ΚΩΣΤΑΣ ΣΗΜΙΤΗΣ - Υπερβολική «αγιοποίηση» (ως συνήθως!)

Δείτε και άλλα θέματα στην ενότητα:
ΚΩΣΤΑΣ ΣΗΜΙΤΗΣ - Υπερβολική «αγιοποίηση» (ως συνήθως!)
Κατά την περίοδο 1997-2003 ο Κώστας Σημίτης πρόσθεσε στο ήδη υψηλό χρέος άλλα 70 δισ. ευρώ (από 97,8 δις. σε 167,8) , αντί μείωσης κατά 60 δις. ευρώ από υψηλό(ματωμένο)  πρωτογενές πλεόνασμα, υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, χαμηλότατο κόστος δανεισμού από το 1996 και υψηλά (ρεκόρ όλων των εποχών!) έσοδα (14,5 δισ. ευρώ επί συνόλου 23,5 δις. ευρώ την περίοδο 1998 – 2008), διότι όλα αυτά «κάηκαν» από τη διάθεση αφειδώς σημαντικών ποσών για τη συντήρηση γαλαξία δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών που αύξαναν το δημόσιο χρέος

Την περασμένη Δευτέρα  διοργανώθηκε από το «Δίκτυο για τη Μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και την Ευρώπη», το «Ινστιτούτο Ζακ Ντελόρ και το ηλεκτρονικό περιοδικό «Μεταρρύθμιση, με την υποστήριξη του Οικονομικού Φόρουμ Δελφών, στο Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού ειδική εκδήλωση προς τιμήν του πρώην Πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη. Εκεί, ως να επρόκειτο  για νεκρολογική εκδήλωση, κατά την οποία, ως γνωστόν, συχνά λένε  τη γνωστή φράση “ο νεκρός δεδικαίωται”, με την έννοια ότι «είναι κακό να πούμε την αλήθεια», ενώ πρόκειται για παρεξήγηση της φράσης «ο αποθανών δεδικαίωται από της αμαρτίας» (Ρω μ. 6,7) και σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει αυτό που νομίζουμε.

Εν πάση περιπτώσει, ο πρώην πρωθυπουργός ετιμήθη ζων  και μάλιστα με την παρουσίαση  των σημαντικότερων  σταθμών της ζωής του, της προσωπικής και της πολιτικής,  σε βίντεο και με δηλώσεις  της  Άννας Διαμαντοπούλου, υπουργού των κυβερνήσεων του Κώστα Σημίτη και νυν προέδρου  του Δικτύου, που διοργάνωση την εκδήλωση, όπως  ότι «ο Κώστας Σημίτης ανήκει σε εκείνους τους μεγάλους ηγέτες που προίκισαν την Ελλάδα με πολιτικές μεγάλων οριζόντων και με επιτεύγματα μεγάλων στόχων».

Αλλά, η ιστορία, η πολιτική, η κοινωνική, η οικονομική,  δεν γράφεται με τέτοιες υπερβολές, «αβασανίστως» και «αταλαιπώρως, όπως έλεγε ο Θουκυδίδης, εκατέρωθεν, δηλαδή από φίλους και εχθρούς ή αντιπάλους του πρώην πρωθυπουργού, αλλά με υπευθυνότητα, σεμνότητα και, κυρίως, σοβαρότητα, η οποία εδράζεται σε συγκεκριμένα στατιστικά στοιχεία και έργα και ημέρες της περιόδου 1996 – 2003.
Η ταπεινότητά μου, το 2004, δηλαδή αμέσως μετά την ήταν του Κώστα Σημίτη από τον Κώστα Καραμανλή στις εκλογές του Μαρτίου του 2004, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Παπαζήση το βιβλίου μου «Η μεγάλη φούσκα του εκσυγχρονισμού του Κώστα Σημίτη» με εξώφυλλο να κοσμείται από σχετικό σκίτσο του Κώστα Μητρόπουλου (βλέπε φωτογραφία).

Πολλά στοιχεία από το βιβλίο αυτό περιλαμβάνονται στο υπό έκδοσιν νέο βιβλίο μου υπό τον τίτλο «Η κατάρα της οικονομίας, 1980- 1994», όπου παρουσιάζονται οι εφιαλτικές εξελίξεις στην οικονομία σωρευτικά ανά περιόδους, όπως στην επόμενη 1987 – 1994 και σ΄ όλες τις επόμενες εντονότερα έως και σήμερα αφήνοντας το ανάθεμά της σε όλη την ελληνική οικονομία και κοινωνία, με κορύφωσή  του ιδιαίτερα την περίοδο μετά το 2010, όταν καταρρίφθηκαν μόλις σε ένα χρόνο όλα τα αρνητικά ρεκόρ εξηκονταετίας σε βασικά οικονομικά μεγέθη. Η μελαγχολική αυτή διαπίστωση επιβεβαιώνεται από τα αποτελέσματα στην οικονομία, τα οποία παρουσιάζω στο βιβλίο  κατά κυριότερους τομείς με την παράθεση αντίστοιχα σπάνιων ίσως επίσημων στοιχείων σε πίνακες, που αποτυπώνουν τη διαχρονική εξέλιξη βασικών οικονομικών μεγεθών από το 1961 έως σήμερα, από το 1981 έως σήμερα, από το 2001 έως σήμερα.
Σ΄ αυτό, το νέο υπό έκδοσιν βιβλίο, περιλαμβάνεται ολόκληρο κεφάλαιο για τα έργα και τις ημέρες του Κώστα Σημίτη ως πρωθυπουργού με  την παράθεση σχετικών επίσημων στοιχείων για την εξέλιξη βασικών οικονομικών μεγεθών επί πρωθυπουργίας του.
 Γίνεται ένας ψύχραιμος  απολογισμός, χωρίς δαιμονοποιήσεις και υπερβολές, χωρίς ωραιοποιήσεις και ιδεοληπτικές εμμονές, αλλά μόνο με κριτική των πεπραγμένων, των μέτρων και των παραλείψεων, με σκοπό τη διόρθωση των «ημαρτημένων» και την αποτροπή της συνέχισης  παθημάτων χωρίς να γίνονται μαθήματα. Κομμάτι δύσκολο, βεβαίως, βεβαίως… Διότι, μολονότι κάθε έτος ήταν και μια σημαντική πρόκληση, όπως το 1981 με την ένταξη της χώρας μας στην ΕΟΚ, όπως το  1993 με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως συνέχεια της ΕΟΚ και την προετοιμασία με κριτήρια ένταξης των χωρών στο ενιαίο νόμισμα, το ευρώ, του 2000 με τη σημαντική, αλλά πολύ φιλόδοξη Στρατηγική της Λισαβώνας, το 2001 με την ένταξη στην Ευρωζώνη, το 2010 με την υπογραφή του πρώτου Μνημονίου, το 2012 με την υπογραφή του δεύτερου Μνημονίου, το 2015 με την υπογραφή του τρίτου μνημονίου, η χώρα μας έδινε την εντύπωση ότι είναι ένα απομονωμένο  ευτυχισμένο και εύφορο νησί με τους «αφεντάδες» να υπόσχονται και να περνάνε αυτοί και οι οπαδοί τους καλά κι εμείς, ο ελληνικός λαός πάντα χειρότερα…
Πρόκειται για  μακρόχρονη περιπέτεια της  Ελλάδος στην πορεία προς την Ευρώπη, η οποία, μολονότι ξεκίνησε με πολλούς αίσιους οιωνούς, οι γνωστές «οδυσσειακές» γλυκοκέλαδες σειρήνες του εύκολου κομματικού οφέλους παρέσυραν τους εκάστοτε διαχειριστές των τυχών της χώρας σε ανέμελες τακτικές, τις οποίες πλήρωσε ακριβά ο ελληνικός λαός. Όλα αυτά τεκμηριώνονται με επίσημα στοιχεία.
Πράγματι, σε όλες αυτές οι προκλήσεις, μολονότι απαιτούσαν τη θαρραλέα αντιμετώπιση όλων των χρόνιων παθογενειών, των ολέθριων μακροοικονομικών ανισορροπιών, διαρθρωτικών προβλημάτων και στρεβλώσεων, για την ανάδειξη της χώρας ως ισότιμου, δυναμικού και με κύρος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις ανταποκρίνονταν μόνο με ανακοινώσεις σκληρών μέτρων λιτότητας, όπως το 1985,  το 1992, το 2008 και μετά το 2010. Όλα αυτά γίνονταν   ύστερα από πιέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και με τις γνωστές εύκολες λύσεις της κατάρτισης Προϋπολογισμών «Μπακαλόχαρτων» , οι οποίοι συνοδεύονταν από προβλέψεις που συντρίβονταν από τους ίδιους τους συντάκτες τους, της  συγγραφής  βαρύγδουπων  Προγραμμάτων τάχα  Σύγκλισης στην αρχή, Προγραμμάτων τάχα Σταθερότητας στη συνέχεια, Εθνικών Προγραμμάτων τάχα Μεταρρυθμίσεων και Ιδιωτικοποιήσεων τελευταία, με επιπόλαιους στόχους, οι οποίοι ουδέποτε επιτυγχάνονταν. Και, για τον λόγο αυτόν, συνεχώς επικαιροποιούνταν ή αναθεωρούνταν ή προκαλούσαν τη  χλεύη ή την  επέμβαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Eurostat για αποκατάσταση  της οικονομικής πραγματικότητας, η οποία, με τη γνωστή «Δημιουργική Λογιστική» θύμιζε τους γνωστούς «κεκονιαμένους τάφους»!
Τέτοιον «εκσυγχρονισμό» εφάρμοσε και ο Κώστας Σημίτης, μολονότι  γνώριζε ότι σε μια κρίσιμη περίοδο τριάντα ετών διαδραματίζονταν όλα αυτά στη χώρα μας και μολονότι ήδη από τον Ιούνιο του 1988 το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο επιβεβαίωσε τον στόχο της σταδιακής υλοποίησης της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ) και ανέθεσε σε μια επιτροπή, υπό την προεδρία του Jacques Delors, τότε προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, να μελετήσει και να προτείνει συγκεκριμένα στάδια που θα οδηγούσαν στην  ένωση αυτή.:
Τα αίτια της εφιαλτικής αύξησης του δημόσιου χρέους
Μετά τη συνοπτική αυτή πρώτη περιγραφή της εφιαλτικής πορείας της ελληνικής οικονομίας τις τελευταίες δεκαετίες, θα παρουσιάσω όσο το δυνατόν επιγραμματικά το χρονικό των διαχρονικών εξελίξεων κατά κυριότερους τομείς και, φυσικά, τα αίτια που διέγραφαν με μαθηματική ακρίβεια την πορεία προς τη χρεοκοπία της ελληνικής οικονομίας. Κι άρξομαι του δημόσιου χρέους, το οποίο θα φάει το έθνος αν το  έθνος δεν φάει το χρέος,  όπως έλεγε ο Ανδρέας Παπανδρέου, αλλά έκανε το αντίθετο!
Είναι αλήθεια ότι την  ευθύνη της υλοποίησης της επιλογής (υποστηριζόταν από την πλειοψηφία του ελληνικού πολιτικού συστήματος) της ένταξης της Ελλάδος  στην Οικονομική και Νομισματική ΄Ένωση (ΟΝΕ) έλαχε να αναλάβει εξολοκλήρου το ΠΑΣΟΚ καθώς τα επτά πρώτα (από τα δέκα) χρόνια της δεύτερης περιόδου διακυβέρνησης της χώρας (1994-2000) συνέπεσαν με την προετοιμασία για την κρίσιμη  αξιολόγηση κατά το 1999 και το 2000. Υπενθυμίζω ότι η έναρξη της δεύτερης περιόδου διακυβέρνησης της χώρας από τον Ανδρέα Παπανδρέου συνέπεσε  με την έναρξη του δεύτερου σταδίου της πορείας προς την ένωση αυτή και, κυρίως, με την έναρξη της εφαρμογής από την 1η Νοεμβρίου 1993 της Συνθήκης του Μάαστριχτ,  η οποία   καθιέρωσε μερικά βασικά κριτήρια   που αποσκοπούσαν, όπως προανέφερα,  στην εξασφάλιση σύγκλισης και σταθερότητας της οικονομικής και δημοσιονομικής  κατάστασης των κρατών – μελών της, όπως: σταθερότητα των τιμών (ο χαμηλότερος  πληθωρισμός δεν μπορεί να υπερβαίνει περισσότερο από 1,5 εκατοστιαίες μονάδες τον μέσο όρο των τριών κρατών μελών με τα σταθερότερα επίπεδα τιμών), σταθερότητα των δημόσιων οικονομικών (το δημόσιο χρέος δεν μπορεί να υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ και το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού το 3% του ΑΕΠ) και άλλα. Τα πρώτα τρία χρόνια (1994-1996) την ευθύνη είχε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ υπό τον Ανδρέα Παπανδρέου και τα υπόλοιπα τέσσερα πάλι  κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ υπό τον Κώστα Σημίτη, ο οποίος, στη συνέχεια, διαχειρίστηκε την ελληνική οικονομία τα πρώτα τρία χρόνια  εισαγωγής και εφαρμογής του στη χώρα μας του ενιαίου νομίσματος (2001-2003).
 Όλες αυτές οι διαπιστώσεις προκύπτουν από το εξεταστικό καλειδοσκόπιο των στοιχείων των παρατιθέμενων πινάκων, οι οποίοι καταρτίστηκαν ύστερα από επίμονη επεξεργασία επίσημων πηγών των τελευταίων 60 ετών και από τους οποίους μερικοί περιλαμβάνονται στα 13 προηγούμενα οικονομικά βιβλία μου.. Ειδικότερα, από το καλειδοσκόπιο αυτό προκύπτουν οι ακόλουθες κυριότερες διαπιστώσεις:
Πρώτον, δύο μεγάλα κόμματα που απετέλεσαν τον κυρίαρχο δικομματισμό κυρίως μετά τη μεταπολίτευση συνέβαλαν στη διαμόρφωση του δημόσιου χρέους μετά το 1975 κατά 383,6 δις. ευρώ ή κατά 95,5%!!!
Δεύτερον, από τα δύο αυτά κόμματα, η Νέα Δημοκρατία συνέβαλε (μαζί με τη συγκυβέρνηση της περιόδου 2012-2014 με πρωθυπουργό τον Αντώνη Σαμαρά και τη συμμετοχή στις κυβερνήσεις Τζανετάκη και Ζολώτα) κατά 189,7 δις. ευρώ ή κατά 47,2%, ενώ το ΠΑΣΟΚ κατά 193,9 δις. ευρώ ή κατά 48,6%! Δηλαδή, το ΠΑΣΟΚ με 22 χρόνια στην κυβέρνηση είναι το κόμμα που «φούσκωσε» περισσότερο το χρέος, με δεύτερη (με μικρή διαφορά) τη Νέα Δημοκρατία με 21 χρόνια στην κυβέρνηση. Όμως, με βάση την ανά έτος επιβάρυνση του ελληνικού λαού, η Νέα Δημοκρατία έρχεται πρώτη με 9 δις. ευρώ, με  δεύτερο το ΠΑΣΟΚ με 8,8 δις. ευρώ και τρίτη η Οικουμενική κυβέρνηση Ζολώτα με 8,4 δις. ευρώ
Τρίτον, τρεις «οικογένειες» με τρεις αντίστοιχους πρωθυπουργούς συνέβαλαν στην αύξηση του δημόσιου χρέους κατά 290,6 δις. ευρώ ή κατά 72,3%. Πρώτη οικογένεια σε επιβάρυνση είναι η οικογένεια Καραμανλή  (Κωνσταντίνος Καραμανλής και Κώστας Καραμανλής ιδιαίτερα)  με 132,3 δις. ευρώ ή 32,9%, δεύτερη η οικογένεια Παπανδρέου (Ανδρέας Παπανδρέου και Γιώργος Παπανδρέου) με 112,4 δις. ευρώ ή κατά 28% και τρίτη η οικογένεια Μητσοτάκη (Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και Κυριάκος Μητσοτάκης έως σήμερα!) με 45,9 δις. ευρώ ή κατά 11,4%.
Προσθήκη άλλων 27 δισ. ευρώ στο χρέος κατά την τετραετία (1997-2000) από τον Κώστα Σημίτη!

Κι ενώ, λοιπόν, το βασικό κριτήριο ένταξης στην ΟΝΕ κατά την αξιολόγηση του 1999  ήταν η συρρίκνωση του χρέους στο 60% του ΑΕΠ, γινόταν το αντίθετο και ως ποσοστό του ΑΕΠ και σε δισ. ευρώ. Έτσι, κατά την πρώτη τριετία (1994-1996)  της δεύτερης  διακυβέρνησης της χώρας από το ΠΑΣΟΚ και τον Ανδρέα Παπανδρέου, το χρέος, όπως προκύπτει από τον αντίστοιχο  πίνακα, αυξήθηκε κατά 37,3 δισ. ευρώ ή κατά 1,2 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 1993 (από 60,5 δισ. ευρώ στα 97,8 δισ. ευρώ ή από 110,1% του ΑΕΠ σε 111,3% του ΑΕΠ), ενώ έπρεπε να είχε μειωθεί κατά 9,9 ποσοστιαίες μονάδες ή στο 100,2% του ΑΕΠ ή στα 88 δισ. ευρώ!
Δυστυχώς, η ίδια και εντονότερη απογοήτευση προκύπτει και από τη διαχείριση της οικονομίας λίγο πριν από την αξιολόγησή της με βάση τα κριτήρια του Μάαστριχτ το 1999.  Δηλαδή, κατά την περίοδο αυτή (1997-2000) ο Κώστας Σημίτης πρόσθεσε στο ήδη υψηλό χρέος άλλα 27 δισ. ευρώ, μολονότι, όπως προαναφέρθηκε και επιμόνως επεσήμαινε η Τράπεζα της Ελλάδος στις ετήσιες εκθέσεις της ήδη από το 1993, το ελληνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον ήταν προκλητικότατα ευνοϊκό για δραστική μείωσή του και όχι αύξησή του! Διότι, όλοι οι παράγοντες που συμβάλλουν στη σημαντική μεταβολή του χρέους ήταν πάλι  ευνοϊκότατοι, όπως το υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα, η υψηλή αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ, τα υψηλά σχετικά έσοδα από αποκρατικοποιήσεις και το σχετικά χαμηλό κόστος δανεισμού. Συγκεκριμένα:
Το πρωτογενές πλεόνασμα κατά την περίοδο 1997 – 2003 είχε διαμορφωθεί το 1996 έως το 2000 σε υψηλά επίπεδα και κυμαινόταν μεταξύ 2,9% του ΑΕΠ και 6% του ΑΕΠ.
Σε υψηλά επίπεδα ανέρχονταν και οι ρυθμοί αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ κατά την ίδια περίοδο, αφού κυμαίνονταν μεταξύ 6,5% και 10,7%!
Το κόστος δανεισμού από το 1996 άρχισε να συρρικνώνεται συνεχώς και από 10,% του ΑΕΠ μειώθηκε σταδιακά στο 5%.
Τα έσοδα από αποκρατικοποιήσεις ανήλθαν την περίοδο 1996 – 2000 σε πάνω από 10 δισ. ευρώ.

Παρά τις προκλητικά αυτές ευνοϊκές οικονομικές συνθήκες, ο Κώστας  Σημίτης, ως πρωθυπουργός, αύξησε το χρέος κατά την κρίσιμη αυτή τετραετία κατά 27,3 δισ. ευρώ ή κατά 2,7 ποσοστιαίες μονάδες, αντί μείωσής του κατά 21 ποσοστιαίες μονάδες ή κατά 22 δισ. ευρώ!  Δηλαδή συνολικά το χρέος θα διαμορφωνόταν   το 2000 στο … 66% του ΑΕΠ ή στα 68 δισ. ευρώ,  αν λειτουργούσε σωστά η ελληνική οικονομία και δεν απορροφούσε (κατά 21 ποσοστιαίες μονάδες) όλη  τη μείωση που προκάλεσαν τα πρωτογενή πλεονάσματα και τα χαμηλά επιτόκια. Δηλαδή, το χρέος, αν είχε ξορκιστεί η κατάρα της σπατάλης των θυσιών αυτών με συντήρηση πολυπληθών ζημιογόνων δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών, θα είχε διαμορφωθεί σε επίπεδα πλησίον του αντίστοιχου κριτηρίου του Μάαστριχτ και σαφώς σε χαμηλότερα από τον τότε μέσον όρο στην Ευρωπαϊκή ΄Ενωση!

Καταπέλτης η έκθεση  της Ελλάδος !

Κι αυτά δεν τα λέει η ταπεινότητά μου. Τα επισημαίνει συνεχώς επί δεκαετίες η Τράπεζα της Ελλάδος, σε όλες σχεδόν τις εκθέσεις της με  ανάλυση των μεταβολών του δημόσιου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ καθώς και τους παράγοντες που συμβάλλουν στις μεταβολές αυτές, η οποία είναι καταπέλτης για τη σπατάλη και την εγκληματική διαχείριση των εθνικών κεφαλαίων.
Συγκεκριμένα, από τον πίνακα, ο οποίος δημοσιεύεται στην έκθεση του διοικητή για το 2004 (σελίδα  50) και στον οποίο στηρίζονται και τα στοιχεία των δικών μου εκτιμήσεων, προκύπτει  ότι οι συντήρηση ζημιογόνων δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών, η ανάληψη χρεών και οι παχυλές μεταβιβάσεις ενίσχυαν την  αύξηση του δημόσιου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ και σε απόλυτους αριθμούς ή εξανέμιζαν τη μειωτική συμβολή των άλλων παραγόντων που προαναφέρθηκαν.

Το ιλαροτραγικό χρονικό της “γύμνιας” μετά το 2001


Από τη μνημειώδη έκδοση της Τράπεζας της Ελλάδος υπό τον τίτλο “Το Χρονικό της Μεγάλης Κρίσης, 2008-2013” καθώς και από τα βιβλία μου που είχαν προηγηθεί υπό τους τίτλους “Η Μεγάλη Φούσκα του Εκσυγχρονισμού του Κώστα Σημίτη (Εκδόσεις Παπαζήση, 2004) και “Το πολιτικό δράμα της Ελλάδος, 1981-2005” (Εκδόσεις Παπαζήση), το οποίο γράφτηκε και κυκλοφόρησε το 2005, με  πρόλογο του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, όταν διαπίστωσα ότι και μετά τις εκλογές του Μαρτίου του 2004 και η νέα τότε κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας συνέχισε να κάνει τα ίδια και χειρότερα, προκύπτει ότι τα εγκλήματα σε βάρος του κύρους της χώρας και του λαού πληθύνονταν. Αυτά τα εγκλήματα κορυφώθηκαν και αποκαλύφτηκαν από τη δεινή διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και του 2009, με τους εναγείς όχι μόνο να μην τιμωρούνται, αλλά και να δοξάζονται κιόλας και να χειροκροτούνται σε όλες τις εκλογικές  παρελάσεις, όπως ο άφρων βασιλιάς στο γνωστό διδακτικό  παραμύθι του  Χάνς Κρίστιαν Άντερσεν  υπό τον τίτλο “Τα καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα”.


«Δημιουργική Λογιστική»: Η Ευρώπη την  είχε … «τούμπανο»!
Είναι αλήθεια ότι για τα στοιχεία που στέλνονταν το 1999 στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την Eurostat ως αναγκαία κριτήρια για την ένταξη της Ελλάδος στην Ευρωζώνη από το 2001 υπήρχαν αμφιβολίες ή υποψίες για «δημιουργική λογιστική», αλλά ουδέποτε έγιναν εκ των υστέρων  αναθεωρήσεις των στοιχείων. Απλώς αναφέρω όμως ότι για την ένταξη στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) ήταν αρκετή η … ικανοποίηση του κριτηρίου του Μάαστριχτ για τον πληθωρισμό μόνο για … δύο μήνες του 1999 (Αύγουστος: 2% ακριβώς και Σεπτέμβριος: 2% ακριβώς!!!).  Σε όλους τους προηγούμενους και τους επόμενους μήνες του 1999 το κριτήριο αυτό το Μάαστριχτ για τον πληθωρισμό (κάτω από το 2%) όχι μόνο δεν ικανοποιούνταν, αλλά στη συνέχεια κάλπαζε προς το … 3%. Το ίδιο μπορεί να λεχθεί και για το δημόσιο έλλειμμα. Μετά το -4% του ΑΕΠ το 1997, το 1998 και το 1999 διαμορφώθηκε στο 2,2% του ΑΕΠ και στο 1,8% του ΑΕΠ αντίστοιχα, αλλά στη συνέχεια άρχισε να καλπάζει ξανά πάνω από το 4% για να φτάσει το 2004 στο 7,4%!! Υπενθυμίζεται ότι το κριτήριο του Μάαστριχτ για το δημόσιο έλλειμμα ήταν κάτω από το 3%! Όσον αφορά στο δημόσιο χρέος, το κριτήριο αυτό (κάτω από το 60% του ΑΕΠ!) δεν ελήφθη … καθόλου υπόψη. Απλώς για την ιστορία αναφέρω ότι το 1999 το δημόσιο χρέος βρισκόταν στο επίπεδο του 104,6% του ΑΕΠ και σε όλα τα επόμενα χρόνια (μετά την ένταξη στην ευρωζώνη βρισκόταν μονίμως σε επίπεδα πάνω από 106% του ΑΕΠ. Επίσης, υπενθυμίζω ότι η «Απογραφή» που έκανε η τότε, νέα, κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας καθώς κι εκείνη που έκανε στη συνέχεια η νέα κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ μετά τις εκλογές της 4ης Οκτωβρίου 2009  απλώς αποκάλυπταν το συνεχιζόμενο πολιτικό και οικονομικό δράμα της χώρας μας και, το κυριότερο, την αναξιοπιστία της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την Eurostat. Σημειώνεται ότι η αναξιοπιστία της χώρας μας είχε γίνει «βούκινο» στην Eurostat ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 με τα στοιχεία που αποστέλλονταν με βάση την περιβόητη «Δημιουργική Λογιστική»!

 Όμως, τον Δεκέμβριο του 2004 ο Κώστας Σημίτης, πρώην πια πρωθυπουργός, πήγε γυρεύοντας, όπως η γίδα που πήγε να ξυθεί στη γκλίτσα του τσοπάνη, και το θέμα αυτό πήρε  φανερά πια άσχημες διαστάσεις για το κύρος της χώρας μας.  Τότε και, συγκεκριμένα, στις  21 Δεκεμβρίου 2004  στην εφημερίδα «Φαϊνάνσιαλ Τάϊμς»   δημοσιεύθηκε άρθρο του Κώστα Σημίτη υπό τον τίτλο «Η αναθεώρηση του ελληνικού ελλείμματος έβλαψε την Ευρώπη», στην οποία επισημαινόταν ότι η αναθεώρηση των ελληνικών δημοσιονομικών στοιχείων οφείλεται στην αναδρομική εφαρμογή νέων κανόνων. Στις 28 Δεκεμβρίου 2004 δημοσιεύτηκε στην ίδια εφημερίδα επιστολή – απάντηση του τότε διευθυντή της Eurostat Γκίντερ Χανράϊχ, με την οποία διαψεύδονταν όλοι οι σχετικοί ισχυρισμοί του Κώστα Σημίτη!  Ο Χάνραϊχ διαψεύδει τον Κώστα Σημίτη υπογραμμίζοντας ότι η κυβέρνησή του παρουσίαζε ψευδή στοιχεία για τις αμυντικές δαπάνες, τα έσοδα των ασφαλιστικών ταμείων και τους κεφαλαιοποιημένους τόκους από κρατικά ομόλογα. Η επιστολή του Γκίντερ Χανράϊχ έχει ως εξής:
«Κύριε διευθυντά,
Διάβασα με ενδιαφέρον στις 21 Δεκεμβρίου 2004 το άρθρο «Η αναθεώρηση του ελληνικού ελλείμματος έβλαψε την Ευρώπη» του τέως πρωθυπουργού της Ελλάδος Κώστα Σημίτη. Η Eurostat συμφωνεί με τον κ. Σημίτη ότι χρειάζεται να βελτιωθεί η επίβλεψη των λογιστικών στοιχείων των εθνικών Κυβερνήσεων. Η Eurostat συμφωνεί, επίσης, ότι το δημόσιο χρέος και τα στοιχεία περί του ελλείμματος πρέπει να μην επηρεάζονται από τον κύκλο των πολιτικών γεγονότων.
Ωστόσο, η Eurostat δεν μπορεί να συμφωνήσει με ορισμένους άλλους ισχυρισμούς του κ. Σημίτη, ειδικότερα ότι η αναθεώρηση των ελληνικών στοιχείων οφείλεται στην αναδρομική εφαρμογή νέων κανόνων. Τα ζητήματα αυτά έχουν καλυφθεί λεπτομερώς από την Έκθεση που παρουσίασε η Eurostat στην Κομισιόν (Ευρωπαϊκή Επιτροπή) την 1η Δεκεμβρίου 2004 και στο Ecofin στις 7 Δεκεμβρίου 2004. Η Έκθεση αυτή είναι διαθέσιμη στην ιστοσελίδα της Eurostat. Μεταξύ των άλλων, η Έκθεση δείχνει ότι οι ελληνικές αρχές είχαν σαφώς υποτιμήσει στις αναφορές τους τις αμυντικές δαπάνες, ανεξάρτητα από τον τρόπο καταγραφής τους, είχαν υπερτιμηθεί τα έσοδα των ασφαλιστικών ταμείων και υπολόγιζαν λανθασμένα τους κεφαλαιοποιημένους τόκους από τα κρατικά ομόλογα.
Η Eurostat διαπίστωσε ότι παρά τις διαβεβαιώσεις των ελληνικών αρχών ότι θα εφαρμόσουν τους κατάλληλους λογιστικούς κανόνες, αυτό δεν συνέβαινε πάντοτε σωστά. Η αναφορά, επίσης, καταδεικνύει ότι, παρά τις ανησυχίες που είχε κατ’  επανάληψη εκφράσει δημοσίως η Eurostat , οι πληροφορίες που παρείχαν οι ελληνικές αρχές δεν επέτρεπαν να καταλήξει στα σωστά μεγέθη του ελληνικού ελλείμματος.
Προκειμένου να αποφευχθούν αντίστοιχα προβλήματα στο μέλλον, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έλαβε σειρά από πρωτοβουλίες. Η Κομισιόν υιοθέτησε στις 22 Δεκεμβρίου 2004 αναφορά προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, προτείνοντας σειρά μέτρων, όπως: η ενίσχυση των αρμοδιοτήτων της Eurostat στην παρακολούθηση και την εξονυχιστική εξέταση των δημοσιονομικών δεδομένων, η ενίσχυση του προσωπικού και των οικονομικών μέσων της Eurostat, ώστε να διευκολυνθεί η επιτόπια επαλήθευση των δεδομένων που παρέχουν τα κράτη – μέλη, και η εξασφάλιση ελάχιστων προδιαγραφών ανεξαρτησίας και ακεραιότητας των στατιστικών υπηρεσιών.
Άπαξ και εφαρμοσθούν, τα στοιχεία αυτά θα ενισχύσουν σημαντικά την αξιοπιστία των στοιχείων ως προς το δημόσιο χρέος και το δημοσιονομικό έλλειμμα».   
Συνέχεια με παρόμοιο άρθρο του Κώστα Σημίτη και στην εφημερίδα ««Le Monde»
Επίσης, λίγα χρόνια αργότερα τον Ιανουάριο του 2012, ο Κώστας Σημίτης επανέλαβε τους ίδιους ισχυρισμούς με εκείνους σε άρθρο του στην εφημερίδα «Φαϊνάνσιαλ Τάϊμς» το 2004 και στην εφημερίδα «Le Monde», προσπαθώντας να  δώσει απάντηση στις κατηγορίες περί εξαπάτησης των Βρυξελλών από την Ελλάδα για την είσοδο στην Ευρωζώνη. Στο άρθρο αυτό ο Κώστας Σημίτης υποστήριζε ότι είναι αβάσιμες οι δηλώσεις του τότε  Γάλλου προέδρου Νικολά Σαρκοζί, περί των αλλοιωμένων στοιχείων της Ελλάδος, προκειμένου να ενταχθεί στην ΟΝΕ.
 «Η Ελλάδα εντάχθηκε στην Ευρωζώνη με βάση την αξιολόγηση των στοιχείων του 1999. Το 2004 η νέα κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας προχώρησε σε αναδρομική μετατροπή των κανόνων λογιστικής εγγραφής των αμυντικών δαπανών», τόνιζε, εξηγώντας ότι με αυτόν τον τρόπο τα κονδύλια που διατέθηκαν για οπλικά συστήματα που παρελήφθησαν το 2004 μεταφέρθηκαν στον προϋπολογισμό προηγούμενης περιόδου κατά την οποία παραγγέλθηκαν.
 «Έχει καταγγελθεί επανειλημμένως αυτή η απάτη που βασίστηκε σε πολιτικά κίνητρα», σημείωνε αναφορικά με τις αποφάσεις της κυβέρνησης του Κώστα Καραμανλή μετά το 2004. Πρόσθετε μάλιστα ότι «το έλλειμμα της Γαλλίας κατά την είσοδο στην ΟΝΕ το 1997 ήταν μεγαλύτερο από της Ελλάδας» καθώς ξεπερνούσε το 3,3% του ΑΕΠ και συνεπώς τις απαιτήσεις του Μάαστριχτ. «Ας ελπίσουμε ότι οι ενστάσεις για τα στατιστικά στοιχεία θα δώσουν τη θέση τους σε πιο ώριμες σκέψεις», κατέληξε ο Κώστας Σημίτης. Δηλαδή, και με το άρθρο αυτό ο Κώστας Σημίτης  υπεραμυνόταν της αξιοπιστίας των στοιχείων που έστελναν οι κυβερνήσεις του στην Eurostat.  
Διάψευση Κώστα Σημίτη και από τον Ευρωπαίο επίτροπο ¨Ολι Ρεν!
Αλλά, μετά τον γενικό διευθυντή της Eurostat κ.  Γκίντερ Χανραϊχ και τον Γάλλο πρόεδρο Νικολά Σαρκοζί και ο τότε  Ευρωπαίος επίτροπος υποστήριζε ότι η Ελλάδα μπήκε το 2001 στην Ευρωζώνη με ψευδή στοιχεία, συντρίβοντας αντίθετους ισχυρισμούς του πρώην Έλληνα πρωθυπουργού που προκλητικά παρουσιάζει σε άρθρα του στο διεθνή Τύπο και δικαιώνοντας τα δικά μας αδιάψευστα στοιχεία Συγκεκριμένα, τον Ιανουάριο του 2012 ο τότε Ευρωπαίος επίτροπο   Όλι Ρεν σε συνέντευξή του στο BBC τόνισε ότι η Ελλάδα μπήκε το 2001 στην Ευρωζώνη με ψευδή στοιχεία. Στην ερώτηση, συγκεκριμένα, εάν η Ελλάδα θα πρέπει να βρίσκεται στην Ευρωζώνη, ο Ευρωπαίος επίτροπος απάντησε ότι η Ελλάδα δεν αποκάλυψε την αλήθεια για τα στοιχεία της το 2001 όταν έγινε δεκτή σε αυτήν!
Σημειώνεται  ότι η δεύτερη επιτήρηση της ελληνικής οικονομίας από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή έγινε το 2004, όταν, ύστερα από την «Απογραφή» και τις αλλεπάλληλες αναθεωρήσεις των δημοσιονομικών στοιχείων, διαπιστώθηκε ότι η απελθούσα κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ άφησε έλλειμμα 7,8% του ΑΕΠ για το 2003, έναντι 1% ή 2% που είχε προβλέψει ή καταθέσει (και η οικονομική ιστορία επαναλαμβάνεται ως … τραγωδία)! Αλλά, παρόμοιες συστάσεις και εκθέσεις – καταπέλτες είχαν απευθυνθεί στη χώρα μας και πολύ πριν από την πρώτη επιτήρηση το 1994.
Συνεχείς αναθεωρήσεις  μετά το 1994
Απλώς, υπενθυμίζω  ότι η Eurostat είχε επιχειρήσει απογραφή της πραγματικής κατάστασης της ελληνικής οικονομίας από τον Ιούνιο του 2002, δηλαδή επί κυβέρνησης Σημίτη. Έως τον Ιούνιο του 2002, όταν παρενέβη η Eurostat και αναθεώρησε βασικά δημοσιονομικά μεγέθη, τα στοιχεία αυτά παρουσιάζονταν, μετά το 1999, ωραιοποιημένα και στις Εκθέσεις της Τράπεζας της Ελλάδος. Μόνο μετά την παρέμβαση της Eurostat, η Τράπεζα της Ελλάδος δημοσίευε στις ετήσιες και εξαμηνιαίες εκθέσεις της τα αναθεωρημένα στοιχεία.
«Οι μεγαλύτερες αναθεωρήσεις του χρέους, τονίζει στην έκθεσή της η Τράπεζα της Ελλάδος, αφορούν τα έτη 2000 (3,6 εκατ. μονάδες) και, ιδιαίτερα, το 2001 (7,6 εκατ. μονάδες), λόγω της έκδοσης νέων μορφών χρηματοοικονομικών προϊόντων (π.χ. τιτλοποίηση μελλοντικών εσόδων, έκδοση προμετόχων κ.λπ), τα οποία, σύμφωνα με τους ισχύοντες κανονισμούς της Eurostat, δεν περιλαμβάνονταν αρχικά στο χρέος».
 Σημειώνεται ότι το Φεβρουάριο του 2003, δηλαδή επί κυβέρνησης Σημίτη, υπήρξε και νέα αναθεώρηση στοιχείων, τα οποία απεστάλησαν στην Eurostat στο πλαίσιο της «Διαδικασίας του  Υπερβολικού Ελλείμματος».
Στη συνέχεια παραθέτω στοιχεία για την αναξιοπιστία και τις πάμπολλες αναθεωρήσεις στοιχείων του προϋπολογισμού του 2003 και 2004 και των Προγραμμάτων Σταθερότητας, που έκανε η τότε νέα κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, ύστερα από παρεμβάσεις της Eurostat, για να καταδειχθεί η μόνιμη διαπίστωσή μου για το συνεχιζόμενο πολιτικό και οικονομικό δράμα της χώρας μας:
-Η πρώτη υποβολή στοιχείων έγινε στις 27 Φεβρουαρίου 2004, δηλαδή δέκα περίπου ημέρες πριν από τις εκλογές, από την τότε κυβέρνηση Σημίτη, στο πλαίσιο της «Διαδικασίας Υπερβολικού Ελλείμματος» (στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής υποχρεούνται όλες οι χώρες – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης να υποβάλλουν στοιχεία στην Eurostat δύο φορές το χρόνο, δηλαδή την άνοιξη και το φθινόπωρο). Με βάση τα στοιχεία αυτά, γινόταν από την τότε κυβέρνηση η εκτίμηση ότι το έλλειμμα θα διαμορφωνόταν στο 1,7% του ΑΕΠ το 2003 και θα περιοριζόταν στο 1,2% του ΑΕΠ το 2004. Είχαν προηγηθεί οι προβλέψεις της τότε κυβέρνησης Σημίτη για δημόσιο έλλειμμα 2% του ΑΕΠ και η επικαιροποίηση για 1% του ΑΕΠ το 2003. Για το δημόσιο χρέος οι εκτιμήσεις ήταν για 102,4% του ΑΕΠ και στο 97,7% του ΑΕΠ αντίστοιχα. Είχαν προηγηθεί όμως οι προβλέψεις για δημόσιο χρέος 90,5% του ΑΕΠ και η επικαιροποίηση για 94,4% του ΑΕΠ!
-Στη σχετική ανακοίνωση της Eurostat επισημαινόταν ότι «επειδή συνεχίζονται οι συζητήσεις με τις στατιστικές αρχές στην Ελλάδα, κυρίως όσον αφορά το πλεόνασμα των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης, τα γνωστοποιηθέντα στοιχεία για το έλλειμμα και το χρέος πρέπει να θεωρούνται προσωρινά και είναι δυνατόν να αναθεωρηθούν».
- Πράγματι, στις 20 Μαρτίου 2004 η νέα, τότε, κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας υπέβαλε αρχικά αναθεωρημένα προσωρινά στοιχεία. Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, εκτιμάτο ότι το έλλειμμα  το 2003 διαμορφωνόταν στο 2,95% του ΑΕΠ και  προβλεπόταν ότι θα διαμορφωθεί στο 2,9% του ΑΕΠ το 2004, ενώ το δημόσιο χρέος στο 103% του ΑΕΠ και 98,3% του ΑΕΠ αντίστοιχα. Ύστερα από διαβουλεύσεις με την Eurostat, το έλλειμμα αναθεωρήθηκε στο 3,2% του ΑΕΠ για το 2003, ενώ οι άλλες εκτιμήσεις δεν μεταβλήθηκαν. Τα νέα στοιχεία υποβλήθηκαν στις 3 Μαίου 2004 και δημοσιεύθηκαν στις 7 Μαίου 2004 από την Eurostat, η οποία όμως επεσήμαινε ότι «δεν είναι σε θέση να επικυρώσει πλήρως τα στοιχεία του ελλείμματος και του χρέους για το 2003 και ενδεχομένως για προηγούμενα έτη…»
-Στις 31 Αυγούστου 2004 υποβλήθηκαν νέα αναθεωρημένα στοιχεία , τα οποία δόθηκαν στη δημοσιότητα από την ελληνική κυβέρνηση στις 22 Σεπτεμβρίου 2004 και αφορούσαν την περίοδο 2000 – 2004 και επικυρώθηκαν από την Eurostat με ανακοίνωση που εκδόθηκε στις 23 Σεπτεμβρίου 2004. Με βάση τα στοιχεία αυτά, αναθεωρήθηκαν σημαντικά προς τα πάνω τόσο το έλλειμμα όσο και το δημόσιο χρέος για όλα τα έτη της περιόδου 2000 – 2004.
-Τελικά, ύστερα από συστάσεις και συνεχείς αναθεωρήσεις τα στοιχεία για το έλλειμμα και το δημόσιο χρέος διαμορφώθηκαν σε επίπεδα που απέχουν παρασάγγας από εκείνα που έδιναν οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ για την περίοδο 2000 – 2004. Συγκεκριμένα, το δημόσιο έλλειμμα διαμορφώθηκε στο 7,2% του ΑΕΠ το 2003 και στο 7,8% του 2004, ενώ το δημόσιο χρέος στο 109,3% του ΑΕΠ το 2003 και στο 108,5% το 2004.
Αυτή είναι, λοιπόν, η ζοφερή πραγματικότητα, την οποία αποκαλύπτει μετά τις εκλογές η εκάστοτε νέα κυβέρνηση για να συνεχιστούν, με τη δικαιολογία αυτή, η μόνιμη λιτότητα και ο μόνιμος φορομπηχτισμός.


Πίνακας 1: Εξέλιξη δημόσιου χρέους ανά κυβερνήσεις (1961-2021)




Πίνακας 2: Ποιοι  πρωθυπουργοί «φούσκωσαν» το χρέος στα 405,2 δισ. ευρώ!






Πηγή: Επεξεργασία στοιχείων ΕΛΣΤΑΤ, Eurostat
*Η μείωση οφείλεται στο ποσό των 51,8 δις. ευρώ που διατέθηκε για τη μείωση τάχα  του χρέους από το συνολικό ποσό των 140 δις. που εξασφαλίσθηκε από το «κούρεμα»! Δηλαδή, στην πραγματικότητα αυξήθηκε κατά 14,7 δις. ευρώ και χωρίς αυτό το «κούρεμα» το χρέος  θα είχε διαμορφωθεί   στα επίπεδα των 370 περίπου δις. ευρώ και σήμερα στα επίπεδα των  405,2 δις. ευρώ!!!



 

 

Επιστροφή