Όλα στους γερμανούς λοιπόν; Ανατρέπεται ο εθνικός μας προσανατολισμός;

Δείτε και άλλα θέματα στην ενότητα:
Όλα στους γερμανούς λοιπόν; Ανατρέπεται ο εθνικός μας προσανατολισμός;
 
Μέσα στο σημερινό θολό (πολιτικό – κοινωνικό – οικονομικό – πολιτισμικό) τοπίο, διαμορφώνονται δύο μεγάλα ιδεολογικά ρεύματα. Το ένα έχει ως βάση την αρχή των απόλυτα ελεύθερων (και ανεξέλεγκτων) αγορών, με τις πλήρεις απορρυθμίσεις στην οικονομία. Αυτό το ιδεολογικό ρεύμα επιβάλει έναν άκρατο ατομικισμό και περιοριστικές πολιτικές λιτότητας, οι οποίες ευνοούν τα πλούσια και τα πολύ πλούσια εισοδήματα. Είναι το σύστημα του νεοφιλελευθερισμού.

Του Σωτήρη Χατζηγάκη πρώην υπουργού
Twitter: @SotHatzigakis
Facebook: https://www.facebook.com/SotirisHatzigakis

Το δεύτερο ιδεολογικό ρεύμα έχει μεν ως βάση του την Αρχή της Ελευθερίας και θεωρεί το άτομο ως αγαθό με ίδια αξία (κατά την Καντιανή και Αριστοτελική αρχή), ωστόσο υιοθετεί παράλληλα και το «συλλογικό» στοιχείο: την Αρχή, δηλαδή, της ισότητας. Στον οικονομικό χώρο, υποστηρίζει μια επεκτατική πολιτική σε λογικά πλαίσια (νέο-κεϋνσιανισμός), η οποία προωθεί την ανάπτυξη ισοδύναμα: και μέσα, δηλαδή, από το «ιδιωτικό», αλλά και το «δημόσιο» (κράτος). Το μοντέλο αυτό επικράτησε στον δυτικό κόσμο από τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, μέχρι σήμερα, και πρόσφερε στους λαούς ισορροπία και ευημερία.

    Το πρώτο ιδεολόγημα το υιοθετούν στην πράξη σήμερα οι καλούμενες «αγορές» και αρκετά κράτη της κεντρικής Ευρώπης, με επικεφαλής τη Γερμανία. (Σε αντίθεση με τις παραδόσεις της. Ο Μπίσμαρκ, χαρακτηριστικά ήταν ο πρώτος ευρωπαίος που εισήγαγε το κράτος πρόνοιας). Ο νεοφιλελευθερισμός υποστηρίζεται, επίσης, και από το Ρεπουμπλικανικό κόμμα των ΗΠΑ, ιδιαίτερα από την ακραία του μορφή (όπως το «πάρτι του τσαγιού»). 

Το δεύτερο ιδεολογικό ρεύμα, φαίνεται να υποστηρίζεται στις ΗΠΑ από τον Ομπάμα (Δημοκρατικό κόμμα), καθώς και από τις καλούμενες θαλάσσιες χώρες της Ευρώπης, πλην της Βρετανίας. Η Ελλάδα είχε ανέκαθεν επιλέξει το δεύτερο ιδεολογικό ρεύμα, με τη μορφή του ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού και του Μεσαίου Χώρου, καθώς και με τη σοσιαλδημοκρατία και τα κόμματα του κέντρου. Ήταν, μάλιστα, σταθερά ενταγμένη γεωπολιτικά στο δεύτερο μπλοκ των κρατών. Κατά τους τελευταίους, μάλιστα, δυο αιώνες, η θέση της ήταν αμετακίνητη. Η χώρα μας, λοιπόν, είχε πάντοτε μια ξεκάθαρη εθνική στρατηγική: είχε επιλέξει την συμπόρευσή της με τις Ευρωπαϊκές χώρες της «θάλασσας». Η επιλογή αυτή την οφέλησε, μέχρι σήμερα, πολλαπλά.

    Αντίθετα, οι χώρες της κεντρικής Ευρώπης, ήταν πάντοτε απέναντί μας. Εν τούτοις, οι χώρες αυτές (ιδίως η Γερμανία) κατόρθωσαν με διάφορους τρόπους να αντλήσουν ωφελίματα, κυρίως οικονομικά και επιχειρηματικά, από την Ελλάδα, είτε εκμεταλλευόμενες εσωτερικές πολιτικές μας διαμάχες, είτε από ποικίλες «διομολογήσεις» ορισμένων οικονομικών μας παραγόντων. Τα κράτη της κεντρικής Ευρώπης ήταν, εξάλλου, πάγια υποστηριχτές των αντιπάλων μας χωρών (θυμίζουμε τη στάση της Γερμανίας κατά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο υπέρ της Τουρκίας και της Βουλγαρίας).

Σήμερα διαφαίνεται στον πολιτικό ορίζοντα, πως η χώρα μας αλλάζει τον στρατηγικό της προσανατολισμό και παραδίδεται απόλυτα στον «γερμανικό άξονα» και στις χώρες της κεντρικής Ευρώπης. Κάτω από την πίεση του χρέους –και χωρίς καμιά μέσο-μακρορπόθεσμη στρατηγική σχεδίαση– η σημερινή κυβέρνηση λέει «ναι σε όλα» στη Γερμανία. Ίσως γιατί πιστεύει ότι έτσι θα διασωθεί η χώρα από την χρεοκοπία.
 
Δύο είναι τα βασικά επιχειρήματα που στηρίζουν αυτή την διαφαινόμενη αλλαγή στη στρατηγική του «όλα στη Γερμανία».

Το πρώτο είναι ότι η χώρα αυτή έχει τα «όργανα» (δηλαδή ελέγχει την χρηματοδότησή μας) και επομένως η Ελλάδα πρέπει να «χορέψει» στους ρυθμούς της. Ο αντίλογος, βέβαια, είναι ισχυρός. Η χώρα μας δεν θα πρέπει ν’ ανατρέψει τους εθνικούς της προσανατολισμούς, υποκύπτοντας σ’ ένα πρόσκαιρο «παζάρι» και στους οικονομικούς εκβιασμούς της Γερμανίας, η οποία μάλιστα, επαναλαμβάνει την ίδια τακτική και στην Κύπρο. Η Ελλάδα δεν πρέπει να θυσιαστεί στο βωμό της οικονομικής κυριαρχίας που επιδιώκει να επιβάλει η Γερμανία σε παγκόσμιο επίπεδο.

Το δεύτερο επιχείρημα υπέρ της στροφής αυτής προς τις χώρες της κεντρικής Ευρώπης, στηρίζεται στην διατυμπανιζόμενη «ευνοϊκή αλλαγή» του διεθνούς κλίματος υπέρ της Ελλάδας. Το επιχείρημα αυτό είναι προφανώς για εσωτερική κατανάλωση. Γιατί, αλήθεια, διερωτήθηκε κανείς ποιος είχε προηγουμένως καταστρέψει το διεθνές κλίμα εις βάρος της χώρας μας, εκτός βέβαια της ελληνικής συνυπευθυνότητας και της ευήθιας (ή μήπως σκοπιμότητας;) των τότε κυβερνήσεων του «Τιτανικού» και της διαπόμπευσης των ελλήνων ως «διεφθαρμένων»; Δεν ήταν, άραγε, η Γερμανία, η οποία διαμόρφωσε, και μάλιστα με ιδιαίτερη σκληρότητα, το δυσφημιστικό κλίμα εναντίον της χώρας μας;

Πρωταγωνιστές αυτής της εκστρατείας εναντίον της Ελλάδας ήταν η επίσημη πολιτική εκπροσώπηση της Γερμανίας, οι τραπεζίτες της κλπ., αλλά και οι «ανεπισήμοι-επίσημοί» της, όπως είναι τα βασικά της ΜΜΕ και οι εξαρτώμενες από την κυβέρνηση εφημερίδες (με επικεφαλής την ρυπαρή Bild το Focus κ.α.), δημοσιογράφοι, δημοσιολόγοι κλπ. Μήπως στην Ελλάδα πάθαμε ξαφνικά καθολική αμνησία και κανείς πλέον δεν θυμάται πως από την χώρα αυτή ξεκίνησαν, και διατηρήθηκαν στην επικαιρότητα, τα πάσης φύσεως εναντίον μας σενάρια, όπως «έξω η Ελλάδα από το ευρώ» (Grexit); Και ποιος, αλήθεια, εκτόξευε συνεχώς ύβρεις περί «τεμπέληδων ελλήνων» και χρησιμοποιούσε εξευτελιστικούς χαρακτηρισμούς για τη χώρα μας και την ιστορία της;
Ξαφνικά, βέβαια, όλα αλλάζουν. Η Γερμανία «είδε το φως το αληθινό» και θυμήθηκε τις αρετές της ελληνικής φυλής!! Έτσι, η ίδια άλλαξε και το πολιτικό μας κλίμα. Διερωτήθηκε, όμως, άραγε κανείς, ποιο είναι το αντίτιμο; 

Σύμφωνα με έγκυρα δημοσιεύματα, η Γερμανία μέσα από τις «καλβινιστικές τιμωρητικές» της πολιτικές, σκοπεύει να δώσει μαθήματα «χρηστής πολιτικής» και να αποδώσει τα επίχειρα στους άλλους απείθαρχους του Νότου της Ευρώπης. Συγχρόνως, όπως ομολογείται, αποδείχθηκε ότι κερδοκόπησε από τη σημερινή κρίση. Μέχρι τώρα, υπολογίζεται επίσημα, πως το οικονομικό της όφελος από την κρίση ανέρχεται σε πάνω από 70-80 δις ευρώ και έπεται συνέχεια...

Για την Ελλάδα, όμως, η αλλαγή της γερμανικής στάσης αποβλέπει και στην απόκτηση ωφελειών από τις καλούμενες «μεταρρυθμίσεις» και από τον ελληνικό πλούτο, ο οποίος φαίνεται πως τελευταία αποκτά σημαντική αξία. Την ίδια, άλλωστε, πολιτική εφαρμόζει και στην Κύπρο, για παρόμοιους λόγους.

    Η Ελλάδα, όμως, δεν δικαιολογείται να αλλάζει την στρατηγική της και ν’ ακολουθεί μια τέτοια κοντόφθαλμη πολιτική, απέναντι μάλιστα σε μια χώρα, τη Γερμανία, η οποία δεν απεμπολεί τις δικές της στρατηγικές (π.χ. εξακολουθεί να υποστηρίζει την Τουρκία). Ούτε θα πρέπει να ανατρέψουμε την εθνική μας στρατηγική, την οποία ακολουθούμε με ευνοϊκά αποτελέσματα κατά τους τελευταίους δύο αιώνες.

Μια τέτοια απόλυτη προσχώρησή μας στον γερμανικό άξονα στηρίζεται σήμερα στο παραπλανητικό ερώτημα «μέσα στην Ευρώπη ή έξω» και στο «ευρώ ή δραχμή». Είναι αλήθεια πως κεντρικός και «ιστορικός» μας στόχος είναι η παραμονή μας στην Ε.Ε. και στο ευρώ.

Ήμουν από τους πρώτους στο πολιτικό μου χώρο που έθεσαν επιτακτικά αυτό το διακύβευμα από τις αρχές του 2011, όταν μάλιστα τότε ο πρόεδρος της ΝΔ υποστήριζε με φανατισμό αντιευρωπαϊκές θέσεις.

Η χώρα μας, ωστόσο, τότε κινδύνευε να βρεθεί εκτός Ευρώπης. Σήμερα, οι εξελίξεις προχώρησαν και το διακύβευμα στην παρούσα συγκυρία είναι «ναι στην Ευρώπη, αλλά σε ποια Ευρώπη; Των γερμανών και των αχαλίνωτων αγορών ή των λαών, της αλληλεγγύης και της κοινωνικής συνοχής;»

    Η χώρα μας, επί πολλές δεκαετίες, αγωνίστηκε με πάθος για την Ευρώπη των λαών, της αλληλεγγύης και της κοινωνικής συνοχής. Σήμερα, μεταστρέφεται και αλλάζει τον προσανατολισμό της υπέρ της Ευρώπης, των γερμανών και των αγορών. Δικαιολογείται, άραγε, ένα τέτοιο ιστορικό λάθος, υπαγορευόμενο, μάλιστα, από εσωτερικές σκοπιμότητες; 
 
 

 

 

Επιστροφή