Η Ελληνική αλήθεια για την Εργατική Πρωτομαγιά
Η 1η του Μαΐου αποτελεί μέρα σταθμό για τα δικαιώματα των εργατών παγκοσμίως και βάφτηκαν με το αίμα αυτών στο Σικάγο στις αρχές του Μαΐου του 1886 που ήταν το μεγαλύτερο τότε βιομηχανικό κέντρο των ΗΠΑ. Κύριο αίτημα τους ήταν η μείωση των ωρών εργασίας και σύνθημα «Οχτώ ώρες δουλειά, οχτώ ώρες ανάπαυση, οχτώ ώρες ύπνο».
Στην Ελλάδα το 1892 έγινε η πρώτη πρωτομαγιάτικη συγκέντρωση στην Ελλάδα, από τον Σοσιαλιστικό Σύλλογο του Καλλέργη…
Το 1893, 2000 εργάτες διαδήλωσαν ζητώντας οχτάωρο, Κυριακή αργία και κρατική ασφάλιση στα θύματα εργατικών ατυχημάτων.
Το 1894, γίνεται μια μεγάλη συγκέντρωση με τα ίδια αιτήματα που λήγει με 10 συλλήψεις και τον Αύγουστο ακολουθεί σύλληψη του σοσιαλιστή Σταύρου Καλλέργη.
Το εργατικό κίνημα ταλανιζόταν για καιρό όμως ποιος ήταν αυτός που καθιέρωσε την 1η Μαΐου και έδωσε στους Έλληνες εργάτες και εργαζόμενους τα δικαιώματα που σήμερα καταπατά η κυβέρνηση;
Ο, για πολλούς δικτάτορας και φασίστας, εθνικός κυβερνήτης για εμάς Ιωάννης Μεταξάς.
Πολλοί θα πουν ότι τον Μάιο του 1936 είχε χτυπήσει με στρατό την συγκέντρωση των καπνεργατών στην Θεσσαλονίκη πράγμα αληθές αλλά σύμφωνα με δηλώσεις του ίδιου : «Κατέστη φανερόν ότι οι σκοποί οι επιδιωκόμενοι από τους διευθύνοντας την απεργιακήν κίνησιν είναι πολιτικοί, ανατρεπτικοί και όχι οικονομικοί».
Οπότε για άλλη μια φορά κατέστη σαφές ότι οι καπηλευτες του αίματος του Ελληνικού λαου και της εργατικής τάξης επεδίωξαν και πάλι να παρασύρουν τους Έλληνες εργάτες και να τους μπολιάσουν με το διεθνιστικό τους δηλητήριο με την απουσία των εθνικιστών στο πλευρό τους να είναι και πάλι αισθητή.
Ο Ιωάννης Μεταξάς λοιπόν όταν ανέλαβε την ηγεσία του έθνους έκανε κάτι που για άλλους θα φάνταζε εξωπραγματικό διόρισε υπουργό εργασίας έναν κομμουνιστή τον Αριστείδη Δημητράτο.
Ο Δημητράτος μετά τα γυμνασιακά του χρόνια δραστηριοποιήθηκε στο συνδικαλιστικό κίνημα. Στην δεκαετία του ’20 ανέλαβε ηγετικές θέσεις στην ΟΚΝΕ και το 1925 εκλέχθηκε Γ.Γ του Εργατικού Κέντρου Θεσσαλονίκης.
Ταυτόχρονα, αποχώρησε από το ΚΚΕ, στράφηκε στον αντικομμουνισμό και εντάχθηκε στη συντηρητική παράταξη, στην οποία και παρέμεινε ως το τέλος της ζωής του. Το 1926, μάλιστα, ως εκπρόσωπος της συντηρητικής παράταξης στο 3ο Συνέδριο της ΓΣΕΕ κατήγγειλε τη Διοίκηση της Συνομοσπονδίας για «υποταγή στον Κομμουνισμό». Το 1928 εκλέχθηκε Γενικός Γραμματέας της ΓΣΕΕ και το 1929 μέλος του Ανωτάτου Οικονομικού Συμβουλίου.
Όταν λοιπόν την 4η Αυγούστου 1936 ο εθνάρχης ανέλαβε την διακυβέρνηση του έθνους ο Δημητράτος θα διοριστεί για πρώτη φορά Υπουργός Εργασίας. Παράλληλα το 1937 θα διοριστεί και στη θέση του Γενικού Γραμματέα της Εθνικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας, όπως είχε μετονομάσει ο Μεταξάς τη ΓΣΕΕ.
Επί υπουργίας Δημητράτου καθιερώθηκε το Οχτάωρο στην Ελλάδα. Αυτό είναι ένα μόνο από τα κοινωνικά έργα που καθιέρωσε το καθεστώς παραθέτουμε ορισμένα προς γνώση όλων :
25 – 12 – 1936 Ιδρύεται οικονομική αστυνομία για την δίωξη του λαθρεμπορίου και την πάταξη της φοροδιαφυγής!
27 – 12 – 1937 Μέτρα της κυβέρνησης υπέρ των σταφιδοπαραγωγών. Ενισχύεται ο ΑΣΟ κι απαγορεύεται η επέκταση των φυτειών!
02 – 04 -1937 Καθιερώνεται η πρώτη Μαϊού ως εορτή της εργασίας!
02 – 05 – 1937 Συνίσταται Ταμείο Ασφάλισης Εμπόρων κι ορίζεται το πρώτο διοικητικό του συμβούλιο!
25 – 08 – 1937 Με απόφαση του υπουργού Εργασίας συστάθηκαν γραφεία ευρέσεως εργασίας σε μεγάλες πόλεις της χώρας!
27 – 09 – 1937 Από την 15η Νοεμβρίου αρχίζει η τακτική λειτουργία του Οργανισμού Κοινωνικών Ασφαλίσεων!
20 – 04 – 1938 Καθιερώνεται ο θεσμός της Αγροτικής Ασφάλειας σε όλη την χώρα, για την πρόληψη και καταστολή αγροτικών αδικημάτων!
30 – 11 – 1938 Αρχίζει η πλήρης ιατρική περίθαλψη των ασφαλισμένων στο ΙΚΑ και προσλαμβάνονται οι απαραίτητοι γιατροί!
Βλέπουμε λοιπόν ότι σχεδόν όλα όσα μας λένε οι ανθέλληνες διεθνιστές της αριστεράς όλα αυτά για τα οποία υποτίθεται μάχονται πήραν σάρκα και οστά επί Μεταξά και περατώθηκαν από κομμουνιστή υπουργό.
Για την ιστορία σας παραθέτουμε το πως ανέλαβε αυτή την θέση ο Αριστείδης Δημητράτος:
Το βράδυ της 4ης Αυγούστου η αστυνομία για πολλοστή φορά πήγε στο σπίτι του Δημητράτου. Ο Δημητράτος συνηθισμένος από τις άλλες φορές ετοίμασε βιαστικά την βαλίτσα για την εξορία. Ο αστυνόμος ήταν βιαστικός. «Γρήγορα του λέει». «Καλά ντε περίμενε λιγάκι να ετοιμαστώ» λέει ο Δημητρατος.
«Τόσο πολύ βιάζεται ο Μεταξάς να με στείλει εξορία;» Τον συνέλαβαν άρον άρον και γραμμή στο σπίτι του Μεταξά.
Τον υποδέχτηκε χαμογελαστός ο Εθνικός κυβερνήτης. «Είσαι ο κομμουνιστής Δημητράτος έτσι δεν είναι»; «Ναι» απαντά ο Δημητράτος. «Και πιστεύεις στα δίκαια των εργατών αν δεν κάνω λάθος».
«Βεβαίως» λέει ο Δημητράτος. «Ιδού λοιπόν. ΑΠΟ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΣΤΙΓΜΗ ΔΙΟΡΙΖΕΣΑΙ υπουργός εργασίας!!!
Τα οικονομικά είναι συγκεκριμένα με αυτα θα κινηθείς και θα κάνεις φιλεργτατικούς νόμους. Μην ανησυχείς εγω θα σε καλύπτω αρκεί να αγαπάς τους εργάτες.
Οι Έλληνες εργάτες έχουν πατρίδα θρησκεία οικογένεια και ψυχή και ξυπνούν πολεμώντας αυτούς που τόσα χρόνια γλεντουν πάνω στο αίμα τους και τον ιδρώτα τους».
Αυτή είναι η σχέση έχει ο Ιωάννης Μεταξάς με την υποχρεωτική αργία της 1ης Μαΐου
Πρωτομαγιά 1939 – Ομιλία Ιωάννη Μεταξά
«Η μεταξική βαρβαρότητα αφορά μόνο τους κομμουνιστές που ο Μεταξάς τους λιάνισε στην κυριολεξία, όπως άλλωστε όλοι οι φασίστες δικτάτορες. [..]
Όπως και να’ ναι, δεν πρέπει να αποσιωπούμε πως ο Μεταξάς είναι αυτός που:
1) Καθιέρωσε το θεσμό των συλλογικών συμβάσεων εργασίας
2) Επέβαλλε το θεσμό της κοινωνικής περίθαλψης
3) Καθιέρωσε το θεσμό της υποχρεωτικής άδειας,
4) Επέβαλλε το οχτάωρο»
Βασίλης Ραφαηλίδης (μαρξιστής)
Εργάτες και εργάτριες, Υπάλληλοι και λοιποί μισθωτοί,
Είναι σήμερα η Τρίτη Πρωτομαγιά, που γιορτάζουμε και τη γιορτάζουμε κυανόλευκη και όχι πια κόκκινη, που τη γιορτάζουμε χωρίς επιφυλάξεις του στρατού και της αστυνομίας, χωρίς φοβέρες, χωρίς συμπλοκές στους δρόμους, χωρίς αδειανούς δρόμους από το φόβο και από την τρομάρα των πολιτών. Που την γιορτάζουμε με χαρά, με ευφροσύνη και με συναδελφωσύνη και με αλληλεγγύη με όλο το Ελληνικό Έθνος.
Σεις οι εργάτες ξεύρετε πολύ καλά πως έγινεν η Μεταβολή αυτή. Γιατί αυτή η Μεταβολή εκυοφορείτο πολύ χρόνο πριν μέσα στη συνείδησι του Ελληνικού Λαού. Αλλά η αφορμή που έκανε να ξεπηδήση ο σπινθήρας που έδωκε τη φωτιά και άναψε η κίνησις και η Μεταβολή της 4ης Αυγούστου, ήτανε τα ζητήματα σας, τα ιδικά σας ζητήματα, εργάτες, τα ζωτικά σας, που είχανε τεθή επί τάπητος, ζητήματα που έπρεπε να λυθούν και χάριν της λύσεως αυτών εξερράγη η Μεταβολή. Ο εργατικός κόσμος το ξεύρει πολύ καλά, όπως το αισθανόμεθα και όλοι μας, ότι δεν ημπορούσε να ζη και να ευημερή όταν ολόκληρη η κοινωνία δεν ευημερή. Εργασία και κεφάλαιον, εργάτης και εργοδότης, αστικός κόσμος και εργατικός κόσμος, αγρότες και εργάτες είσθε όλοι συνηνωμένοι εις ένα σύνολον και δεν ημπορεί να ευτυχήση το σύνολον, ούτε ημπορεί να ευτυχήση ένα έκαστον από τα τμήματα αυτού, όταν αρμονικά δεν ευτυχούν όλα.
Γι’ αυτό, θα θέλω πάντα να σας θυμίζω την κατάστασι όχι μονάχα εκείνην, στην οποία ευρίσκετο ο εργατικός κόσμος πριν, αλλά και την κατάστασιν στην οποία ευρίσκετο ολόκληρον το Έθνος πριν, διότι από την κατάστασιν στην οποία ευρίσκετο ολόκληρον το Έθνος πριν, επήρχετο και η δυστυχία η ιδιαιτέρα του εργατικού κόσμου. Και δεν θέλω παρά δύο – τρία σημεία μονάχα να καταλάβετε, γιατί το ξεύρετε όλοι, αλλά αλλά για να θυμάσθε πάντα και να έχετε πάντα μπροστά σας το που ήμαστε πριν. Και παίρνω ένα αγρότη σ’ ένα χωριό της Ελλάδος, όπου είχε την μικρή του περιουσία, το μικρό του κτήμα, που το καλλιεργούσε με τον ιδρώτα του για να θρέψη τον εαυτό του και την οικογένειά του.
Αυτός, λοιπόν, ο αγρότης, κατώρθωσε να κάμη με τις οικονομίες του ένα μικρό μαγαζάκι, να δώση στο παιδί του μια μόρφωσι και να το βάλη σε καλή θέσι, γιατί το κτήμα θα το έπαιρναν τα άλλα του παιδιά.
Αυτόν λοιπόν τον αγρότην μιαν ημέρα τον ευρίσκει ο κομματάρχης του χωριού και του λέγει:
«Αν δεν ψηφίσης και δεν έλθεις μαζί μας, θα σου πάψουμε το παιδί σου, θα σου κλείσουμε το μαγαζί σου με την αστυνομία και δεν θα βρης δίκιο, γιατί ο ειρηνοδίκης είναι δικός μας, θα σου κόψουμε τα δάνεια από την Αγροτικήν Τράπεζαν και στα τελευταία, έπειτα από όλα αυτά και ως συνέπεια όλων αυτών, θα σου πάρουμε και το κτήμα σου».
Και αν αυτός ο δυστυχισμένος άνθρωπος, ο αγρότης, μπροστά σ’ αυτές τις απειλές και τις φοβέρες, αρχίση να κάμπτεται και να σκέπτεται να πάη να δουλέψη σ’ αυτό το κόμμα, του παρουσιάζεται τότε ο άλλος κομματάρχης που του λέγει:
«Αν πας με αυτούς, θα σου πάψουμε το παιδί σου, θα σου κλείσουμε το μαγαζί, θα σου κόψουμε τα δάνεια, θα σου πάρουμε το κτήμα». Τι να κάμη τώρα αυτός ο άνθρωπος ; Αν για μια στιγμή σκεφθή να εξαφανισθή και να μη ψηφίση κανέναν, τότε παρουσιάζονται και οι δύο μαζί οι κομματάρχαι και του λέγουν: «Αν δεν πας να ψηφίσης – και ο καθένας ενδιαφέρεται για τον εαυτόν του – τότε θα σε χαντακώσουμε ακόμη χειρότερα». Σκέπτεται τότε να τους γελάση και τους δύο και να πη στον καθένα ότι τον εψήφισε. Αλλ’ αυτοί δεν γελιούνται – και έχουνε τον τρόπο τους να μη γελιούνται – και του λενε: «Πρόσεξε, ημείς έχουμε χίλιες δυο κατεργαριές για να παρακολουθούμε τον ψήφο σου και για να ξεύρουμε τι έχεις γραμμένο επάνω στο ψηφοδέλτιο και, μάλιστα αν χρειασθή, προτού το γράψης ακόμα».
Τι θέλετε τότε να κάμη αυτός ο δυστυχισμένος άνθρωπος ; Τι θα έκαμνε στην απελπισία του, μου το είπε δημόσια, μπροστά σ’ όλους, ένας αντιπρόσωπος ενός συνεταιρισμού μόλις έμπαινα στη Μεσσηνία στην προχθεσινή περιοδεία μου.
Μου είπε: «Εμισήσαμε την γην μας και αναγκαστήκαμε να την παρατήσωμε να πάμε στην πόλον να ζήσωμε οπωσδήποτε, έστω και ελεεινά και τρισάθλια, αλλά να γλυτώσουμε από αυτές τις τρομάρες».
Πάρετε τώρα ένα δημόσιον υπάλληλον. Τι συνέβαινε με τους δημοσίους υπαλλήλους; Πολύν καιρόν πριν, κάθε φορά που ερχόταν μια Κυβέρνησις, δηλαδή, το ένα κόμμα, στην εξουσία, άλλαζε όλους τους δημοσίους υπαλλήλους, αρχίζοντας από τους γενικούς γραμματείς των Υπουργείων έως τους κλητήρας.
Αν συνέβαινε να γίνουν μέσα στο χρόνο τρείς κυβερνητικές μεταβολές, και συχνότατα εγίνονταν, άλλαζαν όλοι οι υπάλληλοι τρείς φορές. Εκείνοι δε οι υπάλληλοι που επαύοντο περίμεναν πότε θα έλθη το κόμμα των στην αρχή για να τους διορίση πάλιν. Και μαζεύονταν σε μια ωρισμένην πλατεία, στα καφενεία της πλατείας αυτής και περίμεναν πότε θα πέση η Κυβέρνησις για να διορισθούν. Και την εξεύρετε όλοι την πλατείαν αυτήν των Αθηνών γιατί από αυτές τις περιστάσεις ωνομάσθηκε πλατεία του Κλαυθμώνος. Κατόπιν, σε μια στιγμή που συνήλθεν κάπως ο κόσμος, είπαν: να κάμωμε μονίμους τους υπαλλήλους και ισοβίους τους δικαστάς, για να λείψη αυτή η αχρεία κατάστασις, που είχε καταρρίψει κάθε ιδέα κράτους σ’ αυτόν τον τόπον.
Και εκάμαμεν ισοβίους τους δικαστάς δια του Συντάγματος πλέον και μονίμους τους υπαλλήλους. Αλλά τι έγινε τότε; Ακούτε να ιδήτε: τα κόμματα δεν ωνομάζοντο πια κόμματα, αλλά ελέγοντο πολιτειακαί παρατάξεις. Και κάθε πολιτειακή παράταξις άλλαζε το Σύνταγμα και κάθε πολιτειακή παράταξις καταργούσε το άρθρον του Συντάγματος, που εξησφάλιζε την μονιμότητα των υπαλλήλων. Και τους έδιωχνε τους υπαλλήλους όλους και έπαυε τους δικαστάς και έπειτα ξαναέθετε εις ισχύν το Σύνταγμα, για να εξασφαλίση τους διορισθέντας. Αλλά όταν ήρχετο η άλλη πολιτειακή παράταξις εις την εξουσία, καταργούσε πάλιν τα άρθρα του Συντάγματος για την μονιμότητα των υπαλλήλων και των δικαστών και έδιωχνε εκείνους, που διώρισαν οι άλλοι, για να διορίση τους δικούς της.
Αυτή ήταν η κατάστασις του δημοσίου υπαλλήλου, από τον οποίον δημόσιον υπάλληλον εξαρτάται η διοίκησις του τόπου και η λύσις των ζητημάτων σας, η λύσις όλων των προβλημάτων της χώρας και οι οποίοι υπάλληλοι είναι το άμεσον στήριγμα κάθε Κυβερνήσεως.
Και έπειτα από αυτήν την κατάστασιν απορούμε όλοι πως εθερίεψεν ο κομμουνισμός. Τι θέλατε να κάμη; Τι θέλατε να γίνη όταν το κοινοβουλευτικόν καθεστώς είχε πέσει σε τόσον εξευτελισμόν; Αυτό ήταν το καθεστώς, το οποίον έλεγεν ότι εξεπροσώπει τας ελευθερίας του λαού και το οποίον έλεγεν ότι εξησφάλιζε την κυριαρχικήν θέλησιν του Ελληνικού Λαού.
Και είδατε από αυτά που σας είπα, τα ελάχιστα, ποια ήταν η κυρίαρχος θέλησις του Ελληνικού Λαού. Βέβαια, μέσα σ’ αυτήν την κατάστασιν, ο εργατικός κόσμος δεν ήταν δυνατόν παρά να ξεπέση και να ξεπέση στο πιο χαμηλό σημείο. Γιατί ο κόσμος αυτός ο αστικός – ας τον πούμε – ο κόσμος των κομματαρχών του τόπου, εθεωρούσε τον εργάτη ως έναν παρίαν. Αλλά ο εργάτης δεν επιέζετο μονάχα από αυτήν την κατάστασιν, αλλά και από μίαν άλλην.
Γιατί από το άλλο μέρος ήλθαν οι σωτήρες του εργατικού κόσμου, οι κομμουνισταί. Ήλθαν από το άλλο μέρος οι κομμουνισταί οι οποίοι έλεγαν στον εργάτη, εάν ο εργάτης ετύχαινε νάναι ευτυχής άνθρωπος και εάν ετύχαινε να ζη οπωσδήποτε ανθρωπινά: θα απεργήσης. Δηλαδή θα καταστραφής. Μα γιατί ; Γιατί εζητούσαν να φέρουν τον εργάτην στην εσχάτην αθλιότητα, για να ημπορέση μέσα στην εσχάτη αυτήν αθλιότητά του να απελπισθή και να πέση στα χέρια τους και να γίνη όργανον ασυνείδητον των ορέξεων που είχαν αυτοί. Και οι ορέξεις των ήταν να καταλάβουν την εξουσίαν, την οποίαν να την μεταχειρισθούν δικτατορικά, όπως την μεταχειρίσθηκαν αλλού δικτατορικά και βλέπετε τα αποτελέσματα ποια είναι. Βέβαια ένα Έθνος φιλότιμον και ένας λαός που έχει συνείδησιν των δικαιωμάτων του, ένας λαός σαν τον Ελληνικόν, δεν ημπορούσε να ανεχθή τη κατάστασιν αυτήν.
Και μέσα στην μάζαν την λαϊκή εκυοφορείτο σιγά – σιγά η εκδήλωσις της ανάγκης της Μεταβολής. Δεν ημπορούσε παρά να έλθη μιαν ημέραν η 4η Αυγούστου. Πιθανόν να μην ήρχετο ακριβώς την 4ην Αυγούστου. Πιθανόν σε μια άλλη ώρα να ήρχετο η Μεταβολή. Αλλά θα ερχόταν.
Το ότι ήλθε την 4η Αυγούστου δεν ήταν τυχαίο. Έγινε εκείνην την ημέραν για να αντιμετωπισθή μια κατάστασις, την οποία γνωρίζετε όλοι και την οποίαν όμως θα σας την ξαναθυμίσω και πάλιν.
Ενθυμείσθε ότι πριν από την 4ην Αυγούστουν επεχειρήσαμε να σώσωμεν τους εργάτας από την κατάστασιν όπου ευρίσκοντο και να ανυψώσωμε το επίπεδο της ζωής του εργατικού κόσμου. Είχα κάμει μιαν επιτροπήν και μέσα εις την επιτροπήν αυτήν πολύτιμον μου παρέσχε συνδρομήν όπως και κατόπιν ως υπουργός μου παρέσχε την πολύτιμον συνδρομήν του ο τώρα υπουργός της Εργασίας.
Και ενώ οι αντιπρόσωποι των εργοδοτικών τάξεων εφαίνοντο προθυμότατοι εις το να μας βοηθήσουν, παρετηρήσαμεν εκεί μέσα τα πρώτα σημεία της αντιδράσεως, η οποία αντίδρασι εξεδηλώθη κατόπιν.
Γιατί όταν είδε το κομμουνιστικό κόμμα ότι ήμουν αποφασισμένος να πραγματοποιήσω τας πρώτας αυτάς εργατικάς μεταρρυθμίσεις, παρουσιάσθηκε η επιτροπή του κόμματος εις το πολιτικόν μου γραφείον και μας εδήλωσε καθαρά ότι αν τολμήσωμεν να καθορίσωμεν ελάχιστον όριον ημερομισθίου, να κάμωμε συλλογικάς συμβάσεις και υποχρεωτικήν διαιτησίαν, το κομμουνιστικόν κόμμα θα κατέβαινε στους δρόμους των Αθηνών και όλης της Ελλάδας, θα προκαλούσε γενική απεργίαν και θα αιματοκύλιε τον τόπον. Αυτά μας έλεγαν οι προστάται των εργατών. Και τότε εγώ, προς απάντησιν, γιατί τους έβλεπα να υποστηρίζωνται από τα κομματικά στελέχη των διαφόρων κομματικών παρατάξεων, αφού είδα την κατάστασιν αυτήν, απεφάσισα και ετόλμησα την 4ην Αυγούστου.
Βλέπετε λοιπόν εσείς, ο εργατικός κόσμος της Ελλάδος, πόσον είσθε άρρηκτα συνδεδεμένος με το νέον καθεστώς. Εσείς και το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, το οποίον προ παντός προέκυψε δια τα ανάγκας τας ιδικάς σας, είσθε κατά τρόπον αδιάλυτον συνηνωμένοι. Έπειτα βέβαια επροχωρήσαμε γοργά εις τας μεταρρυθμίσεις. Τας γνωρίζετε, αλλά θέλω να σας αναφέρω μερικάς από αυτάς. Και πρώτα – πρώτα την ανεργίαν. Τον Ιούλιον του 1936, δηλαδή εδώ και τρία χρόνια περίπου, είχομεν 135.000 επάνω – κάτω ανέργους. Και βέβαια με την κατάστασιν στην οποίαν ευρίσκετο τότε ο τόπος ημπορούσαν να είναι ακόμα περισσότεροι. Με τα πρώτα μέτρα, τα οποία ελάβαμεν, κατά το μικρόν διάστημα, απερροφήθησαν 120.000 άνεργοι και δεν έμενε παρά ένας μικρός αριθμός ανέργων. Αλλά η ανεργία στην Ελλάδα ήταν πάντοτε επικίνδυνη, γιατί έχομεν υπ’ οψιν μας ότι κάθε χρόνον αυξάνουν οι εργάται και οι υπάλληλοι της Ελλάδος περίπου κατά 30.000.
Γιατί; Γιατί αυξάνει ο πληθυσμός. Ο κυριώτερος λόγος είναι αυτός. Αφού αυξάνει ο πληθυσμός κατά 90.000 ψυχές τον χρόνο, αυξάνει και ο εργατικός κόσμος κατά 30.000 ζεύγη εργατικών χειρών. Και δια τούτο έχομεν μιαν τάσιν προς έντασιν της ανεργίας. Είχαμε επομένως τον Οκτώβριον του 1938 περίπου 16.000 εργάτες ανέργους. Τον δε Μάρτιον του 1939 εφθάσαμεν εις τας 20.000 ανέργων. Και τώρα πάλι υπεχωρήσαμε εις τας 15.000. Δηλαδή έχομεν περίπου ένα 2 τοις εκατόν. Το πράγμα δεν είναι βέβαια καθόλου επικίνδυνον μέσα στις 900.000 εργατών της Ελλάδος. Χρειάζεται όμως πολλή προσοχήν και παρακολουθούμε μετά μεγίστης προσοχής το ζήτημα αυτό.
Τα μέτρα κατά της ανεργίας, τα οποία έχομεν λάβει, τα γνωρίζετε όλοι. Ήταν από το ένα μέρος μέτρα φύσεως νομοθετικής και διοικητικής και από το άλλο μέρος μέτρα φύσεως ηθικής. Τα μέτρα, νομοθετικής και διοικητικής φύσεως, ήταν η εισαγωγή του οκταώρου για τους εργάτας και του επταώρου για τους διανοητικά εργαζομένους εις όλους τους κλάδους της εργασίας της Ελλάδος. Ώστε σήμερον ημπορούμεν να είπωμεν, ότι αυτό αποτελεί την γενικήν εργατικήν κατάστασιν της Ελλάδος. Εκτός από αυτά βέβαια ήταν και διάφορα άλλα μέτρα. Τα δε μέτρα φύσεως ηθικής ήταν, ότι εκλείσαμεν τα διάφορα μεσιτικά γραφεία εργασίας, τα οποία εκμεταλλεύοντο την εργασίαν την προερχόμενη από αυτά.
Και ιδρύσαμεν γραφεία κρατικά εργασίας εις διαφόρους πόλεις της Ελλάδος, 20 εις αστικά κέντρα και 10 εις κέντρα ναυτικά. Αλλά σας το ξαναθυμίζω και πάλιν, ότι το πρόβλημα της ανεργίας, όσο και αν το περιεστείλαμεν πάντοτε, δεν ημπορεί να θεραπευθή παρά με την γενικήν ανύψωσιν της εργασίας εις την κοινωνίαν, δηλαδή με την έντασιν της βιομηχανικής παραγωγής, με την έντασιν του εμπορίου, με την μέριμναν υπέρ της ναυτιλίας μας και προ παντός με την βελτίωσιν των όρων της αγροτικής ζωής και την ανύψωσιν της καλλιεργείας της Ελλάδος. Γιατί κατ’ αυτόν τον τρόπον απορροφούνται αι εργατικαί χείρες από το ένα μέρος και από το άλλο μέρος εμποδίζεται η κάθοδος των αγροτών εις τα κέντρα και η μεταβολή αυτών εις εργάτας. Και από την άποψιν αυτήν ειργασθήκαμεν με την μεγαλυτέραν επιμονήν.
Σας τα είπα αυτά, για να καταλάβετε πόσον στενά είναι συνδεδεμένα το μέλλον και η ευημερία του εργατικού κόσμου με το μέλλον και την ευημερία όλων των άλλων κοινωνικών τάξεων της Ελλάδος.
Έρχομαι τώρα ειδικώτερα στο κατώτατο όριο του ημερομισθίου. Ξεύρετε πολύ καλά πόσον ελεεινά εμισθοδοτείτο πριν μεγάλος αριθμός μισθωτών. Εισηγάγομεν το κατώτερον όριον ημερομισθίου και τον κατώτερον μισθόν του υπαλλήλου., για να σας εξασφαλίσωμεν ζωή ανεκτήν, αλλά τα κατώτερα αυτά όρια έπρεπε να εξασφαλισθούν με τας συλλογικάς συμβάσεις. Το ημερομίσθιον και οι μισθοί προηγουμένως ήταν η πηγή όλων των ρήξεων μεταξύ εργοδότου και εργάτου και όλης της εκμεταλλεύσεως της κομματικής, η οποία εγίνετο προς αυτόν τον σκοπόν. Για να ρυθμισθή οριστικώς το ζήτημα του ημερομισθίου εχρειάσθησαν αι συλλογικαί συμβάσεις εργασίας. Έγινεν ο σχετικός νόμος, ο οποίος εφηρμόσθη. Το αποτέλεσμα της εφαρμογής του νόμου των συλλογικών συμβάσεων ήτο ποιον; Η ειρήνη η κοινωνική, η εξασφάλισις της ευημερίας του εργάτου και η ύψωσις του επιπεδου της ζωής αυτού.
Σε 22 ανέρχονται οι γενικές και σε 17 οι τοπικές συλλογικές συμβάσεις του 1936, σε 33 οι γενικές και 147 οι τοπικές συλλογικές συμβάσεις του 1937, σε 51 οι γενικές και 354 οι τοπικές συλλογικές συμβάσεις του 1938 και σε 12 οι γενικές και 84 οι τοπικές συλλογικές συμβάσεις του 1939. Σε 616.000 ανέρχονται οι εργατοτεχνίτες και σε 141.000 οι υπάλληλοι των οποίων καθορίζονται από συλλογικές συμβάσεις τα ημερομίσθια και οι μισθοί και σε 386.000 ανέρχονται οι εργατοτεχνίτες και 34.000 οι υπάλληλοι, που κατά την περίοδο των ετών 1938 – 1939 βελτιωθήκανε τα ημερομίσθια και οι μισθοί.
Καταλαβαίνετε λοιπόν ποιαν κολλοσιαίαν σημασίαν είχαν αι συλογικές συμβάσεις εργασίας και ποιο ήτο το αποτέλεσμα των για την ευτυχίαν σας και για την ευημερίαν σας. Ήταν ακριβώς εκείνο που ήθελαν να εμποδίσουν οι κομμουνισταί βοηθούμενοι και από τα κόμματα. Αλλά καταλαβαίνετε, με όλας τας συλλογικάς συμβάσεις και με όλα τα μέτρα τα οποία είπομεν, δεν λείπουν αι μικροδιαφοραί δηλαδή μεταξύ ατόμων ή μικρών ομάδων και εργοδοτών.
Αν αυταί αφήνοντο να λυθούν, όπως ελύοντο πριν, θα κατέληγον εις απεργίας, εις λοκ – άουτ, εις καταστροφάς της εργασίας και της βάσεως της ευημερίας σας. Εθέσαμεν λοιπόν τότε δια νόμου την υποχρεωτικήν διαιτησίαν, η οποία είναι υποχρεωτική και εις τα δύο μέρη και δια της οποία εξησφαλίσθη η δικαιοσύνη εις την εργασίαν. Και δια να σας αναφέρω μιαν μόνην περίοδον, σας λέγω, ότι από της 1ης Απριλίου 1938 μόνον παρουσιάσθηκαν συνολικώς προς επίλυσιν 70.000 περίπου εργατικαί διαφοραί, από τας οποίας επελύθησαν περίπου αι 60.000, αι δε λοιπαί 10.000 παρεπέμφθησαν εις τα δικαστήρια. Δηλαδή χωρίς συγκρούσεις αιματηράς, χωρίς απεργίας, χωρίς λοκ – άουτ τα 6/7 των εργατικών διαφορών επελύθησαν ειρηνικώς δια της διαιτησίας.
Και τέλος έρχομαι εις ένα ζήτημα, το οποίον ήτο το όνειρον του εργατικού κόσμου επί έτη μακρά. Εκείνο, του οποίου την σημαίαν σας την έδειχναν κάθε φοράν οι κομμουνισταί δια να σας καταγγέλουν την κοινωνίαν, ότι είναι κακή μητρυιά προς εσάς και εκείνο, το οποίον το καθένα από τα πολιτικά κόμματα ανέγραφε εις την σημαίαν του και το οποίον κανείς δεν το εφήρμοζε. Ημείς το ζήτημα αυτό το ευρήκαμε εκκρεμές, ημείς το ελύσαμε και το εφαρμόσαμε και θα το επεκτείνωμεν μέχρι τέλους, και εννοώ τας κοινωνικάς ασφαλίσεις, σας λέγω το εξής:
Στα 115 και πλέον χρόνια του ελευθέρου εθνικού βίου και μέχρις της 4ης Αυγούστου του 1936 είχαν ασφαλισθή, περιλαμβανομένων των στρατιωτικών και πολιτικών υπαλλήλων, αμέσως 283.833 πρόσωπα και εμμέσως 401.315, δηλαδή σύνολον 685.548. Εξ αυτών 2016.973 αμέσως ησφαλισμένα πρόσωπα και 288.375 εμμέσως ησφαλισμένοι ήσαν εγγεγραμμένα σε εργατοϋπαλληλικούς οργανισμούς υπαγομένους εις το υπουργείον Εργασίας.
Από την 4ην Αυγούστου του 1936 μέχρι σήμερα τα κλαδικά εργατοϋπαλληλικά Ταμεία ασφάλισαν αμέσως 151.158 νέα πρόσωπα και εμμέσως 225.763 μέλη οικογενειών, δηλαδή το σύνολον των νεοασφαλισθέντων προσώπων ανήλθεν εις 376.921 πρόσωπα. Επίσης στο Ίδρυμα των Κοινωνικών Ασφαλίσεων ασφαλίσθησαν αμέσως 315.100 πρόσωπα και εμμέσως 409.630 μέλη οικογενειών, δηλαδή συνολικώς ασφαλίσθησαν 724.730 νέα πρόσωπα. Έτσι το σύνολον των ασφαλισθέντων από της 4ης Αυγούστου και εντεύθεν ανήλθεν σε 1.101.651 πρόσωπα.
Συνεπώς το καθολικόν σύνολο των ησφαλισμένων προσώπων έφθασε τον Απρίλιον του 1939 1.806.762. Στον αριθμόν αυτόν περιλαμβάνονται 1.596.999 πρόσωπα των οποίων οι Οργανισμοί παρακολουθούνται και ελέγχονται από το Υπουργείον Εργασίας και 211.763 πρόσωπα, των οποίων οι Οργανισμοί υπάγονται εις άλλα υπουργεία.
Αυτή είναι η μεταρρύθμισις η κοινωνική, την οποίαν επεζητήσαμεν και την οποίαν κατορθώσαμεν να την φέρωμεν εις πέρας εν μέσω μυρίων δυσχερειών, πάντοτε όμως έχοντες την υποστήριξην ολοκλήρου της Ελλάδος και ιδιαιτέρως του εργατικού κόσμου. Και τώρα θυμάσθε, εργάται και υπάλληλοι, τι ελέγετο δια τας κοινωνικάς ασφαλίσεις. Αν εισαχθούν αι κοινωνικαί ασφαλίσεις, έλεγαν, θα καταστραφή η εργασία εις την Ελλάδα, θα χρεωκοπήσουν οι επιχειρήσεις και όχι μονάχα αι επιχειρήσεις, αλλά και το Δημόσιον Ταμείον. Βιβλία εγράφοντο, άρθρα εγράφοντο, δισταγμοί.
Τώρα ακούσατε το αποτέλεσμα της μικράς ακόμη περιόδου από τότε που εισήχθησαν αι κοινωνικαί ασφαλίσεις, δια να εννοήσετε πόσον φοβερά είναι η οικονομική καταστροφή, η οποία επήλθεν. Η εφαρμογή των κοινωνικών ασφαλίσεων, η επιμελής και προσεκτική, επέτρεψε κατά την περίοδον των ετών 1938 – 1939 την βελτίωσι των παροχών της ασφαλίσεως σε 153.000 ασφαλισμένους, την αύξησι των συντάξεων σε 14.700 γέροντας και ανικάνους, την χορήγησι εκτάκτων επιδομάτων στους ανικάνους και φυματικούς κατά τις εορτές των Χριστουγέννων και του Πάσχα και επί πλέον την καθιέρωσι ειδικού επιδόματος αεροθεραπείας σε όλους τους φυματικούς των κλαδικών εργατοϋπαλληλικών Ταμείων.
Ακόμη και η άσκησις του πραγματικού ελέγχου στην είσπραξι των οικονομικών πόρων, αλλά και η ανάπτυξις της ασφαλιστικής συνειδήσεως των εργατών, επέτρεψε σε οργανισμούς, που είχαν ασφαλίσει και την ανεργία, όπως των καπνεργατών, να χορηγήσουν βελτιωμένα επιδόματα ανεργίας κατά τα 1936 – 1937, 1937 – 1938 και 1938 – 1939. Σε 37.000.000 ανήλθαν τα χορηγηθέντα επιδόματα κατά τα έτη 1937 – 1939 στους περιοδικώς ανέργους καπνεργάτας. Και όμως παρά τις βελτιώσεις των παροχών σε 153.000 ασφαλισμένους, την αύξησιν των συντάξεων σε 14.000 γέροντας και ανικάνους, την καθιέρωσι της αεροθεραπείας των φυματικών και τα έκτακτα βοηθήματα στους ασθενείς και ανέργους, οι ασφαλιστικοί οργανισμοί αύξησαν τα κεφάλαιά τους.
Από τον Ιούλιο του 1936 μέχρι τον Απρίλιο του 1939 σημειώθηκε αύξησι των κεφαλαίων της κλαδικής ασφαλίσεως κατά 1.158.310.000 δρχ. και της κοινωνικής ασφαλίσεως κατά 340.000.000, δηλαδή το σύνολον της αυξήσεως ανήλθε σε 1.498.310.000. Επομένως τα αποθεματικά κεφάλαια των ασφαλιστικών οργανισμών των υπαγομένων στο υπουργείο Εργασίας ανήρχοντο κατά τον Απρίλιον σε 3.060.310.000. Αυτή είναι η περιουσία σου, εργατικέ κόσμε. Αυτή είναι η καταστροφή που επήλθε. Το ότι κατώρθωσες εσύ, ο εργατικός κόσμος, δια των Κοινωνικών Ασφαλίσεων όχι μονάχα το μεγάλο ηθικόν έργον, να εξασφαλισθούν, δηλαδή, τα πάσχοντα μέλη του εργατοϋπαλληλικού κόσμου, αλλά να γίνης συγχρόνως και ο μεγαλύτερος κεφαλαιούχος της Ελλάδος.
Δεν θα σας αναφέρω, δια να μη μακρηγορώ, τα τόσα άλλα ζητήματα τα οποία επελύθησαν, κυρίως δε την εργατικήν αναψυχήν, η οποία ευρίσκεται βέβαια εις τα πρώτα της βήματα, αλλά και τα οποία εφάνησαν τόσον επωφελή. Την αναψυχή θα την αναπτύξωμεν ακόμη περισσότερον, εις τρόπον ώστε πραγματικά η εργασία να είναι χαροποιός, έτσι που ο εργάτης ο πονών και κοπιάζων κατά τας ώρας της εργασίας του να έχη την αναγκαίαν εις τον άνθρωπον αναψυχήν, να εχη την απόλαυσιν του βίου, και των αγαθών του βίου, μάλιστα των πνευματικών, των οποίων εστερείτο μέχρι της μεταβολής της 4ης Αυγούστου.
Αλλά σας επαναλαμβών και πάλιν, πράγμα το οποίον δεν πρέπει να λησμονήτε ποτέ, όπως το αυτό πράγμα δεν πρέπει να το λησμονή ούτε ο αστικός εργοδοτικός κόμος, ούτε ο αγροτικός κόσμος, αποτελείτε ένα σύνολον αδιάσπαστον. Η ευημερία του εργατικού κόσμου εξαρτάται από την ευημερίαν του αγροτικού κόσμου, εξαρτάται από την ευημερίαν του βιομηχανικού και του εμπορικού κόσμου, καθώς και του ναυτιλιακού, όπως και αντιθέτως η ευημερία του εμπόρου, του βιομηχάνου, του εφοπλιστού, η ευημερία του αγρότου εξαρτάται από την ευημερίαν των εργατών της Ελλάδος.
Είσθε όλοι αδιάσπαστοι. Κανένας δεν ημπορεί να σας διαχωρίση. Και τα άλλα μέτρα τα οποία ελάβομεν και τα οποία επιτείνομεν, είναι η έντασις της βιομηχανικής παραγωγής, η έντασις της καλλιεργείας της ελληνικής γης, του εμπορίου και της δραστηριότητος της ναυτιλίας. Σας τα ανέφερα και προηγουμένως αυτά. Αλλά όταν λέγω έντασιν της βιομηχανικής παραγωγής, εννοώ την βιομηχανικήν παραγωγήν, η οποία να κατεργάζεται τα προϊόντα των οποίων έχει ανάγκη η χώρα και όσα παράγει η ιδία και όχι την βιομηχανικήν παραγωγήν όπως είναι η πολεμική παραγωγή. Βεβαίως και αυτή είναι αναγκαιοτάτη, αλλά δεν ημπορούμεν να στηριζώμεθα ει αυτήν δια την ευημερίαν του εργάτου, διότι άλλως τρέχομεν τον κίνδυνον, την στιγμή, όπου θα παύσουν αι πολεμικαί παρασκευαί εις όλην την Ευρώπην, τρέχομεν τον κίνδυνον να πάθωμεν και ημείς εκείνον το οποίον ασφαλώς θα πάθουν αι μεγάλαι βιομηχανικαί χώραι της Ευρώπης, δηλαδή μιαν ανεργίαν καταπληκτικήν και τρομεράν, της οποίας δεν ηξεύρω πως θα γίνη η αντιμετώπισης. Αυτό δεν θα το πάθη η Ελλάς.
Αι βιομηχανίαι της Ελλάδος δεν είναι πολεμικαί, εκτός ελαχίστης ποσότητος. Αι πολεμικαί βιομηχανίαι της Ελλάδος είναι απαραίτητοι τώρα και θα τας υποστηρίξωμεν, αλλ’ όταν θα έλθη η ειρήνη η βιομηχανική παραγωγή μας επί της οποίας θα στηρίζεται η ευημερία του εργατικού κόσμου θα είναι εδώ εις την Ελλάδα η βιομηχανία η ειρηνική. Η δε γεωργική παραγωγή, η οποία είναι απαραίτητον να ενταθή δια την σωτηρίαν του τόπου αυτού, θα ενταθή ακόμη περισσότερον και τούτο όπως αποφευχθή η εισροή των αγροτών εις τας πόλεις προς εύρεσιν εργασίας και συνεπώς όπως αποφευχθή η αύξησις του αριθμού των ανέργων και η νοσηρά κατάστασις της ανεργίας.
Πρέπει ο αγρότης να μάθη ότι την ευτυχίαν του θα την εύρη μόνον εις το χωριό του και θα πρέπη και πραγματικά να την ευρίσκη με την βοήθειαν την οποίαν θα του δώση το Κράτος.
Και τέλος προς επίστεψιν του οικοδομήματος, εσύ, ο εργατοϋπαλληλικός κόσμος, δεν ημπορούσες να μένης ανοργάνωτος, όπως ήσουν πριν με το πλήθος των αντιμαχομένων σωματείων.
Με την διάφορον ανώμαλον σύστασιν του οργανισμού σου δεν ημπορούσες να έχης την αντιπροσώπευσιν εκείνην, η οποία σου εχρειάζετο δια την περαιτέρω εξέλιξίν σου. Δι’ αυτό ωργανώσαμε τα σωματεία. Δι’ αυτό εθέσαμε εις πράξιν τον θεσμόν των αντιπροσωπευτικών σωματείων, δια των οποίων θα σχηματίζωνται υα εθνικά εργατοϋπαλληλικά κέντρα, εκ των οποίων κέντρων, θα προέρχεται, όπως προέρχεται ήδη, η Εθνική Συνομοσπονδία Εργατών της Ελλάδος.
Εργασία, πολύμοχθος, εργασία η οποία χρειάζεται υπομονήν τεραστίαν περιστάσεως εις περίστασιν και δια σωματείου εις σωματείον. Διότι όλα αυτά έπρεπε να γίνουν με την κοινήν συγκατάθεσιν των εργατών, εν πλήρει ειρήνη και ομονοία.
Δια το έργον αυτό οφείλω να αποδώσω χάριτας εις τον παριστάμενον υφυπουργόν της Εργασίας.
Έτσι, αγαπητοί μου εργάτες και εργάτριες, υπάλληλοι και λοιποί μισθωτοί, θα βαδίσωμεν προς τα εμπρός, σφικτά ενωμένοι, αλληλέγγυοι και σεις προς την Κυβέρνησιν και η Κυβέρνησις προς εσάς.
Αποτελείτε, όπως το έχω ειπεί πανταχού της Ελλάδος, τον ένα στύλον του κοινωνικού μας καθεστώτος και συνεπώς τον έναν στύλο της εθνικής μας υπάρξεως.
Τον άλλον στύλο αποτελούν οι αγρόται της Ελλάδος. Και επάνω εις αυτούς τους δύο στύλους είναι στηριγμένον ολόκληρο το εθνικόν κοινωνικόν οικοδόμημα, και πάνω εις αυτούς είναι στηριγμένη ολόκληρη η εθνική υπόστασις της Ελλάδος.
Επομένως οι στύλοι αυτοί πρέπει να είναι πάντοτε ισχυροί και καλοσχηματισμένοι. Δεν πρέπει να υπάρχει εις αυτούς μέσα ούτε το ελάχιστον σημείον, το οποίον να ημπορή να ελαττώση την αντίστασιν των.
Και γι’ αυτό η Κυβέρνησις σας έδωσε όλη την προσοχήν της και όλη την συμπάθειάν της, την πραγματική και ειλικρινή, η οποία είναι συμπάθεια προς τους ανθρώπους, οι οποίοι στηρίζονται επάνω εις τα μπράτσα τους δια να ημπορέσουν να εξασφαλίσουν και την ζωήν των και το μέλλον της κοινωνίας.
Σας ευχαριστώ θερμώς δια την πολυπληθή σας συγκέντρωσιν, η οποία είναι μια από τας μεγαλυτέρας συγκεντρώσεις τας οποίας έχω ιδεί, αν μάλιστα λογαριάσωμεν τον κόσμον ο οποίος δεν ημπορεί να εισέλθη εις αυτήν την πλατείαν και ο οποίος γεμίζει τας οδούς και τας παρόδους, η οποία είναι, επαναλαμβάνω, η μεγαλυτέρα συγκέντρωσις της χρονιάς αυτής.
Αυτή η συγκέντρωσις, αυτός ο ενθουσιασμός σας, μου δείχνουν ότι ημπορώ να στηρίζωμαι απολύτως επί του εργατικού κόσμου.
Με την πεποίθησιν αυτήν, σας αναφωνώ με όλη την δύναμιν της ψυχής μου.
Ζήτω ο εργατοϋπαλληλικός κόσμος της Ελλάδος!
Ζήτω το Έθνος!
Ζήτω ο Βασιλεύς!
«Επρεπε να φτάση η 4η Αυγούστου του 1936, που καταπιάστηκε την ελευθερία του Ελληνικού Λαού από σαθρά κοινοβούλια, από εκμεταλλευτές, από εργατοπατέρες, από κομμουνιστές, για να μπορέση η δημιουργική λαϊκή τάξη να πάρη μέρος κι αυτή στα αγαθά του πολιτισμού τα υλικά, τα πνευματικά και ψυχικά».
Σίτσα Καραϊσκάκη
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΑΙ ΑΝΤΙΓΡΑΦΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ:
Δάφνη Σιδέρη