Ο νέο(δημοκρατικό)ς προϋπολογισμός του 2022

Δείτε και άλλα θέματα στην ενότητα:
Ο νέο(δημοκρατικό)ς προϋπολογισμός του 2022

Ψηφίστηκε στην Βουλή, στις 18 Δεκεμβρίου 2021, ο κρατικός προϋπολογισμός του 2022, ο οποίος, ως γνωστόν, αποτελεί τον κεντρικό άξονα άσκησης οικονομικής πολιτικής από πλευράς κυβέρνησης για το επόμενο έτος. Είναι κι αυτός ένας ακόμα προϋπολογισμός που υπηρετεί την ίδια πολιτική, της λιτότητας για τους πολλούς και των κάθε μορφής ενισχύσεων για τους λίγους.

Πολιτική που είχε ενταθεί με τα Μνημόνια και συνεχίζει στην ίδια λογική, ακόμα και στις συνθήκες του κορωνοϊού. Μάλιστα, με αφορμή την πανδημία, αξιοποιούνται ο φόβος και οι δύσκολες συνθήκες για γοργότερους ρυθμούς, χωρίς κοινωνικές αντιστάσεις, μετάβασης στο νέο μοντέλο «ανάπτυξης» σύμφωνα με τις έξωθεν επιλογές, τόσο σε επίπεδο σύλληψης-σκέψης (Σύνοδος Νταβός, «Μεγάλη Επανεκκίνηση») όσο και στην πρακτική τους εφαρμογή (ΕΕ, «πράσινη και ψηφιακή μετάβαση»).

Τα βασικά στοιχεία του προϋπολογισμού συνοψίζονται στα γνωστά στοιχεία της νεοφιλελεύθερης πολιτικής που υπηρετεί με ακραίο τρόπο η παρούσα κυβέρνηση της ΝΔ, αλλά εφάρμοσαν κι όλες οι προηγούμενες.

Η μείωση των κοινωνικών δαπανών είναι ένα ακόμα αναμφισβήτητο γεγονός, παρά τις συνθήκες του κορωνοϊού. Οι δαπάνες που αφορούν υγεία, πρόνοια, ανεργία και τοπική αυτοδιοίκηση είναι μειωμένες έναντι του 2021 κατά 1,7 δις. ευρώ. Οι δαπάνες υγείας, ενώ η πανδημία συνεχίζεται και είμαστε στο «τέταρτο κύμα», είναι μειωμένες κατά 560 εκατ. ευρώ.

 Οι επιδοτήσεις για την ανεργία είναι κι αυτές μειωμένες κατά 200 εκατ. Ευρώ (15%).
Κύρια πηγή προβλημάτων τα επόμενα έτη θα είναι το δημόσιο «χρέος» και οι δεσμεύσεις για την εξυπηρέτηση του σε συνδυασμό με την επαναφορά, με όποια μορφή, του «συμφώνου σταθερότητας» που σημαίνει ξανά αυστηροί δημοσιονομικοί κανόνες μετά το 2022. Το δημόσιο «χρέος», με τα στοιχεία της κυβέρνησης, ανέρχεται το 2021 σε 350 δις. Ευρώ και αντιστοιχεί σχεδόν στο διπλάσιο του ΑΕΠ.(197,1%). Για την εξυπηρέτηση του, εν μέσω κορωνοϊού, οι τόκοι που έχουν πληρωθεί αντιστοιχούν στο 3,5% ετησίως του ΑΕΠ (περίπου 6 δις. ευρώ), ενώ το σύνολο των δαπανών για την εξυπηρέτηση του (τόκοι και χρεολύσια) αντιστοιχούν στο 10% (18 δις. ευρώ ετησίως).

Η επαναφορά του «σύμφωνου σταθερότητας» από το 2023 ως κεντρική πολιτική της ΕΕ, σε συνδυασμό με τις ανειλημμένες υποχρεώσεις των εγχώριων κυβερνήσεων (και επί ΝΔ και επί ΣΥΡΙΖΑ) για πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα για την εξυπηρέτηση του «χρέους», θα πιέσουν πολύ την Ελληνική οικονομία. Παράλληλα, τα περιθώρια αύξησης του ΑΕΠ, μετά την επαναφορά στα προ κορωνοϊού επίπεδα (που αναμένεται να γίνει το 2022 ή το 2023), θα είναι περιορισμένα, όπως είχε εκτιμηθεί αρκετές φορές.       
    
Η πίεση των δημοσιονομικών κανόνων και του «χρέους» σε συνδυασμό με τις αβεβαιότητες που δημιουργούνται λόγω των δυσμενών οικονομικών εξελίξεων (τιμές ενέργειας, πληθωρισμός που δεν οφείλεται μόνο στις τιμές ενέργειας και όπως φαίνεται δεν θα είναι πρόσκαιρος), αλλά και της εξέλιξης της πανδημίας με τις νέες μεταλλάξεις και τις συνέπειες της, τόσο στον κοινωνικό όσο και στον οικονομικό τομέα, διαμορφώνουν ένα σαφώς δυσοίωνο μέλλον.

Συνολικά, ο κρατικός προϋπολογισμός της ΝΔ που ψηφίστηκε όχι μόνο δεν δίνει λύσεις σε προβλήματα της Ελληνικής οικονομίας, αλλά αντίθετα τα επιδεινώνει οδηγώντας μεγάλα τμήματα της κοινωνίας σε απόγνωση, ανεξάρτητα αν στην παρούσα περίοδο αυτή η λαϊκή αγανάκτηση δεν εκφράζεται.

Γιώργος Μισιάκας   

 

 

Επιστροφή