Από την επαναπατριζόμενη Μαρία Φασούλα
Τα μικρά εγγόνια μου, μου κλέβουν τις παραστάσεις του χτες και του σήμερα? εκείνες του χωριού και της πόλης και της άλλοτε δεύτερης πατρίδας μου. Στα προσωπάκια τους ξεχνιέμαι. Στα λογάκια τους ταξιδεύω κι εκεί ακριβώς ρεζιλεύω το μάταιο… το οποίο όλοι συναντούν στη στράτα τους…
(Ξεφυλλίζοντας το τετράδιό μου βρήκα αυτό το αφιέρωμα και παρακάλεσα το σύζυγό μου να το μοιράσει πάλι σε εσάς με τις εγκάρδιες ευχές μου για τις γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς.
Είναι γιορτές γιομάτες θύμισες, προπαντός για τους μεγάλους ανθρώπους. Δεν ξέρω πώς σκέφτονται άλλοι συνάνθρωποι της δικής μου ηλικίας, αλλά νομίζω ότι θα σκέφτονται όπως εγώ. Πόσα χρόνια μας μένουν τάχατες ακόμα; Μην το ψάχνετε. Επίσης για κείνους που δεκαετίες ζήσανε στην ξενιτιά σαν μετανάστες και για τους σημερινούς νέους που μεταναστεύουν, σαν επαναπατριζόμενη λέω στους νέους να μην ξενιτευτούν. Μεγαλύτερος πόνος απ’ τη φυγή δεν υπάρχει. Πεθαίνεις και αυτός συνεχίζει να ζει. Η πατρίδα μας έχει απ’ όλα. Φτάνει μόνο να ξεριζώσουν τ’ αγκάθια και να χυθεί φως. 20/12/2018. Μ.Φ.)
Με τα Χρόνια Πολλά, τούτη η γραφή αφιερώνεται στα παιδιά μου, στα εγγόνια μου, στους δικούς μου ανθρώπους στο χωριό και στην ξενιτιά. Στους συγγενείς και στους φίλους εδώ στην πόλη και πέρα από αυτή, στους μακρινούς ορίζοντες του πλανήτη, που η ξενιτιά, απλόχερα μου χάρισε τις καλλίτερες φίλες και φίλους. Στον άντρα μου και τον ευχαριστώ για τη δακτυλογράφηση, που η έρμη μου δεν κατάφερα να μάθω. Χρόνια Πολλά σε όλους σας Καλή Χρονιά!
* * * * *
Χτες, μήνα κουτσοφλέβαρο 1970, βρέθηκα στη Γερμανία. Σήμερα, μήνα Αντριά 2015 βρίσκομαι στην Ελλάδα. Σε πέντε μήνες κλείνω δέκα χρόνια στην πατρίδα. Εδώ στα Τρίκαλα? στη γενέτειρα του άντρα μου? εδώ παντρεύτηκα και εδώ ζω με το σύζυγο μου? η δική μου γενέτειρα είναι το Νεοχώρι-Οιχαλία. Μητέρα τριών παιδιών και τεσσάρων εγγονών.
Ο επαναπατρισμός μου, για πολλούς λόγους, δεν μου έδωσε τη χαρά που περίμενα. Χρόνους πολλούς στη Γερμανία, ίσαμε 36, μοναχά στη σκέψη ότι επιτέλους γυρίζω πίσω, ανατρίχιαζα? ένα γλυκό χτυποκάρδι, ένα ρίγος, μια σηκωμένη τρίχα ήταν τα χαρακτηριστικά μιας ωραίας διέγερσης.
Μετρημένοι οι συγγενείς στο τόπο μου. Κάποιοι σε κοιτούν με άλλο μάτι? κουκιά μετρημένα οι φίλοι, που καλοδέχτηκαν το γυρισμό μας. Αμέτρητοι εκείνοι που με μυστήριο τρόπο -που ακόμα δεν κατάλαβα- χάθηκαν ή κρύφτηκαν. Ίσως να φταίνε οι δεκάδες χρόνια που βρισκόμουνα στα ξένα. Αλλά βλέπω πως κι εδώ δεν έχουν σχέσεις μεταξύ τους, όπως παλαιότερα. Χάθηκε εκείνη η ζεστασιά? εκείνη η καλοσύνη, το φιλότιμο? θαρρώ μια κρυάδα σαν ένα ξενικό, άγνωστο πέπλο να σκεπάζει ακόμα και την καλημέρα και η συμπεριφορά, μου φαίνεται, δεν ξέρω, κάποιες φορές ξένη, παντάξενη, λες και ήρθε από άλλο πλανήτη. Όλα αυτά και άλλα περισσότερα, εδώ στην πόλη? σκέτη απογοήτευση και νιώθω πικραμένη. Πού να ’ξερα! Ο επαναπατρισμός μου ανάρμοστος, ανεδαφικός. Μοιάζει σαν μια νέα μετανάστευση-στην πατρίδα αυτή τη φορά. Αυτά είναι που δεν αφήνουν τη νοσταλγία ήσυχη και οι αναμνήσεις στήνουν χορό…
Στις μεγάλες καραβιές του ξενιτεμού ξενιτεύτηκα με την αδελφή μου στη Γερμανία. Μια διαφορετική Γερμανία από κείνη την βάρβαρη? την κατοχική. Πού να βρεις κουράγιο να την ψάξεις και να φανταστείς το νέο της πρόσωπο πώς τάχα μου να είναι. Εκείνο που γινότανε το Φλεβάρη του 1970, εδώ στα Τρίκαλα, ήταν ανεπανάληπτο. Η πόλη είχε πλημυρίσει από νέο κόσμο από τα γύρω χωριά. Άλλοι ερχότανε να παραλάβουν τα χαρτιά τους για να φύγουν. Άλλοι να υποβάλλουν τις ανάλογες αιτήσεις. Κάποιοι έδιναν φακελάκια στα γραφεία, ένα πραγματικό ανθρωποπάζαρο, το οποίο επαναλαμβάνεται σήμερα, χωρίς συνωστισμό και σάπια καράβια, χωρίς φακελάκι, αλλά ήσυχα και …πολιτισμένα αποκεφαλίζουν για μια ακόμα φορά την Ελλάδα. Σ’ εκείνες τις μεγάλες καραβιές, μόνο κοπέλες και γυναίκες φεύγανε εκείνη την εποχή. Οι πατεράδες μας, τα αδέλφια μας, οι άντρες μας, οι αρραβωνιαστικοί μας, οι αρχές μας, το επιτρέπανε? τέτοια μορφή είχανε δώσει στην ανεργία και στη φτώχεια.
Σε εκείνη τη μεταναστευτική δίνη βρέθηκα με την αδελφή μου για το μεγάλο ταξίδι όπου διήρκησε 36 ολόκληρα χρόνια. Τα καλλίτερα της ζωής μου. Ένα ταξίδι που δεν ήταν παρά μια παρένθεση στη ζωή με τη συνοδεία πολλών ονείρων. Όνειρα που μείνανε όνειρα και όσο περνούν τα χρόνια αρχίζουν να πραγματοποιούνται διαγράφοντας ένα μάταιο, το οποίο όλοι συναντούν στη στράτα τους.
Στη Γερμανία, λίγο πριν καταρρεύσει η «χρυσή» εποχή των δεκαετιών του 1970-1980, η στέρηση της οικογένειας, της πατρίδας και του χωριού, έκαναν τις σχέσεις μεταξύ των συμπατριωτών μας παραπάνω από άριστες. Σαν βρισκόμαστε συχνά σε κάποιο σπίτι, σε κάποια γιορτή, σε συζητήσεις που κάναμε για τη Γερμανία και για ό, τι συνέβαινε, θυμάμαι πως είχα αναφέρει:
«Η ιστορία, βρε παιδιά, δεν δείχνει να ’χει τέλος. Μάλλον την αρχή της αρχίσαμε να ζούμε και θα ’ναι μακρινή. Πάλι θα ξενυχτίσουμε, ξανά θα περπατήσουμε και πάλι θα θρηνήσουμε. Αυτή η Γερμανία, που ’ταν για μας η δεύτερη πατρίδα, μας πλήγωσε πολύ». Είναι κάπου είκοσι χρόνια από τότε που οι ναζί είχανε κάψει ζωντανούς κάποιους Τούρκους μετανάστες και όλοι μας είχαμε φοβηθεί και μαζευόμαστε σε σπίτια φιλικά για να κουβεντιάζουμε και το φόβο μας να αποβάλλουμε…
Στο χτες με γυρνά ο αναθεματισμένος νους μου, στα νεανικά μου χρόνια στο χωριό. Αναμνήσεις του χτες και του σήμερα συναντώνται με τη νοσταλγία. Οι εικόνες τρέχουν λες και κυνηγιούνται να πιάσουν πρώτη θέση, που δεν υπάρχει. Όλες, η μία μετά την άλλη, κάτι θέλουν να πουν, να αναπαραστήσουν ζωντανεύοντας τις αναμνήσεις, οι οποίες συνωστίζονται μπροστά μου…
Και να ’μαι στο όμορφο χωριό μου, στην Οιχαλία που τόσο αγάπησα και αγαπώ. Καλή και η πόλη, δε λέω, προπάντων η γειτονιά του ανδρός μου που δέθηκα μαζί της, αλλά και το χωριό είναι βαθιά ριζωμένο μέσα μου. Βέβαια βαθιά ριζώθηκε και η Γερμανία. Όμως τα πράγματα που βρήκα στην Ελλάδα, δεν με βοήθησαν ούτε να προσανατολιστώ, ούτε να προσγειωθώ στην πραγματικότητα που έδινε η επιστροφή! Άλλα περίμενα να βρω, άλλα βρήκα και το χειρότερο να ξεσηκώνεται η νοσταλγία, να διαμαρτύρεται γιατί τη θεωρούσα περιττή.
Ευτυχώς τα μικρά εγγόνια μου, κλέβουν πολλές από τις παραστάσεις του χτες και του σήμερα, του χωριού, της πόλης και της άλλοτε δεύτερης πατρίδας μου. Στα προσωπάκια τους ξεχνιέμαι. Στα λογάκια τους ταξιδεύω κι εκεί ακριβώς ρεζιλεύω το μάταιο, όπως είπα πιο πάνω. Δόξα τω γεραμπή, που έλεγε ο παππούς του ανδρός μου.
Στο χωριό μου βρίσκω νοερά καταφύγιο. Και όταν, αραιά και πού το επισκέπτομαι, αναζωογονείται η ψυχή μου. Σαν περνώ το κεντρικό δρόμο, με βλέπω με τις φίλες μου να κάνουμε βόλτα, πότε να κάνουμε καμιά επισκεψούλα σε καμιά φίλη και πότε να πηγαίνουμε στο σινεμά…, αμέ!, τι νομίζεται! Κεφαλοχώρι το χωριό μου, πάνω από πέντε χιλιάδες ψυχές, απ’ όλα είχε…
Στο χωριό μου σαν βρεθώ τρέχω όλα να τα προλάβω. Άλλα με το νου και άλλα να τα βλέπω, να τα αγγίζω και να τα προσκυνώ σαν τα ακριβότερα μνημεία που κρατά ζωντανά η μνήμη: Θυμάμαι και νοσταλγώ τη βόλτα στην πλατεία και στο κεντρικό δρόμο που θα βλέπαμε κρυφά κανέναν νεαρούλη. Τα εξωκκλήσια του Αϊ-Δημήτρη, του Αϊ-Γιώργη, της Άγιας-Αικατερίνης, το μοναστήρι και τις γιορτές τους. Το βουνό που πηγαίναμε για λάχανα, την ποταμιά για ξύλα και ακόμα και ψάρια ψαρεύαμε, όταν ο Νεοχωρίτης ποταμός θύμωνε, ξεχείλιζε και γιόμιζε το επίπεδο χωριό με ψάρια.
Ο δεκαπενταύγουστος ήταν και παραμένει το αποκορύφωμα των γιορταστικών εκδηλώσεων του χωριού με τα δικά του και τα γύρω πανηγύρια των χωριών, τους αρραβώνες, τους γάμους και όλες τις χαρές που πρόσφερε ο παραδοσιακός και όμορφος τρόπος ζωής του χωριού μου. Με τα ξεφαντώματα του καρναβαλιού, τη χριστουγεννιάτικη γρουνοχαρά… να όπως τούτες τις μέρες, ελάχιστα αναβιώνει το έθιμο της γρουνοχαράς. Και ακόμα θυμάμαι το αρχαίο κάστρο της Οιχαλίας που το θάβει ο χρόνος και η ανθρώπινη αδιαφορία.
Κεφαλοχώρι το χωριό μου, πάνω από πέντε χιλιάδες ψυχές, τίποτα δεν του έλειπε… Όμορφο χωριό, καλοί και οι άνθρωποί του. Δουλευταράδες, ακούραστοι, αλύγιστοι και περήφανοι. Από μικροί δούλευαν μακριά σε άλλους τόπους για να βγάλουν το ψωμί τους, να ταΐσουν τα παιδιά τους και να παντρέψουν προικίζοντας τα κορίτσια τους. Δεμένοι με το χωριό τους? το αγαπούσαν και έτσι τα βγάζανε πέρα χρόνια τώρα.
Σαν άνοιξε η Γερμανία τις πόρτες της, ο Καναδάς και η Αυστραλία και ήχησαν τα τύμπανα της ξενιτιάς, άρχισαν ένας, ένας και σιγά, σιγά ολόκληρες καραβιές από νέους και νέες να φεύγουνε, όλο να φεύγουνε για τα ξένα. Στα μαγικά ακούσματα (τα λέω έτσι γιατί τώρα φαίνονται τα αποτελέσματα της ελλαδικής ορφάνιας) ότι η ξενιτιά έχει πολλά λεφτά, δε το άντεξαν. Δεν υπήρχε σπίτι που να μην έκλαψε για το μεγάλο χωρισμό που έφερνε η φυγή. Νέες μάνες αποχωρίζονταν από τα παιδιά τους, νέοι άφηναν τα χωράφια τους, τα σπίτια τους, τις αγαπητικιές τους και φεύγανε για την ξενιτιά να καζαντίσουν την τύχη τους.
Στις νέες πατρίδες τους πέσανε με τα μούτρα στις δουλειές τους. Άλλοι παντρεύτηκαν για να αντιμετωπίσουν το βάρος της ξενιτιάς και να προκόψουν πιο γρήγορα. Οι περισσότεροι φτιάξανε λεφτά, φτιάξανε και σπίτια-παλάτια στο χωριό με το όνειρο κάποια στιγμή να γυρίσουν να τα απολαύσουν και να τα χαρούν. Κάποιοι χαλάστηκαν-ξεστράτισαν και κάποιοι μας εγκατέλειψαν φεύγοντας για το μεγάλο ταξίδι
Μετά από πολλά χρόνια η πρώτη μας γενιά, να σαν την αφεντιά μου, αφού πια γέρασαν, πριν αποθάνουν στην ξενιτιά γύρισαν στον τόπο τους με άδεια την ψυχή τους σαν σακιά, αφού τα περισσότερα παιδιά τους μείνανε στη νέα τους πατρίδα και οι γονείς μας στο χωριό είχανε πλέον φύγει, παίρνοντας μαζί πολλά παράπονα που τους κέρασε ο χωρισμός του ξενιτεμού. Τώρα μετά από δεκαετίες σκληρής δουλειάς και στερήσεις, ζουν μέσα στα σπίτια-παλάτια τους, άδεια, άψυχα και κρύα, μένουν πλέον μόνοι, άλλος χήρος, άλλη χήρα, έχοντας κερδίσει η ξενιτιά τα παιδιά τους και αυτοί κληρονόμησαν το μάταιο? την άθλια και ανυπόφορη μοναξιά τους.
Μόνη τους σκέψη τώρα στα γηρατειά, πως και γιατί να ταιριάσει έτσι και μείνανε χωρίς παιδιά; (Τάχα μου και οι δικοί μας γονείς το ίδιο δεν έζησαν; Ποιος ξέρει άραγε πώς θα είναι τα δικά μας παιδιά όταν πια γεράσουν;) Βέβαια πολλοί στο χωριό ακόμα μπορούν και στέκονται όρθιοι, τα βολεύουν. Τι θα γίνει όταν πλέον τα γηρατειά τους θα είναι δύσκολα; Ποιος θα τους πάει στο γιατρό, ποιος θα τους φέρει τα φάρμακα, ποιος θα τους φέρει τα ψώνια, ποιος θα είναι δίπλα του να του πει ένα λόγο και ποιος θα του χαϊδέψει το χιονισμένο κεφάλι του; Τα παιδιά είναι μακριά, έχουν οικογένειες και δικά τους προβλήματα δεν μπορούν με τίποτα να βοηθήσουν. Έτσι η μοναξιά και η αβεβαιότητα μπερδεμένα με το φόβο των καθημερινών ληστειών κυριαρχούν. Αντίδοτο η ανάμνηση και η νοσταλγία. Ευτύχημα που κι εδώ, στην πατρίδα μας, έχουμε μετανάστες που προσφέρουν υπηρεσίες στα γηρατειά μας.
Χρόνια Πολλά- Καλή Χρονιά
Τρίκαλα 24 του Δεκέμβρη του 2015
Τρίκαλα 20 του Δεκέμβρη του 2018
Μαρία Β. Φασούλα-Κυρίτση