος - σχολιογράφος στα "Νέα" καθώς και υπεύθυνος της στήλης "Μικρο-Μακροοικονομικά" στο "Βήμα της Κυριακής". Διετέλεσε επίσης διευθυντής του "Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής" και διευθυντής Σύνταξης της "Απογευματινής”. Είναι μέλος της Ένωσης Συντακτών Ημερήσιων Εφημερίδων Αθηνών και έχει βραβευθεί από φορείς και οργανώσεις.