Πώς η νέα μετάφραση-ερμηνεία της πλατωνικής «Απολογίας του Σωκράτους» από τον Στάντη Ρ. Αποστολίδη αποκαλύπτει έναν μεγάλο τραγικό ήρωα που προτίμησε να θυσιαστεί προασπιζόμενος την αλήθεια του Νόμου.
Ο Σωκράτης υψώνει το σθένος του, διακηρύσσοντας ότι θα προασπιστεί την αλήθεια των λόγων, άρα και της Δικαιοσύνης μέχρι θανάτου, ξέροντας άλλωστε ότι η φιλοσοφία δεν είναι τίποτε άλλο από τη στοχαστική μελέτη του
ΤΗΝ ΩΡΑ ΠΟΥ ΦΤΑΝΕΙ το πλοίο από τη Δήλο και αχνοχαράζει η αυγή, ο δέσμιος Σωκράτης εκμυστηρεύεται στον Κρίτωνα πως ήρθε η ώρα να πεθάνει, σχεδόν χαρούμενος που θα παραδοθεί στα χέρια της ντυμένης στα λευκά κόρης, η οποία θα τον οδηγήσει στην όμορφη Φθία, τον κόσμο των νεκρών, σύμφωνα με τον Όμηρο – μια εξομολόγηση που καθόλου δεν ταιριάζει σε έναν μελλοθάνατο, όπως εμφανίζεται ο ίδιος στον πλατωνικό Κρίτωνα.
Πρόκειται για μια κορυφαία, γεμάτη θεατρικότητα στιγμή, με την οποία έστηνε πάντοτε τους διαλόγους του ο Πλάτων, η οποία αποκαλύπτει μαζί με άλλες αντίστοιχες στους διαλόγους Ευθύφρων, Κρίτων και Φαίδων –την τριλογία που αναφέρεται στον θάνατο του κορυφαίου δασκάλου– ότι ο Σωκράτης δεν φοβήθηκε ούτε στιγμή τον θάνατο, αντίθετα, παρά τις προτάσεις για απόδραση στη Λάρισα ή εξαγορά της ποινής από τους μαθητές του, προτίμησε να υποταχθεί στις αποφάσεις του δικαστηρίου και να θανατωθεί.
Η απόφασή του να πιει τελικά το κώνειο, παρότι μπορούσε να κάνει αλλιώς, δικαιολογείται από την ανάγκη του να προασπιστεί με τίμημα την ίδια του τη ζωή την απαραβίαστη υπακοή στην αλήθεια των νόμων, ανεξάρτητα από το ορθό ή μη περιεχόμενο τους, κι αυτό γιατί η γεμάτη νόημα ζωή, όπως τονίζει, είναι αυτή που συνάδει με τις αρχές της δικαιοσύνης, σε αντίθεση με μια ζωή που απλώς περνά χωρίς κανένα νόημα.
Ο Σωκράτης, που δεν έγραψε τίποτα και έζησε τριγυρνώντας στην Αγορά και συνομιλώντας, προτίμησε να γίνει ο ίδιος το ενσαρκωμένο παράδειγμα του αγαθού και της δικαιοσύνης, προασπιζόμενος μέχρι θανάτου την ανάγκη υποταγής στον νόμο. Δηλαδή όλα αυτά που διδάσκει και καθιστά φανερά ως πρωταγωνιστής ο ίδιος στην πλατωνική Απολογία του, την οποία μεταφράζει, ερμηνεύει και διδάσκει ο Στάντης Αποστολίδης, επιμένοντας πως ο Σωκράτης, ως απαράμιλλος τραγικός ήρωας, επέλεξε ιδία βουλήσει τον θάνατό του.
Ο Σωκράτης, που δεν έγραψε τίποτα και έζησε τριγυρνώντας στην Αγορά και συνομιλώντας, προτίμησε να γίνει ο ίδιος το ενσαρκωμένο παράδειγμα του αγαθού και της δικαιοσύνης, προασπιζόμενος μέχρι θανάτου την ανάγκη υποταγής στον νόμο.
Για την ακρίβεια, η έκδοση Απολογία Σωκράτους και Δίκη, που αναμένεται να κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες από τις εκδόσεις Gutenberg, περιλαμβάνει όχι μόνο το πρωτότυπο πλατωνικό κείμενο και τη σχολιασμένη απόδοσή του αλλά και μια εισαγωγή του μεταφραστή που συνιστά μια μελέτη αναφορικά με τις πολλαπλές συμπαραδηλώσεις της Απολογίας.
Στο πλαίσιο αυτό ο μεταφραστής-μελετητής προσφέρει αναλυτικές απαντήσεις στο περίφημο σωκρατικό «αίνιγμα», σχετικό με τις θεωρίες του μελετητή Γουίλιαμ-Κιθ-Τσέιμπερς Γκάθρι, και στις περίφημες κατηγορίες που απευθύνονται στον Σωκράτη, καθώς και μια εκτενή ανάλυση των δικονομικών αρχών και του γενικότερου τρόπου που νομολογούσαν και δίκαζαν οι αρχαίοι Αθηναίοι.
Ο Αποστολίδης υποστηρίζει πως δεν πρόκειται μόνο για μια ανήκουστη δικαστική πλάνη στα χρόνια της κορυφαίας δημοκρατίας του κόσμου αλλά και για μια αποθέωση της σωκρατικής σοφίας σε σχέση με την αυστηρή συστηματικοποίηση του φιλοσοφικού λόγου από τις διάφορες σχολές. Άλλωστε, ο Σωκράτης προτιμούσε να μη διδάσκει σε σχολή αλλά στις πιο σκοτεινές περιοχές της Αγοράς, στα καταγώγια και στα γυμναστήρια, αποθεώνοντας τους χειρώνακτες και τους τσαγκαράδες – δεν είναι τυχαίο ότι σε αυτούς απευθύνεται στην αρχή της απολογίας του.
Η έντονη θεατρικότητα του λόγου του, την οποία ακολούθησε ο Πλάτων πιστά στους κατοπινούς ολοζώντανους διαλόγους του, υπερτονίζεται με κάθε τρόπο από τον Αποστολίδη, όπως και η ανεξαρτησία του πολιτικού του πνεύματος και η πολυπρισματική του προσωπικότητα, με την οποία ταυτίστηκαν τόσο οι λεγόμενοι Ακαδημεικοί όσο και οι Στωικοί.
Αυτήν ακριβώς την πλατωνική εικόνα, σε αντίθεση με την πιο «δημοσιογραφική», όπως την αποκαλεί ο Αποστολίδης, κατάθεση του Ξενοφώντα ή την πιο προβληματική του Σωκράτη από τον Αριστοφάνη, προασπίζεται ο ίδιος, επιμένοντας παράλληλα ότι πρέπει να στέκεται κανείς απέναντί της πάντοτε κριτικά.
Ως εκ τούτου, η Απολογία, όσες ενστάσεις κι αν έχουν οι ακόλουθοι του Γκάθρι ενδεχομένως, φτάνει να φαντάζει ως το ολοζώντανο μανιφέστο του Σωκράτη κατά της πολιτικής αδικίας, της φαυλότητας και της έλλειψης κριτικής ικανότητας των δικαστών καθώς και των κατηγόρων του Άνυτου, του Μέλητα και του Κρίτωνα, οι οποίοι των εγκαλούν για ασέβεια έναντι των θεών της πόλης, για εισαγωγή νέων θεοτήτων και διαφθορά της νεολαίας.
Ακολουθώντας αναλυτικά τα επιχειρήματα του απολογούμενου φιλοσόφου και κρατώντας εν προκειμένω αποστάσεις από τον αγαπημένο του Νίτσε, ο Στάντης Ρ. Αποστολίδης ανεβάζει τον Σωκράτη στο βάθρο ενός ρομαντικού ήρωα, ενός ανθρώπου που έχει συνείδηση της Ιστορίας και της υψηλής αποστολής του, μαχόμενος μόνος εναντίον όλων.
Αυτό διαφαίνεται και από τη μεταφραστική εκδοχή που προτείνει, η οποία υφολογικά ακολουθεί το κρεσέντο των διαπρύσιων, πυρακτωμένων λόγων των μεγάλων τραγικών ηρώων αλλά και την έντονη προφορικότητα ενός ανθρώπου της Αγοράς, με την επιλογή μιας νεοελληνικής γλώσσας που παραπέμπει άμεσα, και μάλλον εσκεμμένα, σε αυτή των δημοτικών τραγουδιών και του Μακρυγιάννη.
Όσο για το ανεξίθρησκο των πολιτικών λόγων του Σωκράτη, επιβεβαιώνεται από το ότι ο ίδιος υποστήριξε με θέρμη την Εκκλησία του Δήμου, ενώ έφυγε από την πόλη μόνο για να προασπιστεί τα συμφέροντά της: τόσο πολεμώντας στην Ποτίδαια και ύστερα στη Βοιωτία, όπου έσωσε τον Ξενοφώντα, σηκώνοντάς τον στις πλάτες του, όσο και στην Αμφίπολη και στη Δήλο.
Βέβαια, η στενή του σχέση με τον Αλκιβιάδη, τον οποίον είχαν κατηγορήσει για συνέργεια με τους Σπαρτιάτες και για συμμετοχή του στην ιεροσυλία των Ερμών Κεφαλών –μια έωλη, όπως αποδείχθηκε, κατηγορία– συμπαρέσυρε τον Σωκράτη, ο οποίος είχε ούτως ή άλλως διασυρθεί από τον Αριστοφάνη και από άλλους περίοπτους εκπροσώπους της δημόσιας έκφρασης της πόλης. Αλλά, αντίθετα απ’ ό,τι ισχυρίζονταν οι κατηγορίες, ούτε άθεος υπήρξε ο Σωκράτης ούτε σκεπτικιστής, όπως επισημαίνει ο Αποστολίδης, αλλά «κριτικός της μυθολογικής παράδοσης».
Και παρότι είναι πολλές οι ερμηνείες για το τι ακριβώς εννοούσε με το λεγόμενο «δαιμόνιον», οι κατηγορίες για την καθιέρωση καινών δαιμονίων δεν στέκουν από τις επιγραφικές και γραμματειακές μαρτυρίες που αποκαλύπτουν τη διαδεδομένη λατρεία «εισηγμένων» θεών την εποχή εκείνη, με κορυφαία την Ίσιδα.
Στα μάτια του Αποστολίδη, ο οποίος ακολουθεί την προσέγγιση του Πλάτωνα, εξηγώντας ταυτόχρονα την κυρίαρχη θέση που επέχει στον λόγο του μεγάλου φιλοσόφου, εκτός από τη διαλεκτική, και ο μύθος –ο Αποστολίδης στις υποσημειώσεις αναφέρεται εκτενώς στις διάφορες ορφικές συμπαραδηλώσεις–, ο Σωκράτης ήταν ο απόλυτος προασπιστής του νόμου της πόλης.
Ο Σωκράτης υψώνει το σθένος του, διακηρύσσοντας ότι θα προασπιστεί την αλήθεια των λόγων, άρα και της Δικαιοσύνης μέχρι θανάτου, ξέροντας άλλωστε ότι η φιλοσοφία δεν είναι τίποτε άλλο από τη στοχαστική μελέτη του.
Με αυτόν τον τρόπο ο πλατωνικός Σωκράτης δηλώνει την απόλυτη πίστη του στο απαράβατο των νόμων καθώς, προτού προβεί στις γνωστές διακρίσεις του καλού από το αισχρό και του δίκαιου από το άδικο, προέβαλε ως υπερεμπειρική και απόλυτα απτή απόδειξη της άμεσης συνάφειάς τους τον ίδιο του τον εαυτό και την άκρως συνειδητή θυσία του.
Αν λοιπόν οι δικαστές του δείχνουν τον ξεπεσμό στην αισχρότητα, αυτός, ως γνήσιος φιλόσοφος, προτιμά να ακολουθήσει τον δρόμο του δικαίου, δηλαδή αυτόν του θανάτου, γιατί αυτό κάνουν, όπως έλεγε και ο ίδιος στον Φαίδρο, οι γνήσιοι εραστές της σοφίας. Εξού και ότι ολοκληρώνει την Απολογία του αποχαιρετώντας με τον πιο δραματικό τρόπο τον κόσμο της Αθήνας και προτιμώντας, από τον δρόμο της ζωής, τον δρόμο του θανάτου: «Ώρα να πηγαίνουμε – για να πεθάνω γω, σεις να ζήσετε».
Πλατων, Απολογία Σωκράτους και Δίκη, Μτφρ.: Στάντης Ρ. Αποστολίδης, Εκδόσεις Gutenberg