Κώστας Ντάκος (1904-1980): Ο Τρικαλινός «Κρυστάλλης της ζωγραφικής»

Δείτε και άλλα θέματα στην ενότητα:
Κώστας Ντάκος (1904-1980): Ο Τρικαλινός «Κρυστάλλης της ζωγραφικής»

Όταν έφτασε στην Αθήνα από τα Τρίκαλα, σε ηλικία ήδη 26 ετών, έγινε αμέσως δεκτός ως εξαιρετικό ταλέντο στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών

 Της Μάγδας Αναγνωστή*


Η σχέση των Τρικαλινών με τη μουσική είναι στενή και πολύ παλιά. Άλλωστε, είναι γνωστό στο πανελλήνιο πως η πόλη έδωσε κορυφαίους μουσικοσυνθέτες και στιχουργούς -τον Βασίλη Τσιτσάνη, τον Απόστολο Καλδάρα, τον Μπάμπη Μπακάλη, τον Κώστα Βίρβο, τον Χρήστο Κολοκοτρώνη, τον Γιώργο Σαμολαδά- και πολλούς άλλους, των οποίων οι δημιουργίες έφεραν στροφή στην ελληνική μουσική, αφού υπήρξαν οι θεμελιωτές του λαϊκού μας τραγουδιού. Μα και σημαντικούς τραγουδιστές, όπως ο Δημήτρης Μητροπάνος, ο Γιώργος Μαργαρίτης κ.ο.κ.

Αλλά όχι μόνο! Έχοντας μία απ’ τις παλιότερες φιλαρμονικές, που εμφανίζεται να ιδρύεται ήδη στα 1886, ενώ μετατρέπεται σε Δημοτική Φιλαρμονική στα 1938, τα Τρίκαλα ήταν ανέκαθεν ένα φυτώριο μουσικών όχι μόνο στο λαϊκό τραγούδι, αλλά σε κάθε μουσικό είδος που συνηθίσαμε να αποκαλούμε συλλήβδην «κλασική μουσική», με εξέχοντα παραδείγματα τον παγκόσμιο βαθύφωνο Δημήτρη Καβράκο, την περίφημη Χορωδία Τρικάλων της Τερψιχόρης Παπαστεφάνου, τους διάσημους πιανίστες Δημήτρη Σγούρο και Σάντρα Παπαστεφάνου κ.λπ.

Αντίθετα, δεν παρουσιάζεται αντίστοιχη δραστηριότητα στον τομέα των εικαστικών τεχνών. Στα Τρίκαλα μέχρι και τον Μεσοπόλεμο, το ενδιαφέρον για τις καλές τέχνες είναι σχεδόν ανύπαρκτο – άλλωστε δεν υπάρχουν παρά μόνο κάποιοι αγιογράφοι που κοσμούν με τοιχογραφίες τις καινούργιες εκκλησίες που χτίζονται στην πόλη, η οποία εξαπλώνεται με ταχύτητα. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον ξεφύτρωσε ο Κώστας Ντάκος.





Γεννήθηκε στο Μαλακάσι, κεφαλοχώρι της νοτιοανατολικής Πίνδου στα 900 μέτρα υψόμετρο, βυθισμένο για πολλούς μήνες τον χρόνο στα χιόνια, πέρασε όμως τα εφηβικά και νεανικά του χρόνια στα Τρίκαλα. Μεγάλωσε με τη λαχτάρα να γίνει ζωγράφος, αλλιώς η ζωή του δεν θα είχε νόημα, μα δεν ήξερε ούτε πώς ούτε πού μπορούσε να πραγματοποιήσει τα όνειρά του.

Παιδί σχεδόν, κατέβηκε στα Τρίκαλα, νιώθοντας ότι έτσι πλησίαζε τον στόχο του, και εργάστηκε σκληρά ως παραγιός σε μαγαζιά και καφενεία. Άργησε να βρει τον δρόμο του, αφού κατέληξε στην Αθήνα μόλις στα 1930, σε ηλικία 26 ετών. Αμέσως έγινε δεκτός ως εξαιρετικό ταλέντο στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου σπούδασε με υποτροφία του Αντώνη Μπενάκη, έχοντας δάσκαλο τον Βικάτο στη ζωγραφική.



 Ταυτόχρονα φοίτησε και στο Τμήμα Χαρακτικής, το οποίο επαναλειτούργησε στα 1933 ο σπουδαίος χαράκτης και δάσκαλος Γιάννης Κεφαλληνός. Αξίζει να τονίσουμε πως, δεδομένου ότι σχεδόν όλοι οι σπουδαστές της σχολής εκδήλωσαν την επιθυμία να ενταχθούν στο τμήμα, ο Κεφαλληνός προκήρυξε διαγωνισμό προκειμένου να επιλέξει τους 5 πρώτους τακτικούς σπουδαστές με τις καλύτερες σχεδιαστικές ικανότητες, αφού η χαρακτική απαιτεί άριστο σχέδιο. Είναι η θρυλική «πρώτη πεντάδα», αποτελούμενη από τον 16ετή τότε Γιάννη Μόραλη, τον 18ετή Αναστάσιο Αλεβίζο, τον γνωστό μας Τάσσο, τον Γιώργη Δήμου, τον Μωυσή Ραφαήλ και τον Κώστα Ντάκο, ενώ άφησε εκτός μετέπειτα τρανταχτά ονόματα, όπως ο Γιάννης Τσαρούχης.


Αποφοίτησε στα 1936, αφού βραβεύτηκε επανειλημμένα στο γυμνό, στο πορτρέτο, στη ζωγραφική υπαίθρου. Τα 6-7 χρόνια μετά την αποφοίτησή του ήταν τα πιο ευτυχισμένα και παραγωγικά στη ζωή του. Το ταλέντο του αναγνωρίζεται, έχει επιτυχίες στις μεγάλες εκθέσεις, έχει ιδιώτες μαθητές και σημαντικούς πελάτες. Ο ίδιος ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄ ήταν θαυμαστής του και είχε αγοράσει έργα του (αργότερα δε και το ζεύγος Παύλου – Φρειδερίκης). Φαίνεται πως ο Ντάκος κατάφερε να πραγματοποιήσει το παιδικό του όνειρο, να ζει με τη ζωγραφική και από τη ζωγραφική.

Αυτό αντικατοπτρίζεται και στο έργο του. Οι πίνακές του σφύζουν από ζωή. Λαμπερά πράσινα με δεκάδες αποχρώσεις, κι ανάμεσά τους ανθρώπινες φιγούρες με χαρούμενα φωτεινά χρώματα, ροζ και γαλάζια, κόκκινα και πορτοκαλιά.

Δεν λείπουν όμως και τα χιονισμένα τοπία, που τον καθιερώνουν ως ζωγράφο του χιονιού και δικαιώνουν το προσωνύμιο που του κόλλησαν, «ο Ντάκος του χιονιά», εκτός βέβαια από το «ο Κρυστάλλης της ζωγραφικής», το οποίο ήρθε αργότερα από τον σπουδαίο τεχνοκριτικό Νίκο Αλεξίου.

Όμως, ακόμη και τα πολύ παγωμένα χιόνια αυτής της περιόδου είναι λαμπερά, χαρούμενα, και αποπνέουν τη βεβαιότητα πως το χορτάρι από κάτω απλά κοιμάται και ονειρεύεται περιμένοντας την άνοιξη.

Η πρώτη φάση λοιπόν περιλαμβάνει τα χρόνια των σπουδών του και της επαγγελματικής του ζωής στην Αθήνα, χρόνια της άνοιξης και του έρωτά του για μια νέα κοπέλα, η απώλεια της οποίας λίγο έλειψε να του στοιχίσει την ύπαρξή του. Από την περίοδο της χαράς της ζωής ο ζωγράφος περνά, κυριολεκτικά απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, στην απόγνωση. Έχασε τη γη κάτω από τα πόδια του, ένιωσε τη συντριβή και κατέρρευσε. Ίσως να μην είχε συνέλθει ποτέ χωρίς το αποκούμπι της τέχνης του ή την ένταξή του στην Αντίσταση μέσω της Εθνικής Αλληλεγγύης.



Γεγονός είναι πως αυτό το συγκλονιστικό συμβάν άλλαξε οριστικά τη ζωγραφική του και θεματολογικά και τεχνοτροπικά σε σημαντικό βαθμό. Περίφημες οι μπόρες του με τις οποίες εξέφραζε τη θύελλα της ψυχής του, γεμάτος σπαραγμό ο πίνακας «Η κραυγή του δέντρου», αλλά και τα μοναχικά γυμνά από φύλλα δέντρα που τα δέρνει το ξεροβόρι.

Κάθε πίνακας, μεγάλος ή μικρός, ακόμη κι όταν έχει κοινή θεματολογία, εκφράζει μια διαφορετική κατάσταση. Διότι, στην πραγματικότητα, ο Ντάκος δεν ζωγραφίζει τοπία, αλλά καταστάσεις του νου και της ψυχής του,

Σε δεύτερη φάση προσπαθεί να ξεπεράσει τη συμφορά που τον βρήκε. Σταδιακά ξυπνά η νοσταλγία του για την πατρίδα του, το Μαλακάσι, και την πόλη του, τα Τρίκαλα, για τα ανεμοδαρμένα βουνά του. Αρχικά ζωγραφίζει τις αναμνήσεις του από τοπία αστικά και βουνίσια, μνήμες που τον κατακλύζουν.

Δεν ανταποκρίνονται ακριβώς στην πραγματικότητα, καθώς στον ίδιο πίνακα συνθέτει στοιχεία που δεν βρίσκονται κοντά το ένα στο άλλο. Όμως, οι παλιοί εύκολα μπορούν να υποψιαστούν τον Κάμπο του Δεσπότη, την πλατεία Αμερικανών και την οδό Κονδύλη, τον Άγιο Στέφανο ή τις πηγές του Πηνειού.

Κάπου εκεί, στα 1956-57, αποφασίζει να επιστρέψει στο χωριό του, ενώ περνά και μεγάλα διαστήματα στα Τρίκαλα. Στο διάστημα αυτό θα ζωγραφίσει πολλά τοπία από τα αγαπημένα του βουνά της Πίνδου, χιονισμένα ή καταπράσινα ελατοδάση ως επί το πλείστον. Έτσι ανακτά τις δυνάμεις του και αποκαθιστά την ισορροπία του.

Ο Ντάκος θα παραμείνει στην πατρίδα του μερικά χρόνια, ίσως μέχρι το 1963, οπότε, σε ώριμη πια ηλικία, επιστρέφει στην Αθήνα. Θα εγκατασταθεί στο εργαστήριο της οδού Πινδάρου και θα ζήσει πάντα με τη ζωγραφική του, με λίγους καλούς φίλους και τις απαραίτητες επαφές στον καλλιτεχνικό χώρο.

Η μοναχική ζωή βρίσκει την ανταπόκρισή της στη ζωγραφική του, που γίνεται ολοένα πιο αφαιρετική, ταυτόχρονα όμως πιο φωτεινή. Ζωγραφίζει συχνά την απεραντοσύνη του θεσσαλικού κάμπου, πολύ συχνά με ατέλειωτες σειρές από γαλάζιες βουνοκορφές στο βάθος.

Όμως, η υγεία του έχει ανεπανόρθωτα φθαρεί, κι έτσι κάπου στα 1975 ξαναγυρίζει στα Τρίκαλα, όπου θα περάσει τα τελευταία χρόνια της βασανισμένης του ζωής. Αλλά ο καρκίνος τον κατατρώγει, κι ο Ντάκος θα «σβήσει» το καλοκαίρι του 1980 στην Αθήνα, στο Νοσοκομείο «Ευαγγελισμός».


* Η Μάγδα Αναγνωστή είναι Αρχιτέκτων, συγγραφέας


Πηγή: antinews.gr

 

 

Επιστροφή