“Το ελληνικόν εόν όμαιμόν τε και ομόγλωσσον και θεών ιδρύματα κοινά και θυσίαι ήθεά τε ομότροπα” (Ηρόδοτος, Ουρανία 144,υπάρχει και το ελληνικό έθνος από το ίδιο αίμα και με την ίδια γλώσσα με εμάς, με το οποίο έχουμε κοινά ιερά των θεών και κοινές θυσίες και ήθη κοινά).
*Αφιέρωμα στην Παγκόσμια Ημέρα της Ελληνικής Γλώσσας.
“Το ελληνικόν εόν όμαιμόν τε και ομόγλωσσον και θεών ιδρύματα κοινά και θυσίαι ήθεά τε ομότροπα” (Ηρόδοτος, Ουρανία 144,υπάρχει και το ελληνικό έθνος από το ίδιο αίμα και με την ίδια γλώσσα με εμάς, με το οποίο έχουμε κοινά ιερά των θεών και κοινές θυσίες και ήθη κοινά).
Με την παραπάνω θέση τους οι Αθηναίοι-δια της γραφής του Ηροδότου-προσδιορίζουν με σαφήνεια τις βασικές συντεταγμένες της εθνικής ταυτότητας και συνείδησης των Ελλήνων. Δεσπόζουσα θέση σε αυτήν κατέχει η γλώσσα, το “ομόγλωσσον”.
“Eσμέν Έλληνες το γένος ,ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί”.
Στα βυζαντινά χρόνια ο Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων υπερασπιζόταν με πάθος την Ελληνικότητα του Βυζαντίου-βυζαντινών επισημαίνοντας το δομικό στοιχείο της Ελληνικότητας την φωνή-Γλώσσα. Αντίθετα ο Πατριάρχης Γεννάδιος αντέτεινε το “Έλλην ων την φωνήν, ουκ αν ποτέ φαίην Έλλην είναι…”. Πλήρης διάσταση απόψεων που προλείανε την πτώση της Πόλης το 1453 μχ.
Στους κατοπινούς χρόνους ο Κ. Καβάφης περιγράφει την μελαγχολία κάποιων Ελλήνων της διασποράς (κάτοικοι της Ποσειδωνίας, Νότια Ιταλία), όταν συνειδητοποίησαν πως έπαψαν να μιλούν την προγονική τους γλώσσα, τα Ελληνικά, και “να ζουν και να ομιλούν βαρβαρικά”.
“Και πάντα μελαγχολικά τελείων η γιορτή / τους. / Γιατί θυμούνται που κι αυτοί ήσαν ‘Ελληνες- / Ιταλιώται έναν καιρό κι αυτοί / και τώρα πώς εξέπεσαν, πώς έγιναν, / να ζουν και να ομιλούν βαρβαρικά / βγαλμένοι-ω συμφορά!-απ τον / Ελληνισμό” (Ποσειδωνιάται).
Από μία άλλη οπτική γωνία ο ποιητής Γ. Σεφέρης ανησυχεί για το μέλλον της ελληνικής γλώσσας επισημαίνοντας έμμεσα την ανάγκη προστασίας της.
“Ο Θεός μας χάρισε μία γλώσσα ζωντανή, εύρωστη, πεισματάρα και χαριτωμένη, που αντέχει ακόμη, μολονότι έχουμε εξαπολύσει όλα τα θεριά για να τη φάνε. Έφαγαν όσο μπόρεσαν, αλλά απομένει η μαγιά, έτσι θα έλεγα, παραφράζοντας τον Μακρυγιάννη. Δεν ξέρω πόσο θα βαστάξει ακόμη αυτό. Εκείνο που ξέρω είναι ότι η μαγιά λιγοστεύει και δεν μένει πια καιρός για να μένουμε αμέριμνοι… θα βρεθούμε στο τέλος μπροστά σε μια γλώσσα εξευτελισμένη, πολύσπερμη και ασπόνδυλη”.
Οι παραπάνω θέσεις και απόψεις, ίσως, αιτιολογούν και δικαιολογούν την καθιέρωση της Παγκόσμιας Ημέρας της Ελληνικής Γλώσσας σε συνδυασμό με την ημέρα μνήμης του Δ. Σολωμού. Κι αυτό γιατί η γλώσσα δεν συνιστά μόνον ένα μέσο-εργαλείο επικοινωνίας των ανθρώπων ή μέσο με το οποίο ο άνθρωπος εξωτερικεύει τους στοχασμούς και τα συναισθήματά του, αλλά και βασικό παράγοντα διαμόρφωσης της εθνικής ταυτότητάς του.
Γλώσσα και Εθνική Ταυτότητα
Η γλώσσα, δηλαδή, ενοποιώντας και ομογενοποιώντας τις επί μέρους διαφορές των κατοίκων μιας χώρας οικοδομεί τον κορμό της εθνικής ταυτότητας. Αυτό πραγματώνεται στο βαθμό που η γλώσσα είναι η έκφραση, η ιστορία, η ζωή, η νοοτροπία, η πραγματικότητα και η σκέψη ενός λαού. Γι αυτό με δεδομένη την διαλεκτική σχέση της Γλώσσας με την Σκέψη, όταν αφαιρείς μία λέξη από το σώμα της εθνικής γλώσσα, αφαιρείς ταυτόχρονα και έναν τρόπο σκέψης.
“Το να κάνεις την γλώσσα ενός έθνους φτωχότερη κατά μία λέξη είναι σαν να κάνεις το “σκέπτεσθαι” του έθνους φτωχότερο κατά μία έννοια”. (Σοπενχάουερ).
Οι λέξεις-έννοιες που χρησιμοποιούν τα μέλη μιας εθνικής κοινότητας διαμορφώνουν, συνυφαίνουν αλλά και διασώζουν την μοναδικότητα και την ιδιοπροσωπία αυτού του λαού. Η εθνική γλώσσα είναι ένα αρχείο, ένα μουσείο, ένα θησαυροφυλάκιο στο οποίο ο λαός καταθέτει τις σκέψεις, τα αισθήματα, την βούληση και όλα τα τεκμήρια της πνευματικής του πορείας “κάθε έθνος μιλάει με τον τρόπο που σκέφτεται και σκέφτεται με τον τρόπο που μιλάει”.
Η Γλώσσα μάς Κατέχει…
Ένας Γερμανός φιλόσοφος παλιότερα είχε τονίσει πως “λέμε κατέχω μία γλώσσα αλλά στην πραγματικότητα εκείνη μας κατέχει”.
Η βιολογική και πνευματική ζωή του ανθρώπου είναι συνυφασμένη πέραν των άλλων και με ένα γλωσσικό περιβάλλον. Το άτομο, δηλαδή, δεν υποχρεώνεται μόνο να υιοθετήσει έναν δοσμένο γλωσσικό κώδικα αλλά κυριεύεται και διαμορφώνεται απ αυτόν. Οι βασικές πτυχές της ύπαρξής του (πνευματική, κοινωνική, ψυχοσυναισθηματική, ηθική) εξουσιάζονται από την γλώσσα.
Σε πνευματικό επίπεδο οι λέξεις-έννοιες συνιστούν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την γέννηση της σκέψης αλλά και το βασικό όχημα εξωτερίκευσής της. Η όλη διανοητική συγκρότηση και εξέλιξη προσδιορίζεται απόλυτα από το γλωσσικό απόθεμα. Η γνώση, η απορία, η κριτική και ο στοχασμός είναι γλωσσικά δομημένα.
Ωστόσο και ο ψυχοσυναισθηματικός κόσμος του ανθρώπου διαμορφώνεται από την γλώσσα, αφού τα συναισθήματά του περιχαρακώνονται στα όριά της. Η αγάπη, η συμπόνια, ο φόβος ,η αγωνία, ελπίδα, η χαρά κι ένα άλλο πλήθος συναισθημάτων γεννιούνται και εκφράζονται με τις ανάλογες λέξεις-έννοιες. Τα πλούσια, δηλαδή, συναισθήματα χρειάζονται πλούσιο λόγο για να εκφραστούν και να μεταδοθούν.
Επιπρόσθετα και η κοινωνική ύπαρξη του ατόμου είναι γλωσσικά προσδιορισμένη. Η διαδικασία κοινωνικοποίησης, ως μιας αναγκαίας φάσης, πραγματώνεται με την βοήθεια της γλώσσας. Κι αυτό γιατί οι νουθεσίες, οι απαγορεύσεις, ο κοινωνικός έλεγχος και οι επιβραβεύσεις είναι γλωσσικά θεμελιωμένες. Εξάλλου οι κοινωνικές σχέσεις, η διανθρώπινη επικοινωνία, ο κοινωνικός προβληματισμός και τα κυρίαρχα πρότυπα-αξίες είναι γλωσσικά σχηματοποιημένα. Ο κοινωνικός άνθρωπος κινείται και αναπτύσσεται μέσα σε ένα δοσμένο γλωσσικό περιβάλλον που διαμορφώνει και καθορίζει καταλυτικά το “κοινωνικό” του “είναι”.
Τέλος κυρίαρχη είναι η παρουσία της γλώσσας και στην ηθική υπόσταση του ανθρώπου. Οι έννοιες του ηθικού και του ανήθικου, του καλού και του κακού, του δικαίου και του αδίκου είναι εννοιολογικά προσδιορισμένες. Το βασικό τους, δηλαδή, υπόβαθρο είναι γλωσσικό. Ο δύσκολος χώρος της ηθικής με τις ποικίλες διαβαθμίσεις εμπλουτίζεται από το γλωσσικό χρηματοκιβώτιο κάθε κοινωνίας. Η ηθική συνείδηση, ως ίδιον γνώρισμα του ανθρώπου, είναι προϊόν της γλωσσική επάρκειας κι αυτάρκειάς του. Οι ηθικές απαγορεύσεις οι ηθικές αξιολογήσεις και οι ηθικοί προβληματισμοί είναι βαθύτατα γλωσσικά δομημένοι.
Δεν απέχει, λοιπόν, πολύ από την πραγματικότητα η θέση πως ο άνθρωπος εξουσιάζεται από τις λέξεις του που ασκούν μία ευεργετική και διαπαιδαγωγητική κατοχή στην συνείδησή του.
Ίσως την αξία και την ιδιότυπη εξουσία που ασκεί ποικιλοτρόπως η γλώσσα στην συνείδησή μας, τις καταγράφει ένα τσιγγάνικο τραγούδι:
“Πες μου, άνθρωπε ,πού είναι η γη μας, / τα βουνά, τα ποτάμια, οι κοιλάδες, / και τα δάση μας; / Πού είναι η χώρα μας; Πού είναι οι τάφοι μας; Είναι στις λέξεις, στις λέξεις της γλώσσα μας”.