Ένα όνομα, μια ιστορία
Αν κάποια στιγμή γίνει μια παγκόσμια ψηφοφορία για το πιο value προϊόν που κατασκεύασε ποτέ ο άνθρωπος, οι «αντιφρονούντες» είναι μάλλον μόνο όσοι δεν είχαν δικό τους ή κάποιο φίλο / συγγενή που να ζέστανε με τα οπίσθια του τη σέλα ενός «παπιού».
ΟΚ. και όσοι ψηφίζουν… μωρομάντηλο! Τα δικά τους επιχειρήματα μπορούμε να τ’ ακούσουμε. Οποιοσδήποτε με άλλη (τρίτη) άποψη ας μας κάνει τη χάρη και ας ενημερωθεί τι σημαίνει Honda C-100 Super Cub ή αλλιώς η πρώτη αυθεντική «πάπια».
Με έτος κατασκευής το 1958 και εμπνευστή τον Σεϊχίρο Χόντα, αυτό το ευφυέστατο δημιούργημα έχτισε ένα μύθο που δεν θα ξεθωριάσει όσο θα υπάρχει… άσφαλτος. Τα σημερινά παπιά απέχουν μηχανολογικά έτη φωτός από τους προγόνους τους, η βασική φιλοσοφία όμως είναι η ίδια.
Το πακέτο οικονομίας, ευχρηστίας, αξιοπιστίας και ανθεκτικότητας που αγόραζες μαζί με το Super Cup σε έκανε να πιστεύεις ότι η Honda κάτι σου… χρώσταγε και στο ξεπλήρωσε με αυτό τον τρόπο. Μα πώς να πάει καλά σε πωλήσεις όταν δεν χαλάει ποτέ και δεν χρήζει αντικατάστασης; Η απάντηση βέβαια είναι προφανής: όταν εν δυνάμει πελάτης είναι ο οποιοσδήποτε επίδοξος δικυκλιστής σε όλο τον κόσμο.
Φανταστείτε λοιπόν ένα προϊόν που στο πρώτο έτος κυκλοφορίας του στις ΗΠΑ (1960) πουλάει 5.000 «κομμάτια» και τον επόμενο χρόνο εκτοξεύεται στις 500.000! Για τέτοιον… καρδιοκατακτητή μιλάμε, που με τα χρόνια εξελίχθηκε στο απόλυτο μεταφορικό σύμβολο του 20ου αιώνα. Παρότι όπως είπαμε λανσαρίστηκε ως C-100 Super Cub, τα κυβικά του δεν ήταν 100, αλλά μόλις 49. Απέδιδε παράλληλα μόλις 4 ίππους, ισχύς αρκετή όμως για να κινήσει το μηχανάκι με ταχύτητα 60-65 χιλιομέτρων την ώρα. Συμπλέκτης φυσικά δεν υπήρχε – η αποθέωση της ευχρηστίας που λέγαμε – ενώ οι ταχύτητες ήταν μόλις τρεις.
Τα τετρατάχυτα και πολύ ισχυρότερα σύγχρονα «παπιά» ξεπερνούν τα 130 χιλιόμετρα τελικής ταχύτητας αποδίδοντας έως και 13 ίππους. Αυτά τα μηχανοκίνητα «διαόλια» είχαν (και έχουν) και το πλεονέκτημα της ασφάλειας, σε σύγκριση με άλλα αυτόματα μηχανάκια που διαθέτουν μικρές ρόδες. Ένας από τους βασικούς λόγους της τεράστιας επιτυχίας τους ήταν το πάντρεμα χαμηλού κυβισμού με φαρδιά ζάντα, που εξασφαλίζει μεγαλύτερη ευστάθεια και μικρότερο κίνδυνο πτώσεων.
Το Super Cup είχε κάνει πρεμιέρα στην Ευρώπη το 1959, ενώ στην ελληνική αγορά εισήχθη το 1962. Το κόστος απόκτησης του ήταν 10.500 δραχμές, αρκετά μεγάλο για μια εποχή που τα μηνιάτικα δεν ξεπερνούσαν τις 1.000-1.500 δραχμές. Ωστόσο στις εποχές… ΠΑΣΟΚ που οι μισθοί (και οι επιδοτήσεις) πήραν απότομα την ανηφόρα, η τιμή ενός παπιού στην Ελλάδα δεν έγινε μόνο απόλυτα προσιτή, αλλά λόγω της αντοχής του προσομοίαζε μάλλον και σε κλοπή εκκλησίας.
Το 2017 οι πωλήσεις της σειράς Super Cup (πέραν του C100 έχουν βγει οι εκδόσεις C50, C70, C90, C100EX και C70 Passport) ξεπέρασαν τα 100.000.000 και φυσικά το έχουν αναδείξει ως το δίκυκλο με τη μεγαλύτερη παραγωγή όλων των εποχών.
Τρία πράγματα είναι βέβαια σε αυτή τη ζωή: ο θάνατος, οι φόροι και η αίσθηση ότι το το σκυλί και το… παπί δεν θα σε προδώσουν ποτέ.
Αν κάποια στιγμή γίνει μια παγκόσμια ψηφοφορία για το πιο value προϊόν που κατασκεύασε ποτέ ο άνθρωπος, οι «αντιφρονούντες» είναι μάλλον μόνο όσοι δεν είχαν δικό τους ή κάποιο φίλο / συγγενή που να ζέστανε με τα οπίσθια του τη σέλα ενός «παπιού».
ΟΚ. και όσοι ψηφίζουν… μωρομάντηλο! Τα δικά τους επιχειρήματα μπορούμε να τ’ ακούσουμε. Οποιοσδήποτε με άλλη (τρίτη) άποψη ας μας κάνει τη χάρη και ας ενημερωθεί τι σημαίνει Honda C-100 Super Cub ή αλλιώς η πρώτη αυθεντική «πάπια».
Με έτος κατασκευής το 1958 και εμπνευστή τον Σεϊχίρο Χόντα, αυτό το ευφυέστατο δημιούργημα έχτισε ένα μύθο που δεν θα ξεθωριάσει όσο θα υπάρχει… άσφαλτος. Τα σημερινά παπιά απέχουν μηχανολογικά έτη φωτός από τους προγόνους τους, η βασική φιλοσοφία όμως είναι η ίδια.
Το πακέτο οικονομίας, ευχρηστίας, αξιοπιστίας και ανθεκτικότητας που αγόραζες μαζί με το Super Cup σε έκανε να πιστεύεις ότι η Honda κάτι σου… χρώσταγε και στο ξεπλήρωσε με αυτό τον τρόπο. Μα πώς να πάει καλά σε πωλήσεις όταν δεν χαλάει ποτέ και δεν χρήζει αντικατάστασης; Η απάντηση βέβαια είναι προφανής: όταν εν δυνάμει πελάτης είναι ο οποιοσδήποτε επίδοξος δικυκλιστής σε όλο τον κόσμο.
Φανταστείτε λοιπόν ένα προϊόν που στο πρώτο έτος κυκλοφορίας του στις ΗΠΑ (1960) πουλάει 5.000 «κομμάτια» και τον επόμενο χρόνο εκτοξεύεται στις 500.000! Για τέτοιον… καρδιοκατακτητή μιλάμε, που με τα χρόνια εξελίχθηκε στο απόλυτο μεταφορικό σύμβολο του 20ου αιώνα. Παρότι όπως είπαμε λανσαρίστηκε ως C-100 Super Cub, τα κυβικά του δεν ήταν 100, αλλά μόλις 49. Απέδιδε παράλληλα μόλις 4 ίππους, ισχύς αρκετή όμως για να κινήσει το μηχανάκι με ταχύτητα 60-65 χιλιομέτρων την ώρα. Συμπλέκτης φυσικά δεν υπήρχε – η αποθέωση της ευχρηστίας που λέγαμε – ενώ οι ταχύτητες ήταν μόλις τρεις.
Τα τετρατάχυτα και πολύ ισχυρότερα σύγχρονα «παπιά» ξεπερνούν τα 130 χιλιόμετρα τελικής ταχύτητας αποδίδοντας έως και 13 ίππους. Αυτά τα μηχανοκίνητα «διαόλια» είχαν (και έχουν) και το πλεονέκτημα της ασφάλειας, σε σύγκριση με άλλα αυτόματα μηχανάκια που διαθέτουν μικρές ρόδες. Ένας από τους βασικούς λόγους της τεράστιας επιτυχίας τους ήταν το πάντρεμα χαμηλού κυβισμού με φαρδιά ζάντα, που εξασφαλίζει μεγαλύτερη ευστάθεια και μικρότερο κίνδυνο πτώσεων.
Το Super Cup είχε κάνει πρεμιέρα στην Ευρώπη το 1959, ενώ στην ελληνική αγορά εισήχθη το 1962. Το κόστος απόκτησης του ήταν 10.500 δραχμές, αρκετά μεγάλο για μια εποχή που τα μηνιάτικα δεν ξεπερνούσαν τις 1.000-1.500 δραχμές. Ωστόσο στις εποχές… ΠΑΣΟΚ που οι μισθοί (και οι επιδοτήσεις) πήραν απότομα την ανηφόρα, η τιμή ενός παπιού στην Ελλάδα δεν έγινε μόνο απόλυτα προσιτή, αλλά λόγω της αντοχής του προσομοίαζε μάλλον και σε κλοπή εκκλησίας.
Το 2017 οι πωλήσεις της σειράς Super Cup (πέραν του C100 έχουν βγει οι εκδόσεις C50, C70, C90, C100EX και C70 Passport) ξεπέρασαν τα 100.000.000 και φυσικά το έχουν αναδείξει ως το δίκυκλο με τη μεγαλύτερη παραγωγή όλων των εποχών.
Τρία πράγματα είναι βέβαια σε αυτή τη ζωή: ο θάνατος, οι φόροι και η αίσθηση ότι το το σκυλί και το… παπί δεν θα σε προδώσουν ποτέ.