Το μικροτοπωνύμιο–εδαφωνύμιο–βραχωνύμιο Αγλίστρα Καλαμπάκας*

Δείτε και άλλα θέματα στην ενότητα:
Το μικροτοπωνύμιο–εδαφωνύμιο–βραχωνύμιο Αγλίστρα Καλαμπάκας*

Του φιλολόγου Σπυρίδωνος Βλιώρα
«Το βραχώδες μέρος στα βορειοδυτικά της πόλης που δέχεται τα νερά της βροχής από τη χούνη μεταξύ των βράχων της Αϊάς και του Μπάτοβα.







Αριστερά ο Μπάντοβας, στη μέση η Αγλίστρα, δεξιά η Αϊά.


Ήταν αρχή του ρέματος, που διέσχιζε την πόλη, καταλήγοντας στην περιοχή του σιδηροδρομικού σταθμού. Επειδή το νερό έρεε στην Αγλίστρα σχεδόν ως το Μάιο, γυναίκες της περιοχής έπλεναν στο πλάτωμα της πέτρας κουβέρτες και μάλλινα την Άνοιξη.»3

Για τις παρεμβάσεις που είχαν κάνει οι Αιγινιείς στην ελληνιστική εποχή, οι Σταγινοί στη μεσαιωνική και οι Καλαμπακιώτες κατά την Τουρκοκρατία, οι οποίες αφορούσαν στην άμυνα της πόλης, καθώς σ’ εκείνο περίπου το σημείο ξεκινούσε το τείχος, το οποίο αναφέρεται σε ελληνικές και ρωμαϊκές πηγές και το οποίο είχαν δει με τα μάτια τους διάφοροι περιηγητές, θα μιλήσουμε σε ειδική προς τούτο μελέτη μας. Εδώ θα προσεγγίσουμε το θέμα της Αγλίστρας ετυμολογικώς.


①Η προφανής ετυμολόγηση4 του εδαφωνυμίου / βραχωνυμίου Αγλίστρα φαίνεται εύκολη: από το ουσιαστικό γλίστρα5 (με την ανάπτυξη ενός λαϊκότροπου προτακτικού α–6) και το μεσαιωνικό ήδη ρήμα γλιστρώ7 μέχρι το αρχαιοελληνικό λίστρον,8 το εργαλείο για εξομάλυνση, λείανση ή γυάλισμα μιας επιφάνειας, το φτυάρι, η ετυμολογική διαδρομή δείχνει καταφανής, καθώς πράγματι η περιοχή στην Αγλίστρα …γλιστρά επικίνδυνα και, όταν περιηγούμαστε με τους μαθητές μας εκεί, τους εφιστούμε ιδιαίτερη προσοχή.

②Υπάρχει βέβαια και μια λαϊκή και παρωχημένη σημασία της λέξης γλίστρα, η αγριοκουμαριά,9 αν υποτεθεί ότι υπήρχαν αγριοκουμαριές κοντά στο σημείο εκείνο,10 καθιστώντας έτσι το βραχωνύμιο φυτωνυμικό

③Θα μπορούσε επίσης να προέρχεται από το λαϊκό και παρωχημένο σήμερα αρσενικό ουσιαστικό γλιστράς, που λέγεται «μεταφορικά ἐπὶ τοῦ κατορθοῦντος νὰ ἐκφεύγῃ τὰς δυσχερείας»,11 με την έννοια ότι από την χαράδρα της Αγλίστρας θα μπορούσε να «ἐκφεύγει» κάποιος από την Καλαμπάκα και να κρύβεται στα μετεωρίτικα βράχια ή κάπου αλλού.


④Υπάρχει μία ακόμη λέξη που θα μπορούσε να εμπλέκεται στην ετυμολογία του τοπωνυμίου Αγλίστρα. Πρόκειται για την παρωχημένη σήμερα λέξη αποκλείστρα. Στο Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς διαβάζουμε τις εξής σημασίες της λέξης: «1)Χῶρος περίκλειστος, περίφρακτος, ὅπου περιορίζονται ζῷα ἰδίᾳ βοσκήματα εἴτε πρὸς διανυκτέρευσιν εἴτε πρὸς ἀπομόνωσιν (…) β)Ὁ πρὸ τῶν ἀγροτικῶν οἰκιῶν περίκλειστος χῶρος γ)Φράγμα σχήματος γωνίας πρὸ τῆς θημωνιᾶς καὶ τῆς παρ’ αὐτὴν καλύβης δ)Ἀγρὸς περίφρακτος πρὸς νομὴν βοσκημάτων 2) Τόπος ἀδιέξοδος (π.χ. Δὲ θὰ πατοῦσε ποδάρι Τούρκου σ’ ἐκείνη τὴν ἀποκλείστρα (…) 3)Κακόγλωσσος γυνή, ἡ οἱονεὶ ἐξαναγκάζουσα τὰς γυναῖκας νὰ μὴ ἐξέρχωνται ὑπὸ φόβου (…) 4)Ἡ ζῶσα βίον μονήρη γυνή, ἡ ἀκοινώνητος (…).»12 Έχει επίσης τη σημασία: «μέρος ή καταφύγιο όπου μπορεί κάποιος εκούσια να αποκλειστεί, καταφύγει ή αποκρυβεί»,13 όπως η Αποκλείστρα που βρίσκεται 6 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του χωριού Καστανιά Ευρυτανίας, στην οποία «κατέφευγαν περιστασιακά οι κάτοικοι των γειτονικών χωριών, κυρίως, για ασφάλεια. Φαίνεται ότι και κατά την εποχή των Ορλωφικών (1768–1774) και μετά το θάνατο του Κατσαντώνη και πριν από την έναρξη της Επανάστασης του 1821, η Αποκλείστρα (της Καστανιάς) οχυρωμένη τότε μόνο από την φύση, λόγω του απόκρημνου του εδάφους που την περιβάλλει, προσέφερε την έκτασή της για να σώσει και πάλι ανθρώπινες ψυχές.»14

⑤Γνωρίζοντας όμως ότι στην ευρύτερη περιοχή υπήρχαν πολλές μονές, μονύδρια, σκήτες αλλά και ἐγκλεῖστρες (η πιο κοντινή είναι του Μπάντοβα), η επόμενη ετυμολογική προσέγγιση κερδίζει το ενδιαφέρον μας.

Ἐγκλείστρα (από το αρχαιοελληνικό ἐγκλείω κλείω μέσω του ελληνιστικού ἔγκλειστος) είναι «σπήλαιο ή άλλος περίκλειστος χώρος ή ερημητήριο, στο οποίο μονάζουν σε απομόνωση μοναχοί»,15 ενώ το Diccionario Griego–Español των Francisco Adrados και Juan Rodríguez Somolinos δίνει και τη σημασία «φυλακή»,16 όπου εγκλείονται και μοναχοί ή λαϊκοί με διάφορα παραπτώματα.17 Θυμίζουμε πως βορειοανατολικά της Αγλίστρας και κοντά σ’ αυτή βρίσκονται οι λεγόμενες Φυλακές των μοναχών.18

Θυμίζουμε επίσης πως και σε άλλες περιοχές με ορθοδόξους μοναχούς έχουμε εγκλείστρες, με πιο γνωστή αυτή στη δυτική Κύπρο και συγκεκριμένα στη θέση 34.846481, 32.446418, σε μια ορεινή περιοχή της Πάφου, όπου βρίσκεται η μονή του Αγίου Νεοφύτου του Ερημίτη (περίπου 1134–1219) με την περίφημη Εγκλείστρα, το ερημητήριο του αγίου19 και τη σπουδαία εικόνα της Παναγίας της Εγκλειστριανής, πρώιμο έργο του Θεοφάνους τού Κρητός.20

Έχοντας υπόψη τις πέντε ως άνω ετυμολογικές προσεγγίσεις καθώς και τον χώρο των Μετεώρων με τα πολλά μονύδρια, προσευχάδια, εγκλείστρες κ.λπ., θα λέγαμε πως η λέξη ἐγκλείστρα βρίσκεται πίσω από το τοπωνύμιο Αγλίστρα και πως οι υπόλοιπες λέξεις (γλίστραγλιστρᾶςαποκλείστρα) έχουν δράσει μόνο παρετυμολογικά και συμπληρωματικά στην ονοματοδοσία του εδαφωνυμίου / βραχωνυμίου Αγλίστρα.

Παρετυμολογήσεις έχουμε πολλές αναφορικά με τοπωνύμια, βραχωνύμια, εκκλησιωνύμια κ.ά. στην ευρύτερη περιοχή, όπως στο παράδειγμα της «μονῆς τῆς ἐπικεκλημένης Κοφινίων (…) ἐπονομαζομένης Σκάλας»,21 στην οποία η ονομασία Σκάλα συνδέθηκε παρετυμολογικά με τη γνωστή μεσαιωνική και νεοελληνική λέξη σκάλα,22 ενώ στην πραγματικότητα προέρχεται από τη σλαβική скала,23 που σημαίνει βράχος, πέτρα!24 Σ’ αυτά όμως τα ζητήματα θ’ αναφερθούμε σε άλλη ευκαιρία…

Βιβλιογραφία
  1. Βέης 1911: Νίκος Βέης, «Σερβικά και Βυζαντιακά γράμματα Μετεώρου», Βυζαντίς, 2 (1910/11) 1–100.
  2. Βλιώρας ³2022 (τοπωνύμια): Σπυρίδων Βλιώρας, Τοπωνύμια της (ευρύτερης περιοχής) Καλαμπάκας με σλαβική ή τουρκική ετυμολογική προέλευση, www.academia.edu/24217447, Καλαμπάκα ³2022, σελ. 18 (≈Τα Μετέωρα, 1128 (04.03.2016) 23, 1129 (11.03.2016) 23, 1130 (18.03.2016) 25).
  3. Βλιώρας ³2022 (ετυμολογικά): Σπυρίδων Βλιώρας, Ετυμολογικές τοπωνυμικές περιπλανήσεις, www.academia.edu/45027724, Καλαμπάκα ³2022, σελ. 34 (≈Τα Μετέωρα, 1385 (05.02.2021) 18–19, 1387 (19.02.¹2021) 23).
  4. Βλιώρας 2024: Σπυρίδων Βλιώρας, «Η ετυμολόγηση του οικωνυμίου Καλαμπάκα», Ανάλεκτα Σταγών και Μετεώρων, 2 (2024) …–….
  5. ΙΛΝΕ 2 1939Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων, τ. 2, εκδ. Ακαδημία Αθηνών / Εστία, Αθήνα 1939, σελ. 650.
  6. ΙΛΝΕ 5.1 1984Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων, τ. 5.1, εκδ. Ακαδημία Αθηνών / Εστία, Αθήνα 1984, σελ. 480.
  7. Καλούσιος 1995: Δημήτριος Καλούσιος, «Τρικαλινά Σύμμεικτα ιαʹ», Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 28 (1995) 177–248.
  8. Κριαράς 1975: Εμμανουήλ Κριαράς, Λεξικό της μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους γραμματείας, 1100–1669, τ. Δʹ, Θεσσαλονίκη 1975, σελ. 431.
  9. Μοντανάρι 2013: Μοντανάρι Φράνκο (Montanari Franco), Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, επιμέλεια: Αντώνης Ρεγκάκος, μετάφραση: Μαρία Ανδρόνικου, Δανιήλ Ιακώβ, Ιωάννης Καζάζης, Στέφανος Ματθαίος, Εβίνα Σιστάκου, Χρήστος Τσαγγάλης, Δημήτρης Χρηστίδης, εκδ. Παπαδήμας, Αθήνα 2013, σελ. 2442.
  10. Μπαμπινιώτης 2005: Γεώργιος Μπαμπινιώτης, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας. Με σχόλια για τη σωστή χρήση των λέξεων, εκδ. Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα ²2005, σελ. 2032.
  11. Μπαμπινιώτης 2010: Γεώργιος Μπαμπινιώτης, Ετυμολογικό λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας, εκδ. Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα ²2010, σελ. 1652.
  12. Ουσπένσκι 1896: Πορφύριος Ουσπένσκι (Порфирий Успенский), Восток христианский. Путешествие в метеорские и оссоолимпийские монастыри в Фессалии архимандрита Порфирия Успенского в 1859 г,25 εκδ. Αυτοκρατορική Ακαδημία Επιστημών της Ρωσίας, επιμέλεια του καθηγητού Πολυχρονίου Α. Σύρκου, Πετρούπολη 1896, σελ. xxx+614.
  13. Πλιάτσικας 2012: Δημήτριος Πλιάτσικας, Καλαμπάκα: η γλώσσα, ο τόπος, οι άνθρωποι, εκδ. Γένεσις, Καλαμπάκα 2012, σελ. 311.
  14. Υφαντόπουλος 2004: Γιάννης Υφαντόπουλος, «Η αποκλείστρα της Καστανιάς», Ο Καστανιώτης, 100 (Ιανουάριος–Μάρτιος 2004) 1–22.
  15. Анастасов κ.ά. 2002: Васил Анастасов, Христина Дейкова, Лиляна Димитрова-Тодорова, Уте Дукова, Димитрина Михайлова, Мира Начева, Мария Рачева, Георги Риков, Людвиг Селимски, Тодор Ат. Тодоров, Български етимологичен речник, εκδ. Академично издателство „Проф. Марин Дринов“, София 2002, Том VI (пỳскам-словàр₂), σελ. 886.
  16. Constantoudaki–Kitromilides 2021: Maria Constantoudaki–Kitromilides, «The wall–paintings in the katholikon of the Saint Neophytos Monastery: iconography, artistic identity, and the Cretan Theophanis in Venetian Cyprus», Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, 42 (2021) 197–238.
  17. DGE 1989: Francisco Rodríguez Adrados (εκδότης), Diccionario griego-español, εκδ. Consejo Superior de Investigaciones Científicas, Madrid 1989.
  18. Galatariotou 2004: Catia Galatariotou, The Making of a Saint: The Life, Times and Sanctification of Neophytos the Recluse, εκδ. Cambridge University Press, Cambridge 2004, σελ. 328.
  19. Nişanyan 2018: Sevan Nişanyan, Nişanyan Sözlük: Çağdaş Türkçenin Etimolojisi, εκδ. Liber Plus Yayınları, Κωνσταντινούπολη 2018, ISBN 978-605-81364-2-7, σελ. 1064.Υποσημειώσεις

    * Για την πλήρη εκδοχή της μελέτης βλ. www.academia.edu/108074423.

    1 Το βραχωνύμιο προέρχεται από την τουρκική λέξη aya (< οθωμανική τουρκική آیا (aya) < πρωτοτουρκική *hāya / *āja· βλ. Nişanyan 2018, λήμμα aya) που σημαίνει «παλάμη», καθώς ο βράχος από μια συγκεκριμένη οπτική γωνία φαίνεται να έχει τέτοιο σχήμα, ενώ στην ονομασία του βράχου πρέπει να έπαιξε ρόλο και η τούρκικη ονομασία της λέξης βράχος (kaya) καθώς και το ελληνικό εκκλησιωνύμιο Άγιοι Απόστολοι (Αϊ–Απόστολοι > Αϊά), που αφορούσε το μονύδριο που βρισκόταν σε σπήλαιο επί του βράχου. Η ονομασία του βραχωνυμίου πρέπει να προέκυψε την ίδια περίπου εποχή που δόθηκε το (οθωμανικής / τουρκικής ετυμολογικής αρχής) όνομα Καλαμπάκα στο οικωνύμιο των Σταγών. Βλ. Βλιώρας 2024.

    2 Το βραχωνύμιο πρέπει να προέρχεται από τη σλαβική λέξη во̏допа̄д / vȍdopād (< во̀да / vòda (νερό) & па̑д / pȃd (πτώση), που στη γενική του πληθυντικού σχηματίζει τον τύπο падова / padova: των πτώσεων), που σημαίνει καταρράκτης. Είναι χαρακτηριστικοί μέχρι σήμερα οι καταρράκτες που σχηματίζονται στο σημείο εκείνο από τα νερά της βροχής που κατεβαίνουν ορμητικά από την Αϊά, κάθε φορά που βρέχει.

    Αρχικά η λέξη θα ήταν Πάντοβας. Ο τύπος Μπάντοβας θα προήλθε, όπως σε πολλές άλλες περιπτώσεις συμβαίνει, από την αιτιατική: τον Πάντοβα, τομΠάντοβα, ο Μπάντοβας. (Βλ. & Βλιώρας ³2022 (ετυμολογικά), 29–30, Βλιώρας ³2022 (τοπωνύμια), 5–6)

    Την ονομασία Μπάντοβας πρωτοαναφέρει ο Ρώσος περιηγητής και «ἀρχιμανδρίτης Πορφύριος Οὐσπένσκης» στα 1859: «Въ четыр­надцатомъ же вѣкѣ, по мнѣнію моему, основаны были и тѣ оби­ тели св. Григорія, св. Антонія и св. Николая, кои нынѣ стоятъ пусты въ долинѣ между Пиксари и Амбарія–Вадова.» («Τον 14ο αιώνα ιδρύθηκαν, κατά τη γνώμη μου, τα μοναστήρια του αγίου Γρηγορίου, αγίου Αντωνίου και αγίου Νικολάου, που τώρα στέκονται άδεια στην κοιλάδα ανάμεσα στο Πυξάρι και τα Αμπάρια / Μπάντοβα.» Ουσπένσκι 1896, 251), ενώ αναφέρεται και στα 1876 σε οκτάστιχη μικρογράμματη επιγραφή που βρισκόταν στο ανατολικό υπέρθυρο του νάρθηκα του καθολικού: «Ἀνεκαινίσθη ἡ παροῦσα μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου Μπάτοβου διὰ συνδρομής Ἰγνατίου μοναχοῦ (…)». Καλούσιος 1995, 199–200, 207–208.

    3 Πλιάτσικας 2012, 214–215.

    4 Βλιώρας ³2022 (ετυμολογικά), 29–30.

    5 Μπαμπινιώτης 2005, 424, λήμμα γλίστρα, Πλιάτσικας 2012, 215.

    6 Φαινόμενο που επιχωριάζει και στην Καλαμπάκα. Βλ. Πλιάτσικας 2012, 21, 34.

    7 Μπαμπινιώτης 2010, 310, λήμμα γλιστρώ. Ο Κριαράς 1975, 305, λήμμα γλιστρῶ, δίνει και τη σημασία «ξεφεύγω (μὲ ἐπιδεξιότητα)» και αναφέρει το παράδειγμα: «ἐγλίστρα πάντα τῶν Τουρκῶν μὲ φρόνεσην μεγάλην· Χρονικὸν τῶν Τόκκων, 3312».

    8 Μοντανάρι 2013, 1273, λήμμα λίστρον.

    9 Μια από τις (λαϊκές και παρωχημένες) σημασίες της λέξης γλίστρα είναι και «τὸ δένδρον κόμαρος ἡ ἀνδράχλη (Arburus andrachne), ἀγριοκουμαριά, (…) ἀδραχλινιά, ἀντράκλα, (…) γλιστροκουμαριά.» ΙΛΝΕ 5.1 1984, 303–304.

    10 Ένα περίπου χιλιόμετρο βορειοανατολικά της Αγλίστρας συναντούμε το βραχωνύμιο Κουμαριά.

    11 ΙΛΝΕ 5.1 1984, 304, λήμμα γλιστρᾶς.

    12 ΙΛΝΕ 2 1939, 487, λήμμα ἀποκλείστρα.

    13 «Ονομασία δοθείσα μεταφορικά εις γνωστά ορεινά σπήλαια της Δυτικής Στερεάς Ελλάδος, αφότου απεφασίσθη η χρησιμοποίησίς των ως καταφυγίων και η εν συνεχεία οργάνωσις τούτων αμυντικώς ως τόπων σωτηρίας του αμάχου πληθυσμού εν καιρώ εχθρικών καταδρομών.» Υφαντόπουλος 2004, 2.

    14 Υφαντόπουλος 2004, 17.

    15 https://el.wiktionary.org/wiki/εγκλείστρα.

    16 DGE 1989, λήμμα ἐγκλείστρα.

    17 «Καὶ εἰσήγαγε τὸν Πλάτωνα (τὸν τοῦ Σακκουδίωνος ἡγούμενον) ἐν τῇ πόλει καὶ ἀπέκλεισεν εἰς ἐγκλείστραν ἐν τῷ ναῷ τοῦ ἀρχιστρατήγου ἐν τῷ παλατίῳ.» Θεοφάνης ο Ομολογητής, Χρονογραφία (εκδ. Teubner, Leipzig ¹1883, ²1963), 471, 1–2.

    18 Απέχουν από την Αγλίστρα περίπου ένα χιλιόμετρο σε ευθεία γραμμή. Υπόψιν πως ανατολικά των Φυλακών και δίπλα σ’ αυτές βρίσκεται ένας βράχος με την ονομασία Κουμαριές.

    19 Galatariotou 2004, 14, Constantoudaki–Kitromilides 2021, 198.

    20 Constantoudaki–Kitromilides 2021, 230. Η Μαρία Κωνσταντουδάκη μάλιστα αποδίδει όλες τις τοιχογραφίες του καθολικού της μονής του αγίου Νεοφύτου στην Κύπρο στον κρητικό ζωγράφο Θεοφάνη Στρελίτζα–Μπαθά. Constantoudaki–Kitromilides 2021 (Θεοφάνης), 197 & passim.

    21 Όπως διαβάζουμε σε «γράμμα ἀδήλου ἐπισκόπου Σταγῶν καὶ τῶν περὶ αὐτὸν ἐκκλησιαστικῶν καὶ πολιτικῶν περί τινος κελλίου τῆς σκήτεως Σταγῶν» του 1388. Βέης 1911, 28.

    22 < λατινική scala.

    23 Από την πρωτοσλαβική *skala. Βλ. Анастасов κ.ά. 2002, 718–719, λήμμα скала.

    24 «(…) τὸ παρὸν κελλίον τὸ ἐπονομαζόμενον Πέτραν (…).» Βέης 1911, 28.

    25 Χριστιανικὴ Ἀνατολή. Ἀποδημία εἰς τὰς μονὰς τῶν Μετεώρων, τῆς Ὄσσης καὶ τοῦ Ὀλύμπου ἐν Θεσσαλίᾳ κατὰ τὸ ἔτος 1859.


 

 

Επιστροφή