Στη στεριά, όπως και στη θάλασσα, είναι καθοριστική η συμβολή της Αρβανιτιάς στην Παλιγγενεσία. Αρβανιτόφωνες και βλαχόφωνες είναι οι μοναδικές στρατιωτικές δυνάμεις που, μαζί με την αυτόνομη Μάνη, διαθέτει το Γένος για να ριχθεί στον Ιερόν Αγώνα και να τον κερδίσει.
Οι περιώνυμοι Βλάχοι αρματολοί ελέγχουν όλες τις κλεισούρες και, μετά, ετοιμοπόλεμοι ρίχνονται αγέρωχοι στη φωτιά.
Οι Σουλιώτες Αρβανίτες κρατούν, έως το 1803, ελεύθερο το περιλάλητο Σούλι στην αυτόνομη ομοσπονδία των 60 αμαχήτων ορεινών χωριών της. Ο Χορός του Ζαλόγγου και το ολοκαύτωμα στο Κούγκι είναι κλέη για τα οποία σεμνύνεται δίκαια όλος ο Ελληνισμός αλλά τα έγραψε ολομόναχη η περίδοξη Αρβανιτιά μας.
Παραμονές της Εθνεγερσίας η αξιολογότερη και μαζικότερη πολεμική δύναμη στρατηγικές σημασίας είναι οι πολεμιστές Σουλιώτες που, εκπατρισμένοι επί 17 χρόνια στα Επτάνησα, στρατεύθηκαν στους τότε επικυριάρχους των Ιονίων Ρώσους, Άγγλους και Γάλλους και διδάχθηκαν την πιο σύγχρονη στρατιωτική τέχνη.
Έτσι, όταν τον Σεπτέμβριο του 1820 ο τρομερός εχθρός τους Αλή πασάς κηρύσσεται αποστάτης και εναντίον του εκστρατεύουν στην Ήπειρο είκοσι πασάδες, οι Σουλιώτες καθίστανται η πιο περιζήτητη στρατηγική δύναμη στα αντίπαλα στρατόπεδα των Οθωμανών που τους επαναπατρίζουν εναλλάξ για να τους προσελκύσουν.
Αυτή η προεπαναστατική περίοδος είναι συναρπαστική καθώς οι σκληροτράχηλοι Σουλιώτες αναδεικνύουν λαμπρές διπλωματικές και πολιτικές αρετές ταυτόχρονα προς την πατροπαράδοτη πολεμική.
Σ’ αυτούς απευθύνεται η Φιλική Εταιρεία και, από τη Μόσχα τον Οκτώβριο 1820, ο «αντιπρόσωπος της Ανωτάτης Αρχής» της πρίγκηψ Αλέξανδρος Υψηλάντης. Πράττουν το εθνικό καθήκον τους αριστοτεχνικά και αυτοθυσιαστικά.
Οι φάρες τους κοσμούν με τα ένδοξα ονόματά τους πολλές από τις πιο λαμπρές σελίδες της ελληνικής Ιστορίας. Συνοπτικά αναφέρονται ενδεικτικά ορισμένοι από τους πιο γνωστούς ήρωες κατά φάρα: Μπότσαρης: ο αρχιστράτηγος Μάρκος, ο υποστράτηγος Νότης, ο χιλίαρχος Κίτσος, οι καπετάνιοι Γιώργης και Κώστας. Τζαβέλλας: οι θρυλικοί Λάμπρος, Φώτος και Κίτσος. Ο τελευταίος αναδεικνύεται και Πρωθυπουργός. Ζέρβας: ο γενάρχης Τούσιας και οι γιοί του Διαμάντης, χιλίαρχος, και Νικόλας, υποστράτηγος του Αγώνα.
Γόνος αυτών ο στρατηγός Ναπολέων Ζέρβας, Αρχηγός της Εθνικής Αντίστασης κατά την Κατοχή. Δράκος: ο γενάρχης Πούλιος, οι αγωνιστές του ’21 Δήμος, Γιωργάκης και Νάσιος, αντιστράτηγος των Ελευθέρων Πολιορκημένων στο Μεσολόγγι.
Ο Ιωάννης, μετά, αναλαμβάνει Υπουργός των Στρατιωτικών το 1870-1871 και κατόπιν ο Νικόλαος φρούραρχος Θεσσαλονίκης και Υπουργός Στρατιωτικών στο Κίνημα Εθνικής Αμύνης του το 1916, οπότε μέλος της θρυλικής Τριανδρίας υπό τον Βενιζέλο είναι ο Σουλιώτης στρατηγός Παναγιώτης Δαγκλής και ο Υδραίος ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης. Απόγονος των Δράκων, γεννημένος στην αρβανιτόφωνη Θήβα, είναι ο ιδρυτής της μεγάλης ελληνικής βιομηχανίας ΙΖΟΛΑ Παναγιώτης Δράκος.
Φωτομάρας: οι χιλίαρχοι Χρήστος και Νικόλας. Δαγκλής: ο γενάρχης Νάστας και οι καπετάνιοι γιοί του Γιώτης και Γιώργης.
Είναι αδύνατον να αναφερθούν σε ένα άρθρο οι κατά αγώνες της περίδοξης Αρβανιτιάς μας. Ενδεικτικά απλώς καταγράφονται συνοπτικά μερικά χαρακτηριστικά σημεία. Ο λόρδος Βύρων τους γνωρίζει και τους θαυμάζει από το πρώτο του ταξίδι στην προεπαναστατική Ελλάδα.
Τον Νοέμβριο 1809, σε επιστολή του από την Πρέβεζα, τους περιγράφει:«Εφώναξε τον Αρβανίτη στρατιώτη μου που, όπως όλοι οι Αρβανίτες, είναι γενναίος, απόλυτα πιστός και τίμιος. Είναι, όμως, σκληροί, αν και όχι κακόπιστοι, και έχουν μερικά ελαττώματα αλλ’ όχι μικρότητες.
Είναι, ίσως, η πιο έμορφη γενιά του Κόσμου». Θα τους αφιερώσει πολλές από τις ωραιότερες στροφές στο ποίημά του «Χάρολντ Τσάϊλντ». Αυτοί τον φρουρούν μέχρι τον θάνατό του.
Οι Σουλιώτες συμπρωταγωνιστούν σ’ όλη τη διάρκεια του Ιερού Αγώνα, ιδιαίτερα στην Ήπειρο και στη Στερεά Ελλάδα. Αρχιστράτηγος ο Μάρκος Μπότσαρης. Για να σπάσει την πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου, ο Μάρκος επιχειρεί καταδρομική νυκτερινή έφοδο στο εχθρικό στρατόπεδο, στο Κεφαλόβρυσο, επί κεφαλής 450 Σουλιωτών και εκεί σκοτώνεται τη νύχτα της 8ης προς την 9η Αυγούστου 1823.
Ενταφιάζεται στο Μεσολόγγι και τον θρηνεί όλος ο Ελληνισμός. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Ιμπραήμ πασάς εισέρχεται στο Μεσολόγγι και τα στρατεύματά του συλούν όλους τους τάφους των επιφανών για να πλιατσικολογήσουν τα άρματά τους και τα τσαπράζια τους. Τότε εξισλαμισμένοι Αρβανίτες, Τουρκαλαβανοί, αναζητούν και διασώζουν τα βεβηλωμένα οστά του Μάρκου Μπότσαρη, τα πλένουν με κρασί, τα εναποθέτουν στον τάφο του και αποκαθιστούν το επιτύμβιο μνημείο του.
Στα δύο πρώτα κρίσιμα έτη 1821-1822 οι Σουλιώτες κατάγουν περιφανείς νίκες στα στρατηγικά Πέντε Πηγάδια, στην Άρτα, στα Δερβίζιανα, στα Χώνια και στο Ναβαρίκο. Τον Ιούλιο του 1821 20.000 Οθωμανοί πολιορκούν στην Κιάμα 15.000 άμαχα γυναικόπαιδα Ελλήνων που τα υπερασπίζονται μονάχα 430 Σουλιώτες. Ωστόσο, οι Σουλιώτες επιβάλλουν συνθήκες με τις οποίες διασώζονται όλοι οι άμαχοι και οι Οθωμανοί τους πληρώνουν 150.000 γρόσια για καθυστερημένους μισθούς!
Τους Σουλιώτες αμιλλώνται στον Αγώνα οι άλλοι Αρβανίτες της Ευβοίας, της Βοιωτίας και της Αττικής. Ο Νικόλαος Κριεζώτης ξεσηκώνει την Εύβοια, πολεμάει μετά στο πλευρό του Οδυσσέα Ανδρούτσου και, έπειτα, του Γεωργίου Καραϊσκάκη, υπερασπίζεται με τον βλαχόφωνο ηγέτη Ιωάννη Κωλέττη το Τρίκερι της Μαγνησίας και παίρνει μέρος στη μάχη της Πέτρας, την τελευταία του Αγώνα το 1829.
Όταν το 1826 ο Κιουταχής κατέλαβε την Αθήνα με όλη την Αττική και πολιορκούσε στενά την Ακρόπολη, στις 12 Οκτωβρίου ο Κριεζώτης με 450 Αρβανίτες τους επιτίθεται νύχτα από τα νώτα, ανατρέπει τις οθωμανικές δυνάμεις στον λόφο του Φιλοπάππου και εισέρχεται στην πολιορκημένη Ακρόπολη αναλαμβάνοντας φρούραρχός της.
Οι Αρβανίτες τηρούν στενές σχέσεις με τους Τουρκαλβανούς Τόσκηδες, Λιάπηδες και Τσάμηδες, οι οποίοι έχουν συνείδηση ότι έχουν εξισλαμισθεί και έχουν κοινή απώτερη καταγωγή. Κατά κανόνα πολεμούν εναντίον αλλήλων και συχνά, πριν τη φονική μάχη, οι αρχηγοί τους εξέρχονται από τις γραμμές και νεκροφιλιούνται προτού ο ένας σκοτώσει τον άλλον!
Προεπαναστατικά πολλοί Αρβανίτες, Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι, είναι σταυραδέρφια αδιαφορώντας για το θρήσκευμα και έχουν υπηρετήσει μαζί τον Αλή πασά, όπως και Βλάχοι πολέμαρχοι, Φιλικοί και πολιτικοί του Αγώνα.
Γι’ αυτό, όταν ο Σουλτάνος κηρύσσει αποστάτη τον Αλή, οι Αρβανίτες και οι άλλοι Ρουμελιώτες οπλαρχηγοί συμμαχούν με τους εξισλαμισμένους Αρβανίτες του Αλή και σηκώνουν μαζί τα φλάμπουρα της Επαναστάσεως προσχηματιζόμενοι ότι «πολεμάμε μαζί για τον αφέντη μας Αλή πασά». Έτσι απελευθερώνουν μαζί την Άρτα και όλη την περιοχή της.
Τον Αύγουστο του 1821 ο Δημήτριος Υψηλάντης, που πολιορκεί την άπαρτη ακόμη Τριπολιτσά, απευθύνει θερμή επιστολή προς τους Τουρκαλβανούς αρχηγούς ΄Αγο Βασιάρη, Τσέγκο μπέη, Μούρτο Τσάλη, Ταχήρ Αμπάζη, Σουλεϋμάν Μέτο και λοιπούς Τόσκηδες
«Αλλά σεις, ω ανδρείοι Τόσκηδες, δεν κατάγεσθε ούτε από τους μικροψύχους Ανατολίτας ούτε από τους αδόξους Σκύθας. Είσθε απόγονοι των προγόνων μας ηρώων και τώρα, ενωθέντες με ημάς δια την ελευθερίαν, θεωρείσθε ως αδελφοί μας».
Μόλις η Ελλάδα αναγνωρίζεται ως Κράτος, 56 Λιάπηδες αγάδες πρότειναν να υψώσουν την ελληνική σημαία στις περιοχές τους και να τις ενώσουν με την ελεύθερη Ελλάδα. Στις 2 Ιουνίου 1829 ο Χειμαριώτης φρούραρχος της Θήβας Σπυρομήλιος αναφέρει στον αρχιστράτηγο Δημήτριο Υψηλάντη: «Εκλαμπρότατε Στρατάρχα, Ο πατήρ μου με γράφει από Χειμάρα κατά την 20 Απριλίου ότι πενηνταέξ αγάδες της Λιαπουριάς συνηνώθησαν σφικτά ενόρκως αναμεταξύ των και εκοινοποίησαν ότι είναι έτοιμοι να πράξουν τα ακόλουθα:
Α)Να στήσουν την ελληνικήν σημαίαν εις τας επαρχίας των με 4.000 στράτευμα, Β) Να παραδώσουν το φρούριον της Αυλώνος εις την ελληνικήν κυβέρνησιν και Γ) Να καθυποτάξουν εις το Ελληνικόν Κράτος όλην την επαρχίαν της Αυλώνος και αυτοί να διοικούνται με τους ελληνικούς νόμους. Ζητούν θρησκευτικήν ελευθερίαν διαφύλαξιν της τιμής των χαρεμίων των και 200.000 γρόσια ανά χείρας προς εξοικονόμησίν των».
Μετά 18 χρόνια, στις 15 Αυγούστου 1847, όλοι οι Τόσκηδες μπέηδες και αγάδες απευθύνουν γραπτή έκκληση στον Βασιλέα Όθωνα να τους σπλαχνισθεί προκειμένου να επαναστατήσουν κατά των Οθωμανών και να προσαρτήσουν την περιοχή τους στην Ελλάδα. Γράφουν: «Εν ονόματι του Μεγαλοδυνάμου, ικητευόμεθα οι κάτωθεν καζάζες Αυλώνος, Δέλβινο, Μεναχέ, Κουρβελιέσι, Μαλκάστρα, η άνω και κάτω του Μπερατιού, και Τεπεελένι και Ντόνιτσα, παρακαλούμεν να μας ευσπλαχισθή η Βασιλεία σας.
Και αν μας αγαπάγει η Βασιλεία σας, μας ειδιοποιήται να κάμωμεν και άλλες επικράτειες με την ευχαρίστησίν μας».
Ενωρίτερα είχαν συνεννοηθεί με τον Βλάχο Πρωθυπουργό Ιωάννη Κωλέττη αλλά αργά. Ο Πρωθυπουργός της Μεγάλης Ιδέας είχε πεθάνει την 1η Σεπτεμβρίου 1847. Αργότερα Αρβανίτες σφράγισαν την νίκη της Ελλάδος το 1912. Στο επόμενο.
Ν.Ι.Μέρτζος
Οι περιώνυμοι Βλάχοι αρματολοί ελέγχουν όλες τις κλεισούρες και, μετά, ετοιμοπόλεμοι ρίχνονται αγέρωχοι στη φωτιά.
Οι Σουλιώτες Αρβανίτες κρατούν, έως το 1803, ελεύθερο το περιλάλητο Σούλι στην αυτόνομη ομοσπονδία των 60 αμαχήτων ορεινών χωριών της. Ο Χορός του Ζαλόγγου και το ολοκαύτωμα στο Κούγκι είναι κλέη για τα οποία σεμνύνεται δίκαια όλος ο Ελληνισμός αλλά τα έγραψε ολομόναχη η περίδοξη Αρβανιτιά μας.
Παραμονές της Εθνεγερσίας η αξιολογότερη και μαζικότερη πολεμική δύναμη στρατηγικές σημασίας είναι οι πολεμιστές Σουλιώτες που, εκπατρισμένοι επί 17 χρόνια στα Επτάνησα, στρατεύθηκαν στους τότε επικυριάρχους των Ιονίων Ρώσους, Άγγλους και Γάλλους και διδάχθηκαν την πιο σύγχρονη στρατιωτική τέχνη.
Έτσι, όταν τον Σεπτέμβριο του 1820 ο τρομερός εχθρός τους Αλή πασάς κηρύσσεται αποστάτης και εναντίον του εκστρατεύουν στην Ήπειρο είκοσι πασάδες, οι Σουλιώτες καθίστανται η πιο περιζήτητη στρατηγική δύναμη στα αντίπαλα στρατόπεδα των Οθωμανών που τους επαναπατρίζουν εναλλάξ για να τους προσελκύσουν.
Αυτή η προεπαναστατική περίοδος είναι συναρπαστική καθώς οι σκληροτράχηλοι Σουλιώτες αναδεικνύουν λαμπρές διπλωματικές και πολιτικές αρετές ταυτόχρονα προς την πατροπαράδοτη πολεμική.
Σ’ αυτούς απευθύνεται η Φιλική Εταιρεία και, από τη Μόσχα τον Οκτώβριο 1820, ο «αντιπρόσωπος της Ανωτάτης Αρχής» της πρίγκηψ Αλέξανδρος Υψηλάντης. Πράττουν το εθνικό καθήκον τους αριστοτεχνικά και αυτοθυσιαστικά.
Οι φάρες τους κοσμούν με τα ένδοξα ονόματά τους πολλές από τις πιο λαμπρές σελίδες της ελληνικής Ιστορίας. Συνοπτικά αναφέρονται ενδεικτικά ορισμένοι από τους πιο γνωστούς ήρωες κατά φάρα: Μπότσαρης: ο αρχιστράτηγος Μάρκος, ο υποστράτηγος Νότης, ο χιλίαρχος Κίτσος, οι καπετάνιοι Γιώργης και Κώστας. Τζαβέλλας: οι θρυλικοί Λάμπρος, Φώτος και Κίτσος. Ο τελευταίος αναδεικνύεται και Πρωθυπουργός. Ζέρβας: ο γενάρχης Τούσιας και οι γιοί του Διαμάντης, χιλίαρχος, και Νικόλας, υποστράτηγος του Αγώνα.
Γόνος αυτών ο στρατηγός Ναπολέων Ζέρβας, Αρχηγός της Εθνικής Αντίστασης κατά την Κατοχή. Δράκος: ο γενάρχης Πούλιος, οι αγωνιστές του ’21 Δήμος, Γιωργάκης και Νάσιος, αντιστράτηγος των Ελευθέρων Πολιορκημένων στο Μεσολόγγι.
Ο Ιωάννης, μετά, αναλαμβάνει Υπουργός των Στρατιωτικών το 1870-1871 και κατόπιν ο Νικόλαος φρούραρχος Θεσσαλονίκης και Υπουργός Στρατιωτικών στο Κίνημα Εθνικής Αμύνης του το 1916, οπότε μέλος της θρυλικής Τριανδρίας υπό τον Βενιζέλο είναι ο Σουλιώτης στρατηγός Παναγιώτης Δαγκλής και ο Υδραίος ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης. Απόγονος των Δράκων, γεννημένος στην αρβανιτόφωνη Θήβα, είναι ο ιδρυτής της μεγάλης ελληνικής βιομηχανίας ΙΖΟΛΑ Παναγιώτης Δράκος.
Φωτομάρας: οι χιλίαρχοι Χρήστος και Νικόλας. Δαγκλής: ο γενάρχης Νάστας και οι καπετάνιοι γιοί του Γιώτης και Γιώργης.
Είναι αδύνατον να αναφερθούν σε ένα άρθρο οι κατά αγώνες της περίδοξης Αρβανιτιάς μας. Ενδεικτικά απλώς καταγράφονται συνοπτικά μερικά χαρακτηριστικά σημεία. Ο λόρδος Βύρων τους γνωρίζει και τους θαυμάζει από το πρώτο του ταξίδι στην προεπαναστατική Ελλάδα.
Τον Νοέμβριο 1809, σε επιστολή του από την Πρέβεζα, τους περιγράφει:«Εφώναξε τον Αρβανίτη στρατιώτη μου που, όπως όλοι οι Αρβανίτες, είναι γενναίος, απόλυτα πιστός και τίμιος. Είναι, όμως, σκληροί, αν και όχι κακόπιστοι, και έχουν μερικά ελαττώματα αλλ’ όχι μικρότητες.
Είναι, ίσως, η πιο έμορφη γενιά του Κόσμου». Θα τους αφιερώσει πολλές από τις ωραιότερες στροφές στο ποίημά του «Χάρολντ Τσάϊλντ». Αυτοί τον φρουρούν μέχρι τον θάνατό του.
Οι Σουλιώτες συμπρωταγωνιστούν σ’ όλη τη διάρκεια του Ιερού Αγώνα, ιδιαίτερα στην Ήπειρο και στη Στερεά Ελλάδα. Αρχιστράτηγος ο Μάρκος Μπότσαρης. Για να σπάσει την πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου, ο Μάρκος επιχειρεί καταδρομική νυκτερινή έφοδο στο εχθρικό στρατόπεδο, στο Κεφαλόβρυσο, επί κεφαλής 450 Σουλιωτών και εκεί σκοτώνεται τη νύχτα της 8ης προς την 9η Αυγούστου 1823.
Ενταφιάζεται στο Μεσολόγγι και τον θρηνεί όλος ο Ελληνισμός. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Ιμπραήμ πασάς εισέρχεται στο Μεσολόγγι και τα στρατεύματά του συλούν όλους τους τάφους των επιφανών για να πλιατσικολογήσουν τα άρματά τους και τα τσαπράζια τους. Τότε εξισλαμισμένοι Αρβανίτες, Τουρκαλαβανοί, αναζητούν και διασώζουν τα βεβηλωμένα οστά του Μάρκου Μπότσαρη, τα πλένουν με κρασί, τα εναποθέτουν στον τάφο του και αποκαθιστούν το επιτύμβιο μνημείο του.
Στα δύο πρώτα κρίσιμα έτη 1821-1822 οι Σουλιώτες κατάγουν περιφανείς νίκες στα στρατηγικά Πέντε Πηγάδια, στην Άρτα, στα Δερβίζιανα, στα Χώνια και στο Ναβαρίκο. Τον Ιούλιο του 1821 20.000 Οθωμανοί πολιορκούν στην Κιάμα 15.000 άμαχα γυναικόπαιδα Ελλήνων που τα υπερασπίζονται μονάχα 430 Σουλιώτες. Ωστόσο, οι Σουλιώτες επιβάλλουν συνθήκες με τις οποίες διασώζονται όλοι οι άμαχοι και οι Οθωμανοί τους πληρώνουν 150.000 γρόσια για καθυστερημένους μισθούς!
Τους Σουλιώτες αμιλλώνται στον Αγώνα οι άλλοι Αρβανίτες της Ευβοίας, της Βοιωτίας και της Αττικής. Ο Νικόλαος Κριεζώτης ξεσηκώνει την Εύβοια, πολεμάει μετά στο πλευρό του Οδυσσέα Ανδρούτσου και, έπειτα, του Γεωργίου Καραϊσκάκη, υπερασπίζεται με τον βλαχόφωνο ηγέτη Ιωάννη Κωλέττη το Τρίκερι της Μαγνησίας και παίρνει μέρος στη μάχη της Πέτρας, την τελευταία του Αγώνα το 1829.
Όταν το 1826 ο Κιουταχής κατέλαβε την Αθήνα με όλη την Αττική και πολιορκούσε στενά την Ακρόπολη, στις 12 Οκτωβρίου ο Κριεζώτης με 450 Αρβανίτες τους επιτίθεται νύχτα από τα νώτα, ανατρέπει τις οθωμανικές δυνάμεις στον λόφο του Φιλοπάππου και εισέρχεται στην πολιορκημένη Ακρόπολη αναλαμβάνοντας φρούραρχός της.
Οι Αρβανίτες τηρούν στενές σχέσεις με τους Τουρκαλβανούς Τόσκηδες, Λιάπηδες και Τσάμηδες, οι οποίοι έχουν συνείδηση ότι έχουν εξισλαμισθεί και έχουν κοινή απώτερη καταγωγή. Κατά κανόνα πολεμούν εναντίον αλλήλων και συχνά, πριν τη φονική μάχη, οι αρχηγοί τους εξέρχονται από τις γραμμές και νεκροφιλιούνται προτού ο ένας σκοτώσει τον άλλον!
Προεπαναστατικά πολλοί Αρβανίτες, Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι, είναι σταυραδέρφια αδιαφορώντας για το θρήσκευμα και έχουν υπηρετήσει μαζί τον Αλή πασά, όπως και Βλάχοι πολέμαρχοι, Φιλικοί και πολιτικοί του Αγώνα.
Γι’ αυτό, όταν ο Σουλτάνος κηρύσσει αποστάτη τον Αλή, οι Αρβανίτες και οι άλλοι Ρουμελιώτες οπλαρχηγοί συμμαχούν με τους εξισλαμισμένους Αρβανίτες του Αλή και σηκώνουν μαζί τα φλάμπουρα της Επαναστάσεως προσχηματιζόμενοι ότι «πολεμάμε μαζί για τον αφέντη μας Αλή πασά». Έτσι απελευθερώνουν μαζί την Άρτα και όλη την περιοχή της.
Τον Αύγουστο του 1821 ο Δημήτριος Υψηλάντης, που πολιορκεί την άπαρτη ακόμη Τριπολιτσά, απευθύνει θερμή επιστολή προς τους Τουρκαλβανούς αρχηγούς ΄Αγο Βασιάρη, Τσέγκο μπέη, Μούρτο Τσάλη, Ταχήρ Αμπάζη, Σουλεϋμάν Μέτο και λοιπούς Τόσκηδες
«Αλλά σεις, ω ανδρείοι Τόσκηδες, δεν κατάγεσθε ούτε από τους μικροψύχους Ανατολίτας ούτε από τους αδόξους Σκύθας. Είσθε απόγονοι των προγόνων μας ηρώων και τώρα, ενωθέντες με ημάς δια την ελευθερίαν, θεωρείσθε ως αδελφοί μας».
Μόλις η Ελλάδα αναγνωρίζεται ως Κράτος, 56 Λιάπηδες αγάδες πρότειναν να υψώσουν την ελληνική σημαία στις περιοχές τους και να τις ενώσουν με την ελεύθερη Ελλάδα. Στις 2 Ιουνίου 1829 ο Χειμαριώτης φρούραρχος της Θήβας Σπυρομήλιος αναφέρει στον αρχιστράτηγο Δημήτριο Υψηλάντη: «Εκλαμπρότατε Στρατάρχα, Ο πατήρ μου με γράφει από Χειμάρα κατά την 20 Απριλίου ότι πενηνταέξ αγάδες της Λιαπουριάς συνηνώθησαν σφικτά ενόρκως αναμεταξύ των και εκοινοποίησαν ότι είναι έτοιμοι να πράξουν τα ακόλουθα:
Α)Να στήσουν την ελληνικήν σημαίαν εις τας επαρχίας των με 4.000 στράτευμα, Β) Να παραδώσουν το φρούριον της Αυλώνος εις την ελληνικήν κυβέρνησιν και Γ) Να καθυποτάξουν εις το Ελληνικόν Κράτος όλην την επαρχίαν της Αυλώνος και αυτοί να διοικούνται με τους ελληνικούς νόμους. Ζητούν θρησκευτικήν ελευθερίαν διαφύλαξιν της τιμής των χαρεμίων των και 200.000 γρόσια ανά χείρας προς εξοικονόμησίν των».
Μετά 18 χρόνια, στις 15 Αυγούστου 1847, όλοι οι Τόσκηδες μπέηδες και αγάδες απευθύνουν γραπτή έκκληση στον Βασιλέα Όθωνα να τους σπλαχνισθεί προκειμένου να επαναστατήσουν κατά των Οθωμανών και να προσαρτήσουν την περιοχή τους στην Ελλάδα. Γράφουν: «Εν ονόματι του Μεγαλοδυνάμου, ικητευόμεθα οι κάτωθεν καζάζες Αυλώνος, Δέλβινο, Μεναχέ, Κουρβελιέσι, Μαλκάστρα, η άνω και κάτω του Μπερατιού, και Τεπεελένι και Ντόνιτσα, παρακαλούμεν να μας ευσπλαχισθή η Βασιλεία σας.
Και αν μας αγαπάγει η Βασιλεία σας, μας ειδιοποιήται να κάμωμεν και άλλες επικράτειες με την ευχαρίστησίν μας».
Ενωρίτερα είχαν συνεννοηθεί με τον Βλάχο Πρωθυπουργό Ιωάννη Κωλέττη αλλά αργά. Ο Πρωθυπουργός της Μεγάλης Ιδέας είχε πεθάνει την 1η Σεπτεμβρίου 1847. Αργότερα Αρβανίτες σφράγισαν την νίκη της Ελλάδος το 1912. Στο επόμενο.
Ν.Ι.Μέρτζος