Κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι τα αρχαία δεν θα καταστραφούν από τη μανία τους.
Θανάσιμη απειλή για την ελληνική πολιτιστική κληρονομιά σε ολόκληρη την περιοχή της κεντρικής Ασίας αποτελεί το καθεστώς των Ταλιμπάν.
Παρά τους ισχυρισμούς περί του Αφγανιστάν ως «φονέα» αυτοκρατοριών και όσα σχετικά προσπαθούν κάποιοι να ισχυρισθούν για τον Μέγα Αλέξανδρο στο πλαίσιο της παρουσίασής του ως «ιμπεριαλιστή», η αλήθεια είναι ότι ο Μακεδόνας αυτοκράτορας όχι μόνο δεν εκδιώχθηκε ποτέ από αυτή την περιοχή, αλλά για αιώνες μετά τον θάνατό του στον χώρο του Αφγανιστάν άνθησαν τα ελληνοβακτριανά βασίλεια, με το τελευταίο μάλιστα εξ αυτών να… πέφτει το 10 μ.Χ., δηλαδή ύστερα και από την Αίγυπτο των Πτολεμαίων.
Στη διάρκεια της περιόδου αυτής, τα ελληνοβακτριανά βασίλεια αποτέλεσαν τη βάση της ανάπτυξης ενός πολύ ιδιαίτερου πολιτισμού, που έφτασε μέχρι την… Ιαπωνία, με εμφανή τα σημάδια της πολιτιστικής επιρροής του Ελληνισμού επί του βουδισμού, που άφησαν σημαντικό πολιτιστικό αποτύπωμα στην περιοχή. Αλλωστε, η ίδια η Κανταχάρ είναι η εις Αραχωσία Αλεξάνδρεια, που ίδρυσε ο Μέγας Αλέξανδρος.
«Σήμερα, κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ούτε για τα χιλιάδες αντικείμενα του Μουσείου της Καμπούλ, αλλά ούτε και για τον θησαυρό της Βακτριανής, που είχε φέρει στο φως ο Ελληνας αρχαιολόγος Βίκτωρ Σαρηγιαννίδης» είπε ο επί μία δεκαετία υπουργός Πολιτισμού του Αφγανιστάν Ομάρ Σουλτάν στη συνάντησή του με την υπουργό Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη, την εβδομάδα που πέρασε. Χαμένα πιθανόν θα πάνε και τα 750.000 ευρώ που η χώρα μας είχε για την αποκατάσταση του Μουσείου της Καμπούλ, αλλά και η επίσκεψη το 2002 αρχαιολόγων του ΥΠΠΟΑ στο μουσείο, η οποία είχε συμβάλει στις αναγκαίες μελέτες συντήρησης και έκθεσης των πολύτιμων συλλογών του.
Κάποτε, το συγκεκριμένο μουσείο θεωρείτο ένα από τα καλύτερα του κόσμου, φιλοξενώντας πλήθος ελληνιστικών ευρημάτων, συμπεριλαμβανομένων θησαυρών από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η πρώτη εποχή των Ταλιμπάν ήταν καταστροφική και όποιες προσπάθειες έγιναν μετά το 2001 όχι απλά έρχονται στο τέλος τους, αλλά υπάρχει και σαφής κίνδυνος καταστροφών, καθώς η απέχθεια των φανατικών ισλαμιστών για τις αρχαιότητες, που θεωρούν «παγανιστικές», έχει επανειλημμένα επιδειχθεί τόσο στην κεντρική Ασία όσο και στη Μέση Ανατολή, με καταστροφές μνημείων. Χαρακτηριστική είναι η καταστροφή δύο τεράστιων αγαλμάτων του Βούδα στην κοιλάδα του Μπαμιγιάν.
Σε κίνδυνο προφανώς βρίσκεται αυτή τη στιγμή ακόμη και ο «χρυσός θησαυρός» (Tillya Tepe), που διασώθηκε από την προηγούμενη περίοδο των Ταλιμπάν, που αποτελείται από 20.500 ευρήματα, μεγάλο μέρος των οποίων είναι σαφώς ελληνιστικής προέλευσης που πλέον είναι αντιμέτωπα με την καταστροφή – μοίρα αντίστοιχη με αυτήν που βίωσε η Ai-Khanoum, κέντρο του Ελληνισμού στο βορειοανατολικό Αφγανιστάν (στο οποίο έφτανε ελαιόλαδο από τη Μεσόγειο), η οποία σχεδόν ισοπεδώθηκε κατά τον Ρωσοαφγανικό Πόλεμο. Ο,τι απέμεινε είναι πλέον στο έλεος των Ταλιμπάν.
Η ΕΛΔΑΦ (Ελληνική Δύναμη Αφγανιστάν) συγκροτήθηκε με την υπ’ αριθ. 3 απόφαση του Κυβερνητικού Συμβουλίου Εξωτερικών και Αμυνας (ΚΥΣΕΑ) τη 15η Ιανουαρίου 2002, προκειμένου να αποτελέσει την εθνική συμμετοχή στη Διεθνή Δύναμη Ασφαλείας και Βοήθειας – ISAF (International Security and Assistance Force). Στις 17 Φεβρουαρίου 2002 αναχώρησε από την Ελλάδα η δύναμη 175 ατόμων ΕΛΔΑΦ-1 για το Αφγανιστάν, που περιελάμβανε:
Το Τάγμα Ειδικής Συγκρότησης Αφγανιστάν (ΤΕΣΑΦ), που διέθετε τον Ελληνικό Λόχο Μηχανικού Ειρηνευτικών Αποστολών (ΕΛΜΧΕΑ) και τμήματα υποστήριξης και ασφαλείας. Η δύναμή του ανερχόταν σε 120 περίπου στελέχη και διέθετε 74 οχήματα-μηχανήματα.
Δύο αεροσκάφη C-130 για εκτέλεση αερομεταφορών (στο Καράτσι του Πακιστάν).
Τμήμα για υποστήριξη της επιχείρησης (National Support Element – NSE) στο Καράτσι.
Μικρό αριθμό επιτελών-συνδέσμων αξιωματικών στα διάφορα επιτελεία της ISAF.
Στις 26 Ιουλίου 2005 αναπτύχθηκε στην Καμπούλ, και παρέμεινε μέχρι τις 2 Απριλίου 2007, το 299 Κινητό Χειρουργικό Νοσοκομείο Εκστρατείας (ΚΙΧΝΕ), ιατρονοσηλευτική μονάδα 30 κλινών και δύναμης 47 στελεχών.
Η μονάδα λειτούργησε επιχειρησιακά εντός του Διεθνούς Αεροδρομίου της Καμπούλ (Kabul International Airport – ΚΑΙΑ) και παρείχε υποστήριξη στο προσωπικό της ΕΛΔΑΦ, της ISAF και σε Αφγανούς πολίτες, πραγματοποιώντας χιλιάδες εξετάσεις (συμπεριλαμβανομένων και οδοντιατρικών), 78 χειρουργικές επεμβάσεις και παρέχοντας νοσηλεία σε 712 ασθενείς. Επίσης, έγιναν 980 κτηνιατρικές εξετάσεις, ενώ οργανώθηκαν και εκπαιδεύσεις ειδικευμένων Αφγανών γιατρών πολιτικών νοσοκομείων.
Περίπου 10 χρόνια μετά, την Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2012, το υπουργείο Εθνικής Αμυνας ανακοίνωσε την ολοκλήρωση της αποχώρησης του ΤΕΣΑΦ από την Καμπούλ. Μαζί με τα επαναπατρισθέντα στελέχη επέστρεψε όλο το υλικό και τα μέσα που υπήρχαν στο Αφγανιστάν.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στο Αφγανιστάν, τόσο η ΕΛΔΑΦ όσο και το ΤΕΣΑΦ (διά του Λόχου Μηχανικού) εκτέλεσαν έργα κατασκευής – ανακατασκευής και βελτίωσης των υποδομών στην πόλη της Καμπούλ και το ΚΑΙΑ. Επιπρόσθετα, συμμετείχαν στην εκπαίδευση Αφγανών στρατιωτών του Μηχανικού και στη διανομή ανθρωπιστικής βοήθειας, όπως ηλεκτροπαραγωγά ζεύγη, ηλεκτρονικοί υπολογιστές, περονοφόρο όχημα, ημιφορτηγά οχήματα, σκηνές, συστήματα GPS, εξοπλισμός καθαρισμού νερού κ.λπ. Επίσης, το ΤΕΣΑΦ διένειμε στα σχολεία της περιοχής της Καμπούλ συνολικά 7.500 στολές, 1.200 τζάκετ και μερίδες ξηράς τροφής.
Στη συγκρότηση των ΕΛΔΑΦ-ΤΕΣΑΦ συμμετείχαν 33 αποστολές (3.295 στελέχη), με χρονική διάρκεια παραμονής από 3 έως 6 μήνες.
Η «ανατομία» της κατάρρευσης του αφγανικού κράτους
Η σχεδόν ακαριαία κατάρρευση του αφγανικού κράτους, που τα τελευταία 20 χρόνια επιχειρούσαν να ανοικοδομήσουν οι ΗΠΑ και η Δύση, μάλλον νομοτελειακή εξέλιξη μπορεί να θεωρηθεί παρά έκπληξη. Αποτελεί δε καταθλιπτική εξέλιξη τόσο για τις ΗΠΑ/ Δύση όσο, που είναι και το σημαντικότερο, και για τον αφγανικό λαό. Και όμως συνέβη, παρά το τεράστιο κόστος σε οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους:
145 δισ. δολάρια δαπανήθηκαν αποκλειστικά για την ανοικοδόμηση των δυνάμεων ασφαλείας, των θεσμών πολιτικής διακυβέρνησης, της οικονομίας και της κοινωνίας του Αφγανιστάν.
837 δισ. δολάρια είναι το κόστος των επιχειρήσεων στον προϋπολογισμό του υπουργείου Αμυνας των ΗΠΑ (η εμπλοκή των ΗΠΑ σε Αφγανιστάν, Ιράκ και Πακιστάν την τελευταία εικοσαετία κόστισε 6,4 τρισεκατομμύρια δολάρια).
2.443 νεκροί και 20.666 τραυματίες για τις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις.
1.144 νεκροί για τις συμμαχικές στρατιωτικές δυνάμεις.
66.000 νεκροί για τις αφγανικές ένοπλες δυνάμεις.
48.000 νεκροί και τουλάχιστον 75.000 τραυματίες (αριθμοί που είναι σίγουρα μικρότεροι από τους πραγματικούς), από το 2001 μέχρι σήμερα, ο βαρύς φόρος αίματος που κατέβαλαν οι άμαχοι.
Ποιοι είναι όμως οι κυριότεροι λόγοι αυτής της καταστροφής;
Κατ’ αρχάς, η μέχρι σημείου αυτοχειριασμού άρνηση των ΗΠΑ/ Δύσης να αποδεχθούν ότι η ανασυγκρότηση ενός κράτους/ κοινωνίας από το μηδέν απαιτεί πολύ περισσότερα από 20 χρόνια. Οπως χαρακτηριστικά αναφέρεται σε πρόσφατη μελέτη του ειδικού γενικού επιθεωρητή για την Ανοικοδόμηση του Αφγανιστάν (SIGAR), «η αμερικανική προσπάθεια ανοικοδόμησης του Αφγανιστάν θα μπορούσε να περιγραφεί ως 20 ετήσιας διάρκειας προσπάθειες, παρά ως μία διάρκειας 20 ετών».
Αλλος ένας λόγος ήταν η άρνηση ή αδυναμία κατανόησης σε βάθος της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής δυναμικής της χώρας. Επιχειρήθηκε επιβολή δυτικών τεχνοκρατικών μοντέλων σε κάθε πτυχή κρατικής, πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας, ενώ κράτος, δημόσια διοίκηση και θεσμοί ουσιαστικά δεν υπήρχαν. Για παράδειγμα, έτσι εξηγείται η εκπαίδευση των δυνάμεων ασφαλείας του Αφγανιστάν σε προηγμένα οπλικά συστήματα, που, λόγω χαμηλού μορφωτικού επιπέδου, ήταν αδύνατον να κατανοήσουν τον χειρισμό τους και φυσικά να τα συντηρήσουν. Ή η προσπάθεια συγκρότησης «δυτικού» τύπου κράτους δικαίου σε μια κοινωνία η οποία αντιμετώπιζε σχεδόν το σύνολο των διαφορών της με άτυπα μέσα. Ή η χρήση από το υπουργείο Αμυνας των ΗΠΑ συμβούλων για την εκπαίδευση της αφγανικής αστυνομίας, οι οποίοι παρακολουθούσαν αστυνομικές ταινίες για να μάθουν για την αστυνόμευση!
Ο τρίτος λόγος ήταν ότι, ακόμη και όταν διαπιστωνόταν η αποτυχία των προγραμμάτων ανοικοδόμησης – βοήθειας, η λύση που επιλεγόταν ήταν η διοχέτευση περισσότερων οικονομικών πόρων και η εμπλοκή ντόπιων με επιρροή για να υποβοηθήσουν την υλοποίηση τους. Ομως, αντί οι πόροι να κατευθύνονται σε προγράμματα βοήθειας και ανοικοδόμησης προς όφελος του πληθυσμού, έγιναν μέσο πλουτισμού αυτών των προσώπων και των συμμάχων τους. Υπήρξαν δε και περιπτώσεις που οι πόροι κατευθύνθηκαν στη χρηματοδότηση των Ταλιμπάν. Με αυτόν τον τρόπο, η διαφθορά κυριάρχησε από το χαμηλότερο μέχρι το υψηλότερο επίπεδο. Το 2014, σύμφωνα με τα στοιχεία του SIGAR, το 38% του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος κατά κεφαλή (το ποσοστό αντιστοιχεί σε 240 δολάρια) καταναλωνόταν σε δωροδοκίες!
Ο ρόλος του Πακιστάν στην αναγέννηση του καθεστώτος
Στις εξελίξεις στο Αφγανιστάν, το Πακιστάν διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο, καθώς θεωρεί τη χώρα «στρατηγικό βάθος» στον ανταγωνισμό του με την Ινδία και ταυτόχρονα μέσο για την άσκηση ελέγχου επί των οδών προς την κεντρική Ασία. Μάλιστα, αξιολόγησε τη μετά το 2001 ινδική διπλωματική και οικονομική διείσδυση στο Αφγανιστάν και την ινδοαφγανική συμφωνία στρατηγικής σύμπραξης, που υπογράφηκε το 2011, ως προσπάθεια γεωπολιτικής «περικύκλωσής» του.
Για την παρέμβασή του, το Ισλαμαμπάντ αξιοποιεί τη διαβόητη διυπηρεσιακή διεύθυνση πληροφοριών ISI (Inter-Services Intelligence), που αποτελεί την κύρια υπηρεσία πληροφοριών του Πακιστάν. H ISI ιδρύθηκε την 1η Ιανουαρίου 1948 και, εκτός από πολιτικό προσωπικό, τοποθετούνται σε αυτήν και πολλοί αξιωματικοί των ενόπλων δυνάμεων του Πακιστάν.
Η ISI έχει εκτεταμένη ενεργή εμπλοκή στο Αφγανιστάν από το 1979, όταν έγινε η επέμβαση των σοβιετικών στρατευμάτων. Μέχρι το 1989, μαζί με τη βρετανική MI6 συμμετείχε στην επιχείρηση «Κυκλώνας» που είχε οργανώσει η αμερικανική CIA με σκοπό τον εξοπλισμό και τη χρηματοδότηση των Μουτζαχεντίν, που μάχονταν τα σοβιετικά στρατεύματα. Το Πακιστάν έχει επίσης πολύ στενή σχέση με τους Ταλιμπάν και γενικά θεωρείται ότι συνέβαλε σημαντικά στη «γέννησή» τους, με σκοπό να διασφαλιστεί αφγανική ηγεσία φιλικά προσκείμενη στο Πακιστάν. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι ο μουλάς Ομάρ, εκ των ιδρυτών των Ταλιμπάν, είχε εκπαιδευθεί από την ISI κατά τον πόλεμο με τους Σοβιετικούς και, όταν τραυματίστηκε, νοσηλεύτηκε σε πακιστανικό νοσοκομείο. Επίσης, στο Πακιστάν κατέφυγε μετά την αμερικανική επέμβαση το 2001.
Κατά την περίοδο 1996-2001, η ISI χρηματοδοτούσε, εξόπλιζε, εκπαίδευε και τροφοδοτούσε με προσωπικό (Πακιστανοί πολίτες) τους Ταλιμπάν, οι οποίοι μάχονταν στον εμφύλιο πόλεμο κατά της Βόρειας Συμμαχίας. Ας σημειωθεί εδώ ότι στις 7 Οκτωβρίου 2001, όταν άρχισε η αμερικανική επέμβαση στο Αφγανιστάν (Επιχείρηση «Διαρκής Ελευθερία»), η Βόρεια Συμμαχία, υποστηριζόμενη από προσωπικό των ειδικών δυνάμεων και την αεροπορία των ΗΠΑ, αποτέλεσε τον χερσαίο βραχίονα και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην κατάρρευση του καθεστώτος των Ταλιμπάν (Δεκέμβριος 2001 – όταν κατελήφθη η Κανταχάρ). Ομως, παρά τις ρητές απειλές των ΗΠΑ στο Πακιστάν για τη διακοπή υποστήριξης στους Ταλιμπάν, όλες οι ενδείξεις συντείνουν στο ότι, παρά τις δεσμεύσεις της πακιστανικής κυβέρνησης, η ISI συνέχιζε να το πράττει. Μάλιστα, στην πακιστανική υποστήριξη αποδίδονται η από το καλοκαίρι του 2002 σταδιακή αναζωογόνηση των Ταλιμπάν και η έναρξη ευρείας κλίμακας επιχειρήσεων κατά των δυνάμεων της Διεθνούς Δύναμης Ασφαλείας και Βοήθειας – ISAF (International Security and Assistance Force).
Ισχυρό πακιστανικό «αποτύπωμα» υπάρχει και στην περίπτωση του άλλου ιδρυτή των Ταλιμπάν, του Abdul Ghani Baradar. Το 2010, ο Baradar συνελήφθη από την ISI στο Καράτσι, ενώ είχε επαφές με τον τότε πρόεδρο του Αφγανιστάν Χαμίντ Καρζάι, για την εξεύρεση ειρηνικής λύσης. Η σύλληψή του θεωρήθηκε μήνυμα της ISI για τον αποκλεισμό του Πακιστάν από τη διαδικασία. Τον Οκτώβριο του 2018, ο Baradar απελευθερώθηκε και ανέλαβε επικεφαλής του διπλωματικού γραφείου των Ταλιμπάν στην Ντόχα του Κατάρ. Περίπου δύο χρόνια αργότερα, τον Φεβρουάριο του 2020, υπέγραψε τη συμφωνία για την αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν και σήμερα κατέχει κυρίαρχο ρόλο στο νέο καθεστώς.