Η αρχαία Σκοτούσα η Σκοτόεσσα. Μια σπουδαία πόλη της Θεσσαλίας

Δείτε και άλλα θέματα στην ενότητα:
Η αρχαία Σκοτούσα η Σκοτόεσσα. Μια σπουδαία πόλη της Θεσσαλίας


Η Σκοτούσα αλλά και Σκοτόεσσα  βρισκόταν στα δυτικά της πόλεως των Φερών ( σημ. Βελεστίνο), ανάμεσα  στη Φάρσαλο και τη Λάρισα,  και διοικητικά ανήκε  στην τετράδα  της  Πελασγιώτιδος.  


Το όνομά  της προέρχεται  από τη λέξη «σκότος», χωρίς να μπορούμε να εξηγήσουμε για ποιον ακριβώς λόγο   ονομάστηκε έτσι. Η πόλη απλωνόταν σε ένα πλάτωμα  στις  νοτιοδυτικές  υπώρειες  του  Χαλκοδόνιου όρους και περιβάλλοταν από βορρά και νότο με ρέματα, το κυριότερο από τα οποία ήταν ο Ογχηστός ποταμός στα βόρεια (σημερινό Πλατανόρεμα).



Στη λοφώδη περιοχή γύρω από την πόλη μέχρι το τέλος της αρχαιότητας μαρτυρούνταν σημεία που είχαν ταφεί  Αμαζόνες, σκοτωμένες  από το χέρι του ήρωα Θησέα καθώς και το δενδρομαντείο  του Φηγωναίου Δία, το οποίο  σύμφωνα με κάποιους παλαιούς μελετητές ήταν ο ομηρικός πρόδρομος  του μαντείου της Δωδώνης.


Αν και η Σκοτούσα δεν περιλαμβάνεται στο Νεών κατάλογο,  κατάλοιπα της εποχής αυτής, κυρίως  κεραμική, βρίσκονται  στο χώρο της ακρόπολης  αλλά και στην έκταση της πόλης γενικότερα.


Για τις απαρχές της πόλης των ιστορικών χρόνων δεν γνωρίζουμε τίποτα,  ελλείψει και ανασκαφικών ερευνών στην περιοχή, σίγουρα όμως αυτή πρέπει να υπήρχε ως πολιτική οντότητα τουλάχιστον από τον 6ο αι. π.Χ., αφού αμέσως  μετά  τους Περσικούς πολέμους κόβει δικά της νομίσματα και συμμετέχει μαζί με τις Φερές και το Μεθύλλιο στη  θεσσαλική νομισματική ένωση του 5ου αι. π.Χ. Στη μία όψη  των νομισμάτων της απεικονίζεται ένα στάχυ, θέλοντας με τον τρόπο αυτό να δηλώσει τη βασική πηγή πλούτου της που ήταν η καλλιέργεια των σιτηρών. Οι πληροφορίες που αντλούμε για τη Σκοτούσα από τις αρχαίες ιστορικές πηγές δεν είναι  πολλές. Συνήθως αναφέρεται σε σχέση με τις πορείες στρατευμάτων και τη διεξαγωγή μαχών στην ευρύτερη περιοχή της.


Η δραματικότερη ίσως σελίδα της ιστορίας της είναι τα όσα διαδραματίστηκαν το έτος  369 π.Χ. Τότε ο τύραννος των Φερών, Αλέξανδρος, ο οποίος ήθελε να παίξει ηγεμονικό ρόλο στα θεσσαλικά  πράγματα, με αφορμή κάποιες κατηγορίες εναντίον της Σκοτούσας, κάλεσε σε δημόσια  συγκέντρωση το λαό της, η οποία πραγματοποιήθηκε στο θέατρο της πόλης. Αλλά, αντί να εμφανιστεί ο ίδιος έστειλε τους μισθοφόρους του, πελταστές και τοξότες, οι οποίοι  αφού  περικύκλωσαν  τους παρευρισκόμενους τους σκότωσαν. Στη συνέχεια πέταξαν τα πτώματα των νεκρών στην τάφρο που υπήρχε  περιμετρικά,  έξω από το τείχος  της πόλης. Οι γυναίκες  και τα παιδιά πουλήθηκαν ως δούλοι και με τα  χρήματα  αυτά πληρώθηκαν οι  μισθοφόρους  του, ενώ η πόλη λεηλατήθηκε.


Παρά την εγκατάλειψη και ερήμωση που σημειώθηκε ως φυσικό επακόλουθο  του τραγικού αυτού γεγονότος, η πόλη επιβίωσε  και στα χρόνια  που ακολούθησαν  πολίτες  της αναφέρονται σε επιγραφές  να κατέχουν  διάφορα αξιώματα όπως ταγοί, στρατηγοί, πρόξενοι ή ακόμη και ταμίες στο Ιερό Μαντείο των Δελφών. Στην  ελληνιστική περίοδο  μετά το θάνατο  του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η Σκοτούσα και η Θεσσαλία γενικότερα βρίσκονται στη δίνη της αντιπαράθεσης αρχικά μεταξύ Μακεδόνων και Αιτωλών για την ηγεμονία της Ελλάδος και στη συνέχεια μεταξύ  Μακεδόνων και  Ρωμαίων.


Aμέσως  μετά  τους Περσικούς πολέμους κόβει δικά της νομίσματα


Τα εδάφη της γίνονται συχνά χώρος διέλευσης ξένων στρατευμάτων.
Την άνοιξη του 197 π.Χ. στο λοφώδες έδαφος της σκοτουσσαίας γης διεξήχθη η μάχη ανάμεσα στο βασιλιά της Μακεδονίας  Φίλιππο Ε΄ και το Ρωμαίο ύπατο Τίτο  Κόιντο Φλαμινίνο, επικεφαλή των ρωμαϊκών λεγεώνων (μάχη στις Κυνός Κεφαλές), της οποίας η νικηφόρα έκβαση για τους Ρωμαίους, σήμανε ουσιαστικά και την υποταγή της Θεσσαλίας σε αυτούς.


Οι δύο στρατοί συναντήθηκαν αρχικά στην περιοχή των Φερών και οι αψιμαχίες που έγιναν μεταξύ τους έδωσαν τη δυνατότητα στους αρχηγούς τους να καταλάβουν ότι η συγκεκριμένη περιοχή ήταν τελείως ακατάλληλη  για μάχη. Έτσι  ο Φίλιππος συνέχισε την πορεία του με κατεύθυνση δυτικά προς την Σκοτούσα, ελπίζοντας  ότι η  πόλη θα κάλυπτε  τις ανάγκες  των  στρατιωτών  του σε σιτηρά  και άλλα  απαραίτητα εφόδια. Αλλά  και ο Φλαμινίνος  κίνησε  με βιασύνη προς  την ίδια  κατεύθυνση με σκοπό να φθάσει πρώτος για να καταστρέψει τα γεννήματα της πόλης. Οι δύο στρατοί κινούνταν σε παράλληλη  πορεία, χωρίς όμως να γνωρίζει ο ένας  τις κινήσεις του άλλου με ακρίβεια.

Στο τέλος της δεύτερης ημέρας ο μεν Φίλιππος  έφθασε και στρατοπέδευσε στο Μελάμβιον της Σκοτούσας, ο δε Φλαμινίνος στο Θετίδειο. Την επόμενη ημέρα, η απότομη επιδείνωση του καιρού προκάλεσε σύγχιση και στα δύο στρατεύματα, τα οποία τελικά ωθήθηκαν σε μάχη. Το λοφώδες του εδάφους σε συνδυασμό με κάποια λάθη στρατηγικής δεν επέτρεψαν τη σωστή ανάπτυξη  των δυνάμεων του μακεδόνα βασιλέα  με φοβερές  γι΄αυτές απώλειες. Τη  νίκη των Ρωμαίων άλλοι την αποδίδουν σε θέματα τακτικής και άλλοι την θεωρούν απλά ως ένα αποτέλεσμα τυφλής τύχης.

Το 191 π.Χ., μετά τις Φερές, παραδίδεται χωρίς αντίσταση στα χέρια του Σελευκίδη  βασιλιά  Αντιόχου, κατά τη διάρκεια των στρατιωτικών του επιχειρήσεων στη Θεσσαλία εναντίον των Ρωμαίων, για να απελευθερωθεί μετά από λίγο με την επέμβαση των ρωμαϊκών στρατευμάτων.

Μία από τις τελευταίες αναφορές στην πόλη είναι αυτή του Πλουτάρχου για τον Καίσαρα, ο οποίος το 48 π.Χ., λίγο πριν συγκρουστεί με τον Πομπήιο στην πεδιάδα της Φαρσάλου, ζήτησε  και εφοδιάστηκε από την Σκοτούσα με σιτηρά. Τον  2ο αι.  μ.Χ. η πόλη είχε πλέον ερημωθεί σύμφωνα με τα όσα σημειώνει ο Παυσανίας.

Πρώτος ο Άγγλος στρατιωτικός και περιηγητής Leake, στις αρχές του 19ου αιώνα, ταύτισε τα ερείπια στη θέση «Κάστρο» με την  αρχαία Σκοτούσα. Ο Leake  είχε εντοπίσει επίσης έξω από την πόλη στο δρόμο προς την Αγία Τριάδα τα θεμέλια ενός μεγάλου κτιρίου, ίσως ενός ναού. Όσοι από τους περιηγητές και μελετητές, όπως οι Bursian, Lolling, Stahlin, Kromayer, Pritchett, Γεωργιάδης, Γιαννόπουλος επισκέφθηκαν την περιοχή στα μετέπειτα χρόνια συμφώνησαν με την ταύτιση του Leake, αν και δεν είχε βρεθεί κάποια επιγραφή που να την πιστοποιεί.

Ο Stahlin  το 1924 αποτύπωσε την πορεία του τείχους, του οποίου το καλύτερα σωζόμενο τμήμα είναι το ανατολικό σκέλος, και υπολόγισε την περίμετρό του σε 3,5χλμ. Ο Γιαννόπουλος λίγα χρόνια αργότερα βρήκε τη θεμελίωση ενός κτιρίου στο χώρο  ανάμεσα στην ακρόπολη και το τείχος της πόλης. Μάλλον πρόκειται για το ίδιο  κτίριο από το οποίο προέρχεται και τμήμα της ενεπίγραφης  επίστεψης βάσης ενός αναθηματικού μνημείου προς τιμήν του Ηρακλή που χρονολογείται στις αρχές του  5ου αιώνα π.Χ.


Η μέχρι τώρα αρχαιολογική έρευνα στην περιοχή είναι περιορισμένη και επικεντρώνεται κυρίως στην επιφανειακή έρευνα και στην ανασκαφή μικρού  αριθμού  τάφων. Σημαντική βοήθεια στην προσπάθεια γνωριμίας με την  αρχαία  Σκοτούσα και ένα αντιστάθμισμα στην έλλειψη ανασκαφικών δεδομένων, προσφέρουν οι επιγραφές που κατά καιρούς έχουν περισυλλεγεί από τον  αρχαιολογικό χώρο.
Ανάμεσα τους ξεχωριστή θέση κατέχει ένα ψήφισμα, που εκδόθηκε στις  αρχές του 2ου αι. π.Χ. και αφορά στην καλύτερη οργάνωση της άμυνας της πόλης σε περίπτωση εχθρικής απειλής.

Με βάση λοιπόν τη  συγκεκριμένη  επιγραφή,  το τείχος της Σκοτούσας εμφανίζεται να διαθέτει παραπάνω από σαράντα τέσσερις πύργους, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν τετράγωνοι, υπήρχαν όμως και μερικοί κυκλικοί. Οι πύργοι ενίσχυαν  τόσο το τείχος της πόλης  όσο και αυτό της ακρόπολης, της «άκρας», όπως αναφέρεται στην επιγραφή. Μεταξύ των πύργων σημειώνεται  και ένας τριώροφος ο ονομαζόμενος «τρίστεγος», που πιθανότατα να έπαιζε τον ρόλο πύργου –παρατηρητήριου με μεγάλη ακτίνα ορατότητας και ίσως να βρισκόταν στην ακρόπολη. Η ύπαρξη γωνιαίων πύργων καθώς και των λεγόμενων «καμπών»,  δηλαδή των σπασιμάτων/οδοντώσεων, στην πορεία του τείχους συνέβαλαν στην  καλύτερη ανθεκτικότητα του και στη δημιουργία εμποδίου στην αποτελεσματικότητα των πολιορκητικών μηχανών.

Το ψήφισμα υπαγορεύει επίσης τον καθορισμό μιας ζώνης ασφαλείας περιμετρικά στο εσωτερικό του τείχους με σκοπό την απρόσκοπτη  διακίνηση των οπλιτών σε καιρό πολιορκίας  καθώς και την ασφάλεια των πολιτών, των οποίων οι οικίες θα έπρεπε να απέχουν πλάτος 12 ποδών, δηλαδή 3,60μ. ή 20 ποδών, δηλαδή 6μ. το μέγιστο από το τείχος. Παράλληλα, μια άλλη ζώνη, μεγαλύτερου πλάτους που κυμαινόταν από 60 έως 100 πόδες, προβλεπόταν εξωτερικά του τείχους. Η ζώνη αυτή θεωρούνταν δημόσια με σκοπό να χρησιμεύσει για τη διάνοιξη τάφρου ή την κατασκευή  κάποιας μορφής  προτειχίσματος.


Οι πύλες της πόλης αναφέρονται κατ’επανάληψη και συγκεκριμένα κατά λέξη: η πύλη η «επι Σκάβας», η πύλη η «επί  Σκοτέσαν», η πύλη η «επ΄ Αυλούνα», η «Αυροσχαδοφόρος» πύλη και η πύλη η «επ’ Εννεαπέλεθρον». Στις παραπάνω κύριες πύλες θα πρέπει να προσθέσουμε και τις πυλίδες, μικρότερες δηλαδή έξοδοι του τείχους που εξυπηρετούσαν κυρίως στρατιωτικές ανάγκες.

Επιπλέον η επιγραφή διασώζει και μερικά από τα  ιερά της πόλης. Εκτός από το «Ηράκλειον» αφιερωμένο στον Ηρακλή, σε ύψωμα μέσα στην πόλη, κοντά στην «άκρα» υπήρχε το «Κερδοίον», ιερό προς τιμή του Απόλλωνα Κερδώου. Άλλη θεότητα που λατρευόταν ήταν ο Ασκληπιός και η θέση του ιερέα του ήταν ένα από τα αξιώματα της πόλης.


Η αναφορά στην επιγραφή ενός «Ελενείου» παραπέμπει σε μια αμαρτύρητη στη Θεσσαλία  θεότητα  που όμως υπήρχε στη Σπάρτη προς τιμή της θεάς Ελένης, ενώ από  μια  άλλη αναθηματική επιγραφή γνωρίζουμε ότι στην πόλη  λατρευόταν  και ο  θεός  Ποσειδώνας.


Τέλος, μια πηγή, η «κράνα» της επιγραφής, έξω από τα τείχη καθώς και ένας αγωγός, ο «υδραγωγούν», κατά μήκος του τείχους που πιθανόν να μετέφερε νερό για το πότισμα των χωραφιών, μάλλον δεν πρέπει να σχετίζονται με την γνωστή από τους αρχαίους συγγραφείς ιαματική πηγή της Σκοτούσας, που θεράπευε τα έλκη.


Φώτης Ντάσιος
Αρχαιολόγος Α.Ι.Θ.Σ.



 

 

Επιστροφή