Ανασκαφαί και έρευναι εν Τρικάλοις πρός άποκάλυψιν τοϋ ’Ασκληπιείου τής άρχαίας Τρίκκης (1965)

Δείτε και άλλα θέματα στην ενότητα:
 Ανασκαφαί και έρευναι εν Τρικάλοις πρός άποκάλυψιν τοϋ ’Ασκληπιείου τής άρχαίας Τρίκκης (1965)


Τι αναφέρεται στο "Αρχαιολογικό δελτίο" του 1966 για τις ανασκαφές στην πόλη των Τρικάλων

Τακτικοί άνασκαφικαί έρευναι έγένοντο κυρίως έν Τρικάλοις, δαπάναις τής 'Υπηρεσίας, καί έν Σέσκλω, όπου συνεχίζονται αί άνασκαφαί τής ’Αρχαιολογικής Εταιρείας ( βλ. Τό Έργον 1965, σ. 12 κ.έ.).



Δύο άξιόλογοι ιδιωτικοί άνασκαφαί, ύπό τήν διεύθυνσιν ήμών, ένηργήθησαν έν Προέρνη άφ’ένός (Νέον Μοναστήριον Δομοκοϋ) καί έν θέσει «Μαγούλα Τσαπόχα», παρά τήν Καρδίτσαν.





1. Άνασκαφαί έν Τρίκκη

Κατά τήν άνασκαφήν, πλήν τοϋ Έπιμελητοϋ κ. Ά. Λιάγκουρα, έβοήθησαν ή άρχαιολόγος δ. Τ. Παπαζαφείρη, ό ένθουσιώδης πτυχιοϋχος τής Αρχαιολογίας κ. Γεώργιος Ζιάκας, ό τεχνίτης κ. Μ. Νικολαράκης καί ό συγκολλητής κ. Γ. Μαρίνης.

Ο κ. Γεώργιος Ζιάκας

Θερμή ύπήρξε καί έφέτος ή συμπαράστασις καί βοήθεια τής « Φιλάρχαιου Εταιρείας Τρίκκης », καθώς καί τοϋ Δημάρχου Τρικκαίων (Ι. Μάτης).

Αί άπό τοϋ έτους 1964 άρξάμεναι συστηματικοί άνασκαφαί έντός τής πόλεως τών Τρικάλων ( βλ_ ΑΔ 20 ( 1965 ): Χρονικά, σ. 311 κ.έ.), πρός άποκάλυψιν τοϋ ’Ασκληπιείου τής άρχαίας Τρίκκης, συνεχίσθησαν καί κατά τό παρόν έτος, είς τόν αύτόν περίπου χώρον.

Κατά τάς περυσινάς έργασίας είχεν άποκαλυφθή σημαντικόν μέρος δρομικού κτηρίου έλληνιστικών χρόνων, περισωθέντος όμως είς μετασκευήν τοδ 2ου μ.Χ. αίώνος, τό όποιον έθεωρήσαμεν στοάν ή παραπλήσιον δημόσιον οικοδόμημα τής άρχαίας Τρίκκης.

Τό άποκαλυφθέν μήκος τοϋ μεγάλου αύτοϋ κτηρίου ύπερέβαινε τά 34 μ., τό δέ πλάτος είναι έξωτερικώς 12.50 μ., ένώ αί λοιπαί διαστάσεις καί ή όλη διάταξις παραμένουν άγνωστοι.

Αί έφετειναί έργασίαι έλλείψει χώρου πρός σκαφήν (διότι ό έξ άπαλλοτριώσεως διαθέσιμος είχεν έξαντληθή πέρυσιν) περιωρίσθησαν κατ’ άνάγκην έντός όδών, πλατειών καί ένίοτε καί ιδιωτικών οικοπέδων (τή συμπαραστάσει τοϋ Δημάρχου Τρικκαίων κ. Ίω. Μάτη καί ένίοτε μέ τήν άνοχήν τών Ιδιοκτητών).

Κύριος σκοπός μας ήτο ή έξακρίβωσις τής πρός Δ., δηλαδή πρός τήν κατεύθυνσιν τοϋ ναοϋ τής Φανερωμένης καί τήν Άκρόπολιν, συνεχείας τοϋ κτηρίου καί έπειτα ό έλεγχος τοϋ έσωτερικοϋ χώρου, δν περιέβαλλον αί είκαζόμεναι « στοαί» καί ή άναζήτησις έπιγραφικών ή άλλων τεκμηρίων περί τοϋ προορισμού τοϋ κτίσματος.

Ό κύριος τομεύς τών άνασκαφών, κατά τό τέρμα τής όδοϋ 25ης Μαρτίου (ήτις άπεκλείσθη), ήτο τάφρος μήκους 13 καί πλάτους μέχρι 11 μ.

Παρά τάς δυσχερείας, τάς οποίας άντεμετωπίσαμεν έκ τής όπάρξεως εις τό σημεϊον αύτό άγωγών τοϋ κεντρικοΰ δικτύου ύδρεύσεως, καλωδίων καί βόθρων, τά πορίσματα ύπήρξαν ένθαρρυντικά καί ή σκαφή έφθασε μέχρι τοϋ στερεοϋ έδάφους, ήτοι είς βάθος 5 μ. περίπου.
Τό κατώτατον στρώμα, πάχους 0,20 - 0,54 μ., περιείχε λείψανα τής πρωίμου Χαλκοκρατίας καί τής μέσης (μονόχρωμος κεραμεική, μάλλον χονδροειδής — έλάχιστα έντόπια « Μινύεια » ).

Τό έπόμενον στρώμα, πάχους μόλις 0,16 - 0,33 μ., άνήγετο είς τήν Μυκηναϊκήν Περίοδον ( YE III), ώς έδείκνυον χαρακτηριστικά γραπτά όστρακα (είς τήν κορυφήν τοϋ στρώματος καί τινα Πρωτογεωμετρικά).

Ύπεράνω τοϋ στρώματος αύτοϋ εύρέθη στρώσις ποταμίων χαλίκων καί χονδρής άμμου ( πάχους 0,15 - 0,24 ), τήν όποιαν θεωροϋμεν προελθοϋσαν έκ πλημμύρας τοϋ Ληθαίου ή έπεκτάσεως τής κοίτης μέχρι τοϋ σημείου αύτοϋ.


Τό τέταρτον στρώμα περιείχε κεραμεικά λείψανα κλασσικών καί έλληνιστικών χρόνων, σχετικώς άραιά, είχε δέ πάχος 0,25 - 0,40 μ. Τό πέμπτον άπετελειτο έκ κιτρινωπής μάργης, πιθανώς ΐλύος τοΰ ποταμού, ήτο δέ πολιτιστικώς νεκρόν, ούδέν περιέχον.

Τό πλέον ένδιαφέρον ήτο τό έπόμενον στρώμα, τό έκτον κατά σειράν, τοΰ όποιου τό πάχος έποίκιλλε πολύ (0,10 έως 0,78 μ.): άπετελειτο κυρίως έκ γης τέφρας καί άνθράκων καί ήρμηνεύθη ώς στρώμα καταστροφής.

Ελάχιστα έσχατα έλληνιστικά όστρακα άγγείων εύρέθησαν έντός αύτοΰ, τό κυριώτερον όμως εΰρημα ήσαν περί τά δεκαπέντα τεμάχια έπιγραφών, πιθανώς άνήκοντα εις ψηφίσματα τής πόλεως.
Τά τεμάχια είναι δυστυχώς πολύ μικρά, ώς άν προήρχοντο έκ βιαίου κατατεμαχισμού, ευρέθησαν δέ είς βάθος κατά μέσον όρον 3.50 μ.
Τό έπόμενον έβδομον στρώμα είχε μέγα πάχος (μέχρι 1.87 μ.) καί καλύπτει τήν περίοδον τών ρωμαϊκών καί ίσως καί τών παλαιοχριστιανικών χρόνων.

Τά έπόμενα στρώματα άνάγονται είς τήν βυζαντινήν περίοδον καί τήν Τουρκοκρατίαν.

Ενδιαφέροντα λείψανα άπεκαλύφθησαν είς άλλην τάφρον, πρό τού ίεροϋ τού ναού τής Φανερωμένης, συγκεκριμένως δέ ό δυτικώτερος έξωτερικός τοίχος τής « στοάς » τού μεγάλου δημοσίου κτηρίου, είς άπόστασιν 65.50 μ. από τής άνατολικής στοάς.

"Ωστε έβεβαιώθη, ότι τό έσωτερικόν πλάτος τοΰ όλου κτηρίου ήτο 53 μ., τό δέ έξωτερικόν 78 μ. (έάν ή στοά καί είς τήν δυτικήν πλευράν έχη τό αύτό πλάτος, ήτοι 12.50 μ.).

’Εντός τής τάφρου εύρέθη καί εγκάρσιον χώρισμα τού έσωτερικού τής «στοάς» καί δάπεδον έκ κορασανίου.

Οί τοίχοι είναι καί έδώ έκτισμένοι διά μεγάλων κυβολίθων πώρου έντοπίου, άπό ένός δέ σημείου δΓ Ορθοστατών, φερόντων άναθύρωσιν ( Π ί ν. 241 α).


Άπό τό σημεϊον αυτό προέρχεται τμήμα έπιγραφής, άνηκούσης πιθανώς είς βάθρον τιμητικού άνδριάντος ρωμαϊκών χρόνων (Πίν. 241 β).

Άλλη τάφρος, είς τήν αύτήν περίπου θέσιν, έπέτρεψε νά ίδωμεν τήν συνέχειαν τού κτηρίου πρός ΒΔ., δέν προσέθεσεν όμως νέα στοιχεία, έπειδή τά όριά της ήσαν περιωρισμένα.

Δοκιμαί τέλος είς παρακείμενα σημεία, όπου ύπήρχεν έλπίς νά έξακριβωθοΰν άλλα ένδιαφέροντα στοιχεία τού κτηρίου, δέν έφθασαν είς βάθος, έπειδή ύπήρχε φόβος νά έπέλθουν ζημίαι είς πλησίον οίκοδομάς.

Γενικώτερον, τά όρια τών άνασκαφών περιωρίσθησαν πολύ καί είναι πλέον προβληματική ή συνέχισίς των είς τήν περιοχήν αύτήν, άν δέν προηγηθοΰν άπαλλοτριώσεις.

Έκ τών κινητών εύρημάτων, σημαντικώτερα είναι τά μικρά τεμάχια έπιγραφών (18 ), έξ ών τά πλεΐστα προέρχονται έκ τού κυρίου τομέως, κατά τό πέρας τής όδού 25ης Μαρτίου.

’Ανάγονται είς τούς όψιμους έλληνιστικούς καί πρωίμους ρωμαϊκούς χρόνους (2ος αί. π.Χ. - 1ος αί. μ.Χ. ) καί είναι κατά τό πλεΐστον θραύσματα ψηφισμάτων ή ίσως άλλων, άναθηματικοΰ χαρακτήρος, έπιγραφών.

’Επί ένός τεμαχίου ( ύψ. 0,142 καί μήκ. 0,204 μ.) διεσώθη μικρόν μέρος τών τριών τελευταίων στίχων μεγαλυτέρας έπιγραφής, έχον ώς έξής;

......εδω]κεν τώ/ι ......
......]ερειμακα[.......
.... ]μεν έν τεις κα[...
Ύψος γραμμάτων 0,013 - 0,015 μ. (Πίν. 241 β,Α).



Άλλο άξιόλογον τεμάχιον άνήκει είς βάθρον, πανταχόθεν, πλήν τής άνω πλευράς, έλλιπές.'Υψος τής προεχούσης έπιφανείας τής έπιγραφής 0,087, συνολικόν ύψος 0,107, πλάτος 0,145 μ.

........α]σαν.[.....
.......τι]ς ποτ'.[...
.......].άρετα[......
.......]ος δυπ[......
Ύψ. γραμμ. 0,013-0,015 μ., πιθανώς 1ου αί. π.Χ. (Πίν. 241 β, Β).


’Επί τρίτου τεμαχίου διεσώθησαν γράμματα άνήκοντα είς τρεις στίχους καί έπί άλλων ίχνη δύο ή καί ένός μόνον στίχου.

Ή ένεπίγραφος αΰτη λατύπη δέν έχει βεβαίως άλλην σημασίαν, μαρτυρεί όμως ότι βιαίως κατεστράφησαν έπιγραφαί άποκείμεναι πρότερον είς τήν έσωτερικήν πλευράν τού μεγάλου δημοσίου κτηρίου, τοΰ όποιου τμήματα μόνον έχουν άποκαλύψει αί άνασκαφαί.

Ή καταστροφή, τής όποιας άγνοοΰμεν τήν φύσιν καί τό αίτιον πρός τό παρόν, προηγήθη φυσικά τής ριζικής άνακατασκευής τοΰ κτηρίου κατά τούς ρωμαϊκούς αύτοκρατορικούς χρόνους.

Ή προϊστορική κεραμεική περιλαμβάνει όστρακα άγγείων, κατά τό πλεΐστον χονδροειδών, άνηκόντων δέ είς τήν πρώιμον καί μέσην Χαλκοκρατίαν, ώς άνωτέρω έσημειώθη.
Μερικά έντόπια μινύεια είναι ένδιαφέροντα, ώς καί τινα έπίσης έντόπια μυκηναϊκά ( YE III) καί πρωτογεωμετρικά.

Τά κλασσικά ( 5ου καί 4ου αί. ) καί έλληνιστικά όστρακα ήσαν όλιγάριθμα.

Τόν κύριον όγκον τής κεραμεικής καταλαμβάνει καί πάλιν ή ύστεροβυζαντινή καί μεταβυζαντινή κεραμεική, ώς καί πέρυσιν. Περί τά τεσσαρά-


Κοντά πέντε άγγεΐα συνεπληρώθησαν καί πλήθος όστράκων άπετέθησαν είς τήν τοπικήν ’Αρχαιολογικήν Συλλογήν, ή όποια πρέπει νά θεωρηθή, έκ τών πλουσιωτέρων είς άγγεΐα τών χρόνων αυτών.

Πλήν όλίγων σχετικώς μονοχρώμων ή χονδροειδών σκευών, τά πλεΐστα φέρουν έφυάλωσιν ή καί έγχάρακτον κόσμησιν (sgraffito ), άνήκουν δέ είς διαφόρους τύπους, κυρίως φιάλας, πινάκια κ.λ.π.


’Από τά άλλα μικρά ευρήματα άναφέρομεν τμήμα μικρού χρυσού ελάσματος, πήλινον είδώλιον Αθήνας Παρθένου (μάλλον κακότεχνον), τεμάχια πήλινων ειδωλίων καί ποδός πλαγγόνος, τμήμα πήλινου πίνακος μέ παράστασιν ίππέως, τέχνης πολύ καλής κλασσικών χρόνων, σφραγίσματα καί άγνΰθας.

Νομίσματα εόρέθησαν καί έφέτος πεντήκοντα τέσσαρα, έξ ών πλεΐστα βυζαντινά (’Ιουστινιανού Α', Νικηφόρου Γ' Βοτανειάτου, ’Αλεξίου Α' Κομνηνοΰ, Μανουήλ Α' Κομνηνοΰ κ.λ.π. ), όλιγώτερα δέ έλληνικών καί ρωμαϊκών χρόνων ( Μ. Αλεξάνδρου, ’Αντιγόνου Γόνατά, Κοινού τών Θεσσαλών κ.ά.).

’Ολίγα είναι έπίσης τά φραγκικά καί τουρκικά.
Τά νομίσματα ταΰτα θά δημοσίευση προσεχώς ή κ. Μάντω Καραμεσίνη - Οϊκονομίδου, ή όποία άνέλαβε τήν μελέτην αυτών καί άλλων νομισμάτων, προερχομένων έκ τών έν Θεσσαλία προσφάτων άνασκαφών.


Πρίνος Τρικάλων


Είς θέσιν « Καραγιάννη » τού χωρίου Πρίνος (Τόσκεσι) καί έκ τάφου προφανώς, προέρχονται ένδιαφέροντα άντικείμενα, παραδοθέντα είς τήν Συλλογήν Τρικάλων: Όκτώσχημος όρειχαλκίνη πόρπη, μήκ. 0,113, περόνη, μήκ. 0,135 μ. καί έξ χαλκοί δακτύλιοι.

Τόσον πρώιμα (όψιμα πρωτογεωμετρικά) άντικείμενα Ιστορικών χρόνων, τό πρώτον έμφανίζονται είς τήν περιοχήν αυτήν τής άρχαίας Πιαλείας.

Έκ τής αύτής περιοχής, συγκεκριμένως δέ έκ τού ύψώματος « Σκούμπος » (έπί τού όποιου τοποθετείται ή άρχαία πόλις Φαλώρεια), προέρχεται
έπίσης άνω μέρος έπιτυμβίου ναϊσκοσχήμου στήλης, άναγλύφου, τού τέλους τών έλληνιστικών χρόνων. Μετεφέρθη είς τήν ’Αρχαιολογικήν Συλλογήν Τρικάλων.


Σ.Σ.
Μικρό ιστορικό για τις ανασκαφές στο Ασκληπιείο Τρίκκης


Η αρχαιολογική σκαπάνη άρχισε να φέρνει στο φως και να ανασυνθέτει την εικόνα της αρχαίας Τρίκκης από τα τέλη του 19ου αι., όταν (μετά την ανασκαφή του Ασκληπιείου της Επιδαύρου) κινήθηκε το ενδιαφέρον των ερευνητών για την αποκάλυψη και του εξίσου ονομαστού στην αρχαιότητα Ασκληπιείου της Τρίκκης.

Οι αρχαιολογικές ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν σταδιακά στο χώρο σε όμορα, ιδιωτικά οικόπεδα από το 1902 ως το 1992 είχαν σωστικό χαρακτήρα.



Η σύνδεση της πόλης με τον Ασκληπιό - ονομαστό ήταν στην αρχαιότητα το ασκληπιείο της πόλης, "αρχαιότατον και επιφανέστατον" κατά το γεωγράφο του 1ου αι. π.Χ. Στράβωνα - προσέδιδε στην Τρίκκη μια ιδιαίτερη ακτινοβολία στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο.

Από τα τριακόσια Ασκληπιεία, που υπήρχαν σε όλη την Ελλάδα, τα πιο γνωστά ήταν της Τρίκκης στη Θεσσαλία, που θεωρείται ως το αρχαιότερο ασκληπιείο από όπου ξεκίνησε η λατρεία του Ασκληπιού (Eστί δ’η μεν Tρίκκη, όπου το ιερόν του Aσκληπιού το αρχαιότερον και επιφανέστερον), της Επιδαύρου, από όπου προήλθαν τα σημαντικότερα Ασκληπιεία (Tα γαρ Aσκληπιεία τα επιφανέστατα γεγονότα εξ Eπιδαύρου), της Κω, το οποίο ο Στράβων αποκαλεί σφόδρα ένδοξον και πολλών αναθημάτων μεστόν, της Κυρήνης, της Περγάμου και της Κνίδου.

Σήμερα το μεγαλύτερο τμήμα της αρχαίας πόλης καλύπτεται από την ομώνυμη σύγχρονη πόλη, καθώς η κατοίκηση σε αυτή υπήρξε αδιάλειπτη ως τις μέρες μας.

===========================

'Ανασκαφαί, ύπό τήν διεύθυνσιν ήμών, ένηργήθησαν και έν Προέρνη  (Νέον Μοναστήριον Δομοκοϋ) καί έν θέσει «Μαγούλα Τσαπόχα», παρά τήν Καρδίτσαν


 

Πηγή: ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΝ ΔΕΛΤΙΟΝ 1966 / ΧΡΟΝΙΚΑ

 

 

Επιστροφή