Οι Αρβανίτες το 1912 και μετά ένα αιώνα (4ο)

Δείτε και άλλα θέματα στην ενότητα:
Οι Αρβανίτες το 1912 και μετά ένα αιώνα (4ο)

Καθοριστική υπήρξε η κατά θάλασσαν συμβολή της Αρβανιτιάς μας και στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο. Τον Οκτώβριο 1912 ένα τορπιλοβόλο μας, με σβηστά τα φώτα, γλιστράει κάτω από τα βαριά επάκτια τηλεβόλα του Καραμπουρνού, εισπλέει αθέατο έως μέσα στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και τινάζει στον αέρα το περήφανο πολεμικό καράβι «Φετχή Μπουλέντ» των Τούρκων.

Αρβανίτης ο κυβερνήτης του Νικόλαος Βότσης από την Ύδρα, ανεψιός του ναυάρχου Παύλου Κουντουριώτη, ο οποίος θα λέει μέχρι να πεθάνει: «Καλό παιδί ο Νικόλας και μου στέλνει τα σεβάσματά του με τα πρώτα ψάρια, αλλά στη Σαλονίκη δεν με ρώτησε ο κερατάς. Αρβανίτικο κεφάλι!».

Τον Νοέμβριο 1912 οι Βαλκάνιοι Σύμμαχοι Σερβία, Μαυροβούνιο και Βουλγαρία υπέγραψαν ανακωχή με την Υψηλή Πύλη και άφησαν ολομόναχη την Ελλάδα απέναντι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης οδηγεί τον ελληνικό Στόλο στο Βόρειο Αιγαίο επί του καταδρομικού «Γ. Αβέρωφ», δώρο Βλάχου.

Στις 3 Δεκεμβρίου 1912 εξέρχεται από τα Στενά η τρομερή τουρκική αρμάδα και, ώρα 8.40΄, παρέταξε εναντίον του τα πέντε βαριά θωρηκτά της έξω από το ακρωτήριο της μυθικής Έλλης. Ώρα 9.25΄ο «Γ. Αβέρωφ» αποσπάται από τον Στόλο και με ταχύτητα 20 κόμβων χυμάει στα θαλασσινά θεριά που βάλλουν εναντίον του ομαδικά.

Ο Αρχηγός του Στόλου Παύλος Κουντουριώτης είναι Αρβανίτης, αλλά αποστέλλει το τελευταίο σήμα του σε άπταιστα ελληνικά: «Με την δύναμιν του Θεού, τας ευχάς του Βασιλέως και εν ονόματι του Δικαίου πλέω μεθ’ ορμής ακαθέκτου και με την πεποίθησιν της νίκης εναντίον του εχθρού του Γένους». Μετά, για να μη χάνει τον πολύτιμο χρόνο, στρέφεται προς το πλήρωμά του κι αρχίζει τ’ αρβανίτικα με την παραδοσιακή πολεμική ιαχή:

«Ώ ντέρα! Ώ μπούρα! Μπιτέα». Στο ημερολόγιο καταστρώματος όλες οι διαταγές της θρυλικής ναυμαχίας της Έλλης καταγράφονται στ’ αρβανίτικα με ελληνικά γράμματα. Όλοι οι άνδρες του πληρώματος είναι Αρβανίτες. Μόνοι τους καταναυμαχούν την τουρκική αρμάδα. Έτσι η Ελλάδα υπαγόρευσε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία τους όρους της ειρήνης.

Αρβανίτες ήταν ο πρώτος Πρόεδρος της πρώτης Ελληνικής Δημοκρατίας Παύλος Κουντουριώτης (1924-1929) και, σε διάλειμμα το 1926, ο δικτάτωρ Πρόεδρος της Δημοκρατίας στρατηγός Θεόδωρος Πάγκαλος, οι τέσσερις αλληλοδιάδοχοι Πρωθυπουργοί Αντώνιος Κριεζής (1841-1843 και 1849-1854), Κίτσος Τζαβέλλας (1847-1848), Γεώργιος Κουντουριώτης (1848) και Αθανάσιος Μιαούλης (1857-1862), οι δύο από τους τρεις άνδρες της Τριανδρίας Δαγκλής και Κουντουριώτης στο Κίνημα της Εθνικής Αμύνης με τον Βενιζέλο. Στην Εθνική Αντίσταση (1942-1944) ο Αρχηγός του ΕΔΕΣ συνταγματάρχης Ναπολέων Ζέρβας. Αρβανίτης επίσης είναι ο από Θηβών Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερώνυμος και ήταν το 2008 ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου Βασίλειος Νικόπουλος.

Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι νικήτριες Δυτικές Δυνάμεις αναγνωρίζουν ανεξάρτητο Κράτος των Αλβανών. Το κατεβάζουν, όμως, επίτηδες προς Νότον έτσι ώστε να διακόψουν την έλξη που ασκούσε πάντα η Ρωμιοσύνη στους νοτίως του Γενούσου-Σκούμπη ποταμού Αλβανούς και να τους διατηρούν σε συνεχείς έριδες με την Ελλάδα. Ωστόσο, η Ιστορία αργεί αλλά δεν λησμονεί.

Έναν αιώνα αργότερα την Ελλάδα κατακλύζουν 500.000 Αλβανοί οικονομικοί μετανάστες με αποδεδειγμένη την πρόθεσή τους να ενσωματωθούν στην ελληνική κοινωνία, στη Ρωμιοσύνη. Δυστυχώς, ακόμη μια φορά το μικροελλαδίτικο αθηναιοκεντρικό Κράτος δεν αντιλαμβάνεται τον εσωτερικό ειρμό της Ιστορίας. Ενεργεί με φερτά δυτικά πρότυπα και έτσι χάνει τις μεγάλες ευκαιρίες. Λησμονεί τι ήταν και εξακολουθεί να είναι η Αρβανιτόφωνη Ρωμιοσύνη. Δεν το λησμονούν, όμως, οι Αλβανοί μετανάστες που σταδιακά ενσωματώνονται στον Ελληνισμό.

Στην τελευταία απογραφή το 2011, οπότε είχε ξεσπάσει η μεγάλη οικονομική κρίση, κατεγράφησαν στην Ελλάδα 480.804 Αλβανοί μετανάστες ενώ το 2015 ο συνολικός πληθυσμός της Αλβανίας ανέρχονταν σε 2.893.000 άτομα. Έως το 2007 έστειλαν στην Αλβανία 500 εκατομμύρια ευρώ που αντιπροσώπευαν το 9% του ΑΕΠ της χώρας τους, ενώ περίπου 20.000 ίδρυσαν δικές τους επιχειρήσεις στην Ελλάδα. Στην επταετία της κρίσης 75.000 περίπου επέστρεψαν στη χώρα τους αλλά δηλώνουν έτοιμοι να επανέλθουν. Έως και το 2017 παρέμειναν μακράν η μεγαλύτερη πληθυσμιακή ομάδα μεταναστών στην Ελλάδα όπου το 2005, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, σε σύνολο 10.858.018 κατοίκων οι Αλβανοί ήσαν 438.036 και δεύτερη ομάδα οι Βούλγαροι με 35.000.

Οι Αλβανοί είναι οι μόνοι Μουσουλμάνοι μετανάστες που αθρόα βαφτίζουν τα παιδιά τους Χριστιανούς Ορθοδόξους. Το ποσοστό των μαθητών με αλβανική καταγωγή/υπηκοότητα στα ελληνικά σχολεία φτάνει στο 71,5% του συνόλου των αλλοδαπών μαθητών. 100.000 Αλβανοί μετανάστες έχουν τελειώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και 20.000 είναι απόφοιτοι ανώτατης εκπαίδευσης. Οι γονείς ωθούν τα παιδιά τους στην εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας, στην απόκτηση πτυχίου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και, σε αρκετές περιπτώσεις, τους αποτρέπουν από το να χρησιμοποιούν την αλβανική.

Επιτόπια έρευνα επιστημόνων έδειξε το 2007 ότι οι Αλβανοί δεύτερης και, πλέον, τρίτης γενιάς βρίσκονται σε μια ενδιάμεση συνθήκη. Η έρευνα αναφέρει ότι η δεύτερη και η τρίτη γενιά Αλβανών μεταναστών αρχίζουν και ενσωματώνουν στοιχεία ελληνικότητας και μάλλον αγαπούν περισσότερο την Ελλάδα όπου μεγάλωσαν και ζουν. Από ακούσματα και ταξίδια διατηρούν μιαν ολοένα φθίνουσα πνευματική σχέση με την Αλβανία.

Ειδικός ερευνητής παρατηρεί ότι τα παιδιά πηγαίνουν στους παππούδες στην Αλβανία μία φορά το χρόνο δυο-τρεις μέρες και αυτά όταν ήταν μικρά. Τώρα όσο μεγαλώνουν δεν πηγαίνουν καν γιατί οι περισσότεροι παππούδες έχουν πεθάνει και οι σχέσεις τους πλέον με την Αλβανία είναι σχεδόν μηδενικές. Αυτή η γενιά έχει ενταχθεί πλήρως στην ελληνική κοινωνία και η Αλβανία είναι μόνο μία οικογενειακή ανάμνηση.

Εντωμεταξύ εδέησε και το ελλαδίτικο Κράτος μετά πολλά χρόνια ψήφισε νόμους που σταδιακά κατήργησαν την μαύρη εργασία, ενέταξαν τους Αλβανούς μετανάστες στο ασφαλιστικό σύστημα και τους παρέχουν-δια της βίας- την ελληνική ιθαγένεια.
Δεκάδες χιλιάδες Αλβανοί είναι πλέον Έλληνες πολίτες.

Ν.Ι.Μέρτζος

 

 

Επιστροφή