Μικρά κομμάτια από ιστορία - Η διασπορά των Βλάχων επί Τουρκοκρατίας

Δείτε και άλλα θέματα στην ενότητα:
 Η διασπορά των Βλάχων επί Τουρκοκρατίας

Του ζωγράφου και συγγραφέα  Αστερίου Ν. Τζίμα

Η ιστορία αναφέρει ότι η διασπορά των Ελλήνων Βλάχων κτηνοτρόφων από τα πάτρια εδάφη άρχισε από τα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Με τον καιρό όμως, χάρη στο χρηματικό ποσό που έστελναν κάθε χρόνο στον εκάστοτε Σουλτάνο, τα τουρκοκρατούμενα βλαχοχώρια της Πίνδου είχαν καταφέρει να αποκτήσουν προνόμια και ελευθερία.

Το 1780 όμως, με την άνοδο του Αλή πασά τα πράγματα για τους Βλάχους κτηνοτρόφους και γενικά για όλους τους Έλληνες άλλαξαν προς το χειρότερο. Την περίοδο εκείνη, σύμφωνα με το συγγραφέα και ποιητή Κώστα Κρυστάλλη, που ασχολήθηκε το 1891 με το θέμα αυτό, στη μελέτη του «Οι Βλάχοι της Πίνδου» αναφέρει ότι με την άνοδο του σατράπη Τεπελενλή στο πασαλίκι των Ιωαννίνων, σε σύντομο χρονικό διάστημα τέθηκε υπό την κυριαρχία του όλη η Ήπειρος, η Θεσσαλία και η βορειοδυτική Μακεδονία.

  Από εκείνη τη στιγμή, με τον κατατρεγμό, τη βία, την τρομοκρατία και τον αφανισμό που είχε εξαπολύσει ο αιμοβόρος αυτός τύραννος, το κύμα της διασποράς, μεμονωμένα και ομαδικά, συνεχίστηκε με την ίδια ένταση, ώσπου αυτή κορυφώθηκε παίρνοντας μεγάλες διαστάσεις.

Τα παλιά μεγάλα και μεμονωμένα βλαχοχώρια της Πίνδου, της Ηπείρου καθώς και της Δυτικής Μακεδονίας γενικότερα, όπως το Μέτσοβο, η Μηλιά, η Ντένισκα (Αετομηλίτσα), η Γράμμουστα, το Σιράκο, η Φούρκα, η Σαμαρίνα, η Αβδέλλα, η Σμίξη, το Περιβόλι, η Βοβούσα, οι Καλλαρύτες, τα Άρματα, το Δίστρατο, η Σκούρτζα, η Λάιστα, το Φλάμπουρο, η Τούρια, το Λινοτόπι, η Νικόλιτσα, το Βαθοκούκι, το Λιβάδι, η Σιάτιστα, η Χρούπιστα (Άργος Ορεστικό), η Χλέρνοβα (Φλώρινα), η Γκρέμπενα (Γρεβενά), η Βλάστη, η Κλεισούρα, η Νέβεσκα, (Νυμφαίο), το Πισοδέρι κ. ά., που το καθένα από αυτά, πέρα από την αργυροχρυσοχοΐα, την παραγωγή υφαντών και δερμάτων, την ξυλογλυπτική και τον κλάδο των αγωγιατών που διακινούσαν όλο το εμπόριο με τις μεταφορές, είχε και από 120.000 γιδοπρόβατα, τα οποία τροφοδοτούσαν την αγορά με τα καλύτερα τυροκομικά προϊόντα. Άνθηση στην κτηνοτροφία, στο κυρατζιλίκι και στις οργανωμένες συντεχνίες παρουσίαζαν επίσης και τα βλαχοχώρια στις κλιτύες της Πίνδου, τα γνωστά Ζαγοροχώρια αλλά και στη Βόρεια Ήπειρο (Αυλώνα, Βεράτι) τα χωριά Λάκκα, Νίτσαν, Λάμποβο, η πατρίδα των Ευάγγελου, Κωνσταντίνου και Αθανασίου Ζάππα, Φράσαρι, Αχρίδα, Μπελίστα, Στρούγκα κ.ά., που με τα καραβάνια τους διέσχιζαν για αιώνες όλη τη Βαλκανική Χερσόνησο, για να μεταφέρουν τι αγώγι, το εμπόριο και τον πολιτισμό.

Από τα παραπάνω αναφερόμενα χωριά ξεκίνησε η μεγάλη αιμορραγία και ο ξεριζωμός, που, με τις αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις των κατοίκων της περιοχής, η χιονοστιβάδα μεγάλωνε συνεχώς, με αποτέλεσμα να χάσει ο τόπος τη ζωντάνια του.  Η διασπορά των Βλάχων μεταναστών που ξεκίνησε από την κοιτίδα της Πίνδου, βρήκε πρόσφορο έδαφος στις πλούσιες πόλεις της Αυστρίας, της Ουγγαρίας, της Σερβίας, της Ρουμανίας και της Ρωσίας, όπως στη Βιέννη, στη Βουδαπέστη, στο Βελιγράδι, στο Βουκουρέστι, στην Κωνστάντζα, στο Πλοέστι, στο Γαλάτσι, στο Ιάσιο, στην Οδησσό, στην Τεργέστη κ. α.

Επρόκειτο για έναν μεγάλο, επίπονο και συνεχόμενο ξεριζωμό, που γυρισμό δεν είχε. Όσοι ξενιτεύτηκαν τη μαύρη εκείνη περίοδο, κανείς τους δε γύρισε στη σκλαβωμένη πατρίδα. Σύμφωνα με τον Κώστα Κρυστάλλη, οι περισσότεροι σώθηκαν και προπαντός πλούτισαν, ορισμένοι δε, ως βαθύπλουτοι, απόκτησαν υστεροφημία και τα ονόματά τους έμειναν στην ιστορία ως μεγάλων εθνικών ευεργετών, των οποίων οι δωρεές κοσμούν ακόμη και σήμερα την Αθήνα και τις γενέτειρές τους.

Τα βλάχικα τσελιγκάτα, τα οποία δεν είχαν γεωγραφικό περιορισμό στις μετακινήσεις τους, την περίοδο εκείνη είχαν μπει κι εκείνα στο μάτι του κυκλώνα.  Μπροστά στην αρβανίτικη λαίλαπα και στον κίνδυνο του χαλασμού και του αφανισμού από προσώπου γης, για να σωθούν, τραβούσαν ομαδικά προς ανατολάς, επάνω στα χνάρια προηγούμενων τσελιγκάτων, που από τις αλλεπάλληλες αρβανίτικες επιδρομές είχαν μεταναστεύσει σε άλλα μακρινά πασαλίκια της υπόδουλης ελληνικής γης, αφήνοντας πίσω τους τις εστίες τους, την πατρογονική τους γη, τα ιερά και τα όσιά τους.

Το 1820 πραγματοποιείται η μεγαλύτερη έξοδος που έχει καταγραφεί στα ιστορικά χρονικά, όταν τα μεγάλα και οργανωμένα τσελιγκάτα της Αβδέλλας και ένα μέρος της Σαμαρίνας, της Σμίξης και του Περιβολιού, περίπου 200 φαλκάρια - φαμίλιες (οικογένειες) ξεριζώνονται και μεταναστεύουν ομαδικά με τα κοπάδια τους και τα άλλα υπάρχοντά τους στην Ανατολική Μακεδονία.

Οι ίδιοι αυτοί μετανάστες, σύμφωνα με τις ιστορικές διηγήσεις τους, μετά από δώδεκα χρόνια αναζήτησης στην Ανατολική και Κεντρική Μακεδονία, κατέληξαν το 1832 στα βουνά του Βερμίου, όπου η πλειοψηφία με ταγό τον Γιώργη Μπαντραλέξη δημιουργούν το σημερινό Σέλι (Κάτω Βέρμιο) και οι υπόλοιποι κατοίκησαν στον παλιό οικισμό της Ντόλιανης (Κουμαριά) και στο κατεστραμμένο Ξηρολίβαδο.
Συνέχεια το επόμενο
Σαββατοκύριακο


    Εκείνοι που έχουν ασχοληθεί με τη νεοτέρα ελληνική ιστορία, έχουν επισημάνει και καταγράψει τις ιστορικές αδικίες που έχουν διαπράξει οι Μεγάλες Δυνάμεις εις βάρος της Ελλάδος μετά τους Βαλκανικούς πολέμους και την απελευθέρωση από τους Τούρκους το 1912-3. Ο Ελληνισμός των βορείων ελληνικών περιοχών πάγωσε, όταν διαπίστωσε ότι τα μέρη τους έμειναν έξω από τα ελληνικά σύνορα.

Η ιστορία αναφέρει ότι η Οθωμανική αυτοκρατορία με την κυριαρχία της σε όλη τη Βαλκανική Χερσόνησο βρήκε στα ελληνικά αυτά εδάφη τις ελληνικές τάξεις να επιδίδονται με ζήλο και υπεροχή σε όλους τους τομείς. Η αστική τάξη που δημιουργήθηκε από αιώνες στις βόρειες Βαλκανικές πόλεις και κοινότητες, υπήρξε ο φορέας των φιλελεύθερων ιδεών, ο οποίος αργότερα με την απελευθέρωση διαψεύστηκε στους εθνικούς πόθους.  Στα Βαλκάνια, επί Τουρκοκρατίας, για αιώνες, τα Ελληνικά ήταν η κυρίαρχη γλώσσα, ήταν η γλώσσα του εμπορίου, που οι άνθρωποι στα αλισβερίσια τους την μεταχειρίζονταν περισσότερο. Κοντολογίς, οι κοινωνικά και οικονομικά καταξιωμένοι μιλούσαν Ελληνικά.

Αποτελεί εθνική ανάγκη λοιπόν η έρευνα του παρελθόντος, η έρευνα της ιστορίας των προγόνων μας, όπως ήταν του βλάχικου Ελληνισμού της Ηπείρου και της βορειοδυτικής και Ανατολικής Μακεδονίας. Οι Ηπειρώτες  και οι Μακεδόνες Έλληνες και γενικότερα ο Ελληνισμός της νοτιοανατολικής Χερσονήσου των Βαλκανίων ανέπτυξαν στα τουρκοκρατούμενα χρόνια μια πολιτιστική δραστηριότητα τόσο ζηλευτή, που δεν άφησε μέσα στις ελληνικές πόλεις και στα χωριά να υποδουλωθεί το ελληνικό πνεύμα. Ο ελληνικός πνευματικός πολιτισμός, χωρίς να εξαφανισθεί, άντεξε και ανέπτυξε με έναν θαυμάσιο τρόπο τις δικές του συνήθειες, οι οποίες στα επόμενα χρόνια κυριάρχησαν και επιβλήθηκαν.  

Χωρίς να μεταπηδήσουμε από τους αρχαίους ελληνιστικούς  στους ρωμαϊκούς και βυζαντινούς χρόνους, θα σταθούμε στα τετρακόσια περίπου χρόνια της τουρκοκρατούμενης εποχής, όπου ο Ελληνισμός αναδείχτηκε νικητής σε όλες τις πολιτιστικές εκδηλώσεις.  Δεν ήταν συνεπώς δυνατόν να αγνοηθεί η ιστορία των προγόνων μας βλαχόφωνων Ελλήνων, που κληροδότησαν τον πολιτισμό τους και τις δωρεές τους σαν παρακαταθήκη για την μελλοντική πορεία του Έθνους μας.
    Πόλεις και οικισμοί με ψυχή και Ελληνισμό, όλα τα χρόνια αγωνίζονταν κατά της τουρκικής κατοχής, για να αποκτήσουν την ανεξαρτησία τους.  Στάθηκαν όμως άτυχοι, διότι με την απελευθέρωση, ενώ περίμεναν να έχουν την ίδια πατρίδα με τους Έλληνες αδελφούς, από κακή τους τύχη ένα γεωγραφικό τμήμα με την συνθήκη του Βουκουρεστίου, στις 29 Ιουλίου του 1913, βρέθηκαν εκτός ελλαδικού χώρου! Στις χαμένες αυτές πατρίδες που ήκμαζαν σε όλους του τομείς, οι κάτοικοι δεν αισθάνθηκαν τη χαρά της ελευθερίας!  Παρέμειναν μετέωροι, μιαν ανάσα μακριά από την αγκαλιά της μάνας Ελλάδας, χωρίς πατρίδα, χωρίς περιουσία, πονεμένοι, πικραμένοι, κατατρεγμένοι και απροστάτευτοι.

    Οι ολόλαμπρες αυτές ελληνικές παροικίες, οι αλλοτινές πατρίδες μας που βρέθηκαν άθελα αποκομμένες και ξεχασμένες εκτός ελληνικών συνόρων, θα έρθουν στη θύμηση όλων των πατριωτών, αρχίζοντας από το βόρειο τμήμα της βορειοανατολικής Μακεδονίας. Το Μελένικο, (Μέλεν) η ονομαστή τουριστική σήμερα όμορφη μικρή πόλη, με την αξιοζήλευτη λαϊκή μακεδονίτικη αρχιτεκτονική και το αξιόλογο πολιτιστικό κέντρο του Ελληνισμού, απέχει σήμερα λίγα χιλιόμετρα από το μεθοριακό σταθμό του Προμαχώνα Σερρών. Η Στρώμνιτσα, ένα από τα ισχυρότερα προπύργια του Ελληνισμού, παραμένει σήμερα ξεχασμένη.  Το Πετρίτσι, το ξακουστό βλάχικο κεφαλοχώρι, που ξεριζώθηκε ο Ελληνισμός του συθέμελα.

     Το Μοναστήρι, η σημερινή Μπίτολα, η πρωτεύουσα της Πελαγονίας, όπου οι Έλληνες και οι Βλάχοι αποτελούσαν την πολυπληθέστερη κοινότητα και το δεύτερο εμπορικό κέντρο της Μακεδονίας μετά τη Θεσσαλονίκη.  

Το Μεγάροβο, μια σημαντική κοινότητα του Μοναστηρίου, ένα μεγάλο βλαχοχώρι της περιοχής, με μεγάλη προσφορά στις τέχνες. Το Κρούσοβο, η ελληνική βλαχόφωνη πόλη, η ακρόπολις του Ελληνισμού και το κέντρο της αργυροχρυσοχοΐας. Η ελληνική παροικία των Σκοπίων και ο ελληνικός εθνικός σύλλογος του Κοσσυφοπεδίου.  Η Κορυτσά, η ελληνική βλαχόφωνη πόλη της Ηπείρου και της Δυτικής Μακεδονίας, που κουβαλά την τργική μοίρα του Ελληνισμού.  Η Μοσχόπολις (Βοσκοπόεα), η ιερή βλαχόπολις, η Αθήνα της Τουρκοκρατίας, όπου οι κάτοικοί της από την τρομερή καταστροφή σκόρπισαν στις πόλεις των Βαλκανίων και της Ευρώπης, η πλούσια πόλη της Ηπείρου που εξαφανίστηκε από το πρόσωπο της γης.  

Το Αργυρόκαστρο, η πρωτεύουσα της αλύτρωτης Βορείου Ηπείρου, η εθνική πληγή και ο καημός της Ελλάδος, που οι Έλληνες της πόλης αυτής άντεξαν τον τούρκικο και αλβανικό ζυγό, όσο κανείς άλλος. Οι Άγιοι Σαράντα, η ανθηρή πόλις του Ελληνισμού με τα πολλά βλαχόφωνα χωριά της περιοχής και το λιμάνι της δυτικής Ηπείρου.  Η Χειμάρα, η βορειότερη έπαλξη της Βορείου Ηπείρου και το βορειότερο λιμάνι του Ιονίου πελάγους, με συγκλονιστική δράση και η πατρίδα του ολυμπιονίκη Πύρρου Δήμα, η Βέλισων (το Τίτο Βέλες), η ελληνορθόδοξη κοινότητα και η βορειότερη εστία του Μακεδονικού Ελληνισμού, όπου το βασικό πληθυσμιακό στοιχείο ήταν οι Βλάχοι της Μοσχόπολης και του Κρούσοβου. Οι ελληνικές ισχυρές παροικίες της Σερβίας και οι ελληνικές ισχυρές μεγάλες κοινότητες της Βιέννης ήταν το κέντρο της ελληνικής Διασποράς του 18ου αιώνα.

    Οι περιγραφές και οι αναφορές από Έλληνες και ξένους συγγραφείς και περιηγητές για τις χαμένες όμορες πατρίδες μας είναι πολλές. Επίσης, η παρουσία της Ορθοδοξίας είναι έντονη στις περιοχές αυτές, καθώς οι ερειπωμένες εκκλησίες και τα μοναστήρια μαρτυρούν και τονίζουν την ελληνικότητα της περιοχής. Οι κάτοικοι κρατούν αλώβητα τη μητρική τους γλώσσα και το εθνικό τους φρόνημα αλλά και τη βαθιά τους θλίψη, καθώς οι ιστορικές συγκυρίες και η βούληση των Μεγάλων Δυνάμεων δεν άφησαν ένα μεγάλο κομμάτι του ελληνισμού να ακολουθήσει την ίδια πορεία με το εθνικό σώμα. Οι βλαχόφωνοι Μακεδόνες των περιοχών αυτών είναι φανατικοί έλληνες που τονίζουν με καμάρι την εθνική τους καταγωγή.  Κοσμογυρισμένοι από εκείνα τα χρόνια, είχαν συχνές επαφές με όλα τα ευρωπαϊκά κέντρα πολιτισμού. Στις επαγγελματικές τους ασχολίες, πέραν των άλλων, ήταν και εισαγωγείς του ευρωπαϊκού πολιτισμού και της ευρωπαϊκής μόδας.  Η διακίνηση των καραβανιών με τους εμπόρους κυρατζήδες, που ξεκινούσαν από τις μακεδονικές και ηπειρωτικές επί το πλείστον πόλεις και χωριά, έφταναν ως την Αυστρία και την Ουγγαρία δημιουργώντας δεσμούς ζηλευτούς και μακροχρόνιους.

Πηγή: laosver.gr

 

 

Επιστροφή